Το φιλελληνικό ρεύμα στην Αμερική παρουσιάσθηκε πιο έντονα από τα τέλη του 1823. Στις διαδοχικές και επανειλημμένες συγκεντρώσεις στην Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια και τη Βοστώνη, ύστερα από την αναγνώριση της Προκήρυξης της Μεσσηνιακής Γερουσίας προς τους Αμερικανούς, ψηφίσθηκαν αποφάσεις και σχηματίστηκαν επιτροπές με σκοπό τη σύνταξη αιτήσεων προς το Κογκρέσο «υπέρ των Ελλήνων».
Ταυτόχρονα με εκκλήσεις και εγκύκλιες επιστολές τα μέλη των επιτροπών προσπαθούσαν να αφυπνίσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματα των Αμερικανών απέναντι στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Ωστόσο στα κείμενα τους φρόντιζαν να μην θίγουν τις ειρηνόφιλες πεποιθήσεις των θρησκευτικών ομάδων περιγράφοντας πολεμικές σκηνές και περιορίζονταν να ζητούν ενισχύσεις σε χρήματα, τρόφιμα και ρουχισμό για τον δοκιμαζόμενο ελληνικό πληθυσμό. Ακόμη φρόντιζαν να καθησυχάσουν τους ανήσυχους εμπόρους της Ν. Υόρκης και της Βοστώνης υποστηρίζοντας ότι ο ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν θα παρεμπόδιζε τη συνέχιση και την επαύξηση των εμπορικών συναλλαγών με την Ανατολή και ειδικότερα με το λιμάνι της Σμύρνης.
Ο φιλελληνισμός βρήκε άξιους συνηγόρους στο πρόσωπο ορισμένων πολιτικών ανδρών και μάλιστα μελών της κυβέρνησης. Στο ετήσιο μήνυμα του ο πρόεδρος Μονρόε, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1822, διεκήρυξε ότι «υπάρχει μια βάσιμη ελπίδα για να αποκτήσει αυτός ο λαός την ανεξαρτησία του και να επιτύχει πολιτική ισοτιμία ανάμεσα στα άλλα έθνη της γης».
Η αντιπολίτευση στο φιλελληνικό κίνημα δεν προερχόταν αποκλειστικά από τους εμπορικούς κύκλους. Και άλλες κοινωνικές ομάδες είχαν εκφραστεί εναντίον των φιλελληνικών τάσεων που υπήρχαν ήδη πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Οι «σύγχρονοι» Αμερικανοί αμφισβητούσαν τη χρησιμότητα των κλασικών σπουδών. Το ίδιο και οι «Χριστιανοί» αντίπαλοι των κλασικών, αλλά και οι οπαδοί του ειρηνισμού, ενοχλημένοι από τις επαναστάσεις και τους πολέμους του 18ου και του 19ου αιώνα είχαν οργανωθεί σε ειρηνόφιλη κοινωνία και κατηγορούσαν ανοιχτά ακόμη και τους αιματηρούς πολέμους που περιέγραφε ο Όμηρος. Άλλοι αμφισβητούσαν, με βάση τις δυσμενείς περιγραφές των περιηγητών, τη γνησιότητα της καταγωγής των συγχρόνων Ελλήνων με τους αρχαίους και έθεταν ανοιχτά το ερώτημα για ποιο λόγο να τους υποστηρίξουν.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες οι φιλελληνικές εκδηλώσεις στάθηκαν αρκετά αποτελεσματικές. Έτσι τα κομιτάτα της Φιλαδέλφειας, της Βοστώνης και της Νέας Υόρκης συγκέντρωσαν αξιόλογα χρηματικά ποσά, τα οποία έστειλαν στους Έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο για να τα μεταβιβάσουν στη ελληνική διοίκηση.
Ύστερα από τον ενθουσιασμό του 1824 «ο ελληνικός πυρετός» στην Αμερική κόπασε σημαντικά για μια περίοδο πάνω από δύο χρόνια. Χωρίς βέβαια να σβήσει εντελώς, συνεχίσθηκε τροφοδοτούμενος κάθε φορά από ποικίλα γεγονότα: πληροφορίες και ανταποκρίσεις των Αμερικανών που βρίσκονταν στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι Αμερικανοί Σάμουηλ Χάου και παλαιός πολεμιστής Τζόναθαν Μίλλερ, οι οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα, έσπευδαν να ενημερώνουν τακτικά τους συμπατριώτες τους για όλα τα θέματα που αφορούσαν στους Έλληνες και στην κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Παρόμοιες πληροφορίες έστελναν και οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι, εμπορευόμενοι και ναυτικοί που ταξίδευαν στην ίδια περιοχή.
Το φιλελληνικό ρεύμα αναζωπυρώθηκε ξανά στα 1826. Τώρα το ενδιαφέρον τους αφορούσε περισσότερο στην επιβίωση του ελληνικού λαό. Έτσι, αντιμετωπίζοντας το θέμα με πνεύμα ανθρωπιστικό και θρησκευτικό, στράφηκαν προς τη διάσωση και ενίσχυση των αμάχων και παράλληλα την προώθηση της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων.
Αν ωστόσο, ο αμερικανικός λαός συνέβαλε με ποικίλους τρόπους στην απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο και για τις κυβερνήσεις του. Διατηρώντας μια αυστηρή ουδετερότητα, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών δεν επηρεάστηκε από την κοινή γνώμη. Ούτε η συζήτηση στο Κογκρέσο το 1824, ούτε η πρόταση του Livingston το 1827 για κονδύλι 50.000 δολαρίων για ενίσχυση των Ελλήνων σε τρόφιμα, βρήκε κάποια ανταπόκριση.
Ο αμερικανικές κυβερνήσεις δεν επηρεάστηκαν από το φιλελληνικό ρεύμα. Προσπαθούσαν μόνο να κρατήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στο συναίσθημα και το συμφέρον. Η αμερικανική κυβέρνηση, αν και ήταν από τις πρώτες επίσημες κυβερνήσεις, μετά την Δημοκρατία της Αϊτής, που εκφράστηκε ανοιχτά υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης, δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος παρά αργότερα, το 1833.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών