Το Σχίσμα του 1054 ή Σχίσμα των δύο Εκκλησιών είναι η διαίρεση και διάσπαση της κοινωνίας μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας, όταν επικεφαλής τους ήταν ο Πάπας Ρώμης Λέων Θ’ και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος, ύστερα από τους αμοιβαίους αναθεματισμούς που εξαπολύθηκαν τον Ιούλιο του 1054. Αν και μοιάζει να προέκυψε ξαφνικά, στην πραγματικότητα επισημοποίησε μια ήδη προϋπάρχουσα κατάσταση καθώς με το πέρασμα των χρόνων ο ανατολικός και ο δυτικός Χριστιανισμός διαμόρφωσαν διαφορετικές παραδόσεις, αν και εξελίχθηκαν παράλληλα, καθώς το χάσμα μεταξύ τους διευρυνόταν σε επίπεδο δογματικό, λειτουργικό και διοικητικό.
Τα γεγονότα της 16ης Ιουλίου 1054
Συγκροτήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον Φρειδερίκο της Λωραίνης, αρχιγραμματέα του πάπα και τον Πέτρο, αρχιεπίσκοπο του Αμάλφι, η οποία θα μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αργυρός με τον οποίο συσκέφθηκαν τους εισηγήθηκε να αποφύγουν επαφή με τον Πατριάρχη, αλλά να συναντηθούν με τον Αυτοκράτορα.
Η επιτροπή έφερε δύο επιστολές με αποδέκτες αντιστοίχως τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα. Με την πρώτη μέμφονταν τον Πατριάρχη για ιδιοποίηση του τίτλου οικουμενικός, ότι είχε αναμειχθεί στα εσωτερικά της λατινικής εκκλησίας, ενώ αμφέβαλε για την κανονικότητα της εκλογής του. Με την δεύτερη εξέφραζε παράπονα για την διαγωγή του πατριάρχη, απειλούσε με αντίποινα και ζητούσε την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας προς τους παπικούς απεσταλμένους. Η αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Πατριάρχη του επέδωσε την επιστολή αλλά αποχώρησε, καθώς τους υποδέχθηκε με ψυχρότητα, επειδή δεν τον χαιρέτησαν με τον προσήκοντα τρόπο.
Στις 15 Απριλίου όμως ο Πάπας Λέων Θ’ πέθανε κι έτσι αυτομάτως οι εκπρόσωποί του έχαναν κάθε νομικό κύρος όπως άλλωστε προβλεπόταν από το Κανονικό Δίκαιο. Έπρεπε να εκλεγεί νέος Πάπας για να δώσει νέα εντολή. Ωστόσο η επιτροπή συνέχισε τις επαφές της αυτή τη φορά με τον αυτοκράτορα-ο οποίος ίσως και την παρότρυνε να συνεχίσει να παραμένει στην Βυζαντινή πρωτεύουσα. Όλα αυτά ενθάρρυναν την παπική αντιπροσωπεία να δημοσιεύσει τις λατινικές κατηγορίες τους σε βάρος της Ανατολικής Εκκλησίας.
Σε αυτές απάντησε ο Νικήτας Στηθάτος και με τη σειρά του απάντησε ο Ουμβέρτος υβριστικά. Ο Κωνσταντίνος Θ’, ο οποίος δεν ήθελε να να διακινδυνεύσει τη συμμαχία του με τη Ρώμη, παρενέβη κατευναστικά και κάλεσε τον Στηθάτο να ανακαλέσει ζητώντας συγγνώμη. Αυτό ενθάρρυνε περισσότερο τον Ουμβέρτο να προβάλει περισσότερο τις περί filoque θέσεις του, χωρίς σε όλα αυτά να αντιδρά ο Κηρουλάριος.
Τελικά το Σάββατο 16 Ιουλίου 1054 την ώρα του εσπερινού εισήλθαν στην Αγία Σοφία και άφησαν στην Αγία Τράπεζα βούλα με την οποία αφοριζόταν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο Λέοντας Αχρίδας. Καθώς αποχωρούσαν ο διάκονος του ναού έτρεξε από πίσω τους κρατώντας την παπική βούλα και ζητώντας τους να την ανακαλέσουν, εκείνοι αρνήθηκαν και εκείνος την έριξε στον δρόμο.
Ο αυτοκράτορας προκειμένου να αποκλιμακώσει την ένταση εφοδίασε με δώρα τους παπικούς λεγάτους. O Κηρουλάριος πληροφορήθηκε το περιεχόμενο του αναθέματος και αφού την μετέφρασαν οι Πρωτοσπαθάριος Κοσμάς, Πύρρος ο Ρωμαίος και ο μοναχός Ιωάννης ο Ισπανός την κοινοποίησε στον Κωνσταντίνο Θ’ ο οποίος ζήτησε να δει το λατινικό πρωτότυπο του αφορισμού και στη συνέχεια κάλεσε την παπική αντιπροσωπεία για εξηγήσεις ενώπιον μιας συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη όμως αρνήθηκε να παρουσιαστεί και συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής. Στις 20 Ιουλίου ο Κηρουλάριος, παρουσία αυτοκρατορικών αξιωματούχων, ανέστρεψε το ανάθεμα κατά των συντακτών του και στις 24 Ιουλίου έγινε το ίδιο σε μια σύνοδο 16 μητροπολιτών και 5 αρχιεπισκόπων.
Οι Πατριάρχες της Ανατολής (Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων) ακολούθησαν τις εντολές του Κηρουλάριου και διέγραψαν το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχά τους. Ο Πέτρος Αντιοχείας, μετριοπαθής, προσεγγίστηκε από τους Λατίνους και τους Βυζαντινούς καθώς αντιπαθούσε τους πρώτους, όμως δεν έβρισκε κάποιο όφελος από το σχίσμα. Τελικά προσχώρησαν όλοι στο σχίσμα. Τόσο οι αφορισμοί των Λατίνων όσο και αυτοί των Ελλήνων στρέφονταν προσωπικά εναντίον των αξιωματούχων που είχαν φερθεί υβριστικά και όχι εναντίον των Εκκλησιών που αυτοί εκπροσωπούσαν. Το σχίσμα λοιπόν του 1054 «ήταν μια περίπτωση προσωπικού αλληλοαφορισμού δύο ιεραρχών».
Οι συνέπειες του Σχίσματος του 1054
Το Σχίσμα του 1054 υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καθώς έτσι καθίστατο ανεξάρτητος από τον Πάπα και τη Δύση. Η εξουσία του γινόταν ακόμα μεγαλύτερη επί του Σλαβικού κόσμου και των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής. Απέναντι στην πολιτική εξουσία και στην ενδιάθετη τάση της να διατηρεί την ενότητα της Εκκλησίας με σκοπό την οικουμενική ενότητα του Κράτους , το Σχίσμα αποτέλεσε ήττα για την αυτοκρατορική εξουσία.
Έτσι το σχίσμα του 1054 αποτελεί συνέχεια του Φωτιανού Σχίσματος από την άποψη ότι «κάθε φορά που υποβαθμίζεται η κεντρική αυτοκρατορική διοίκηση και ισχυροποιείται η βυζαντινή εκκλησία τα πράγματα οδηγούν σε ρήξη ανάμεσα στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη».
Η προσπάθεια των Βυζαντινών να ελέγξουν τις επισκοπές Απουλίας και Καλαβρίας μαρτυρούν την βαρύτητα που είχαν οι εκκλησιαστικές αρχές ως εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας. Η ιταλική πολιτική του αυτοκράτορα γκρεμιζόταν καθώς επιταχύνθηκε η πολιτική αποξένωση από την Ιταλία: η αντινορμανδική συμμαχία διαλύθηκε και η Αγία Έδρα στράφηκε προς τους Νορμανδούς, τους οποίους και αναγνώρισε, ενώ για τους Παπικούς απεσταλμένους και την Εκκλησία της Ρώμης τα γεγονότα της 16ης Ιουλίου συνιστούσαν ταπείνωση. Για την εικόνα της Εκκλησίας αποκαλύφθηκε πως η ίδια δεν μπορούσε να φτάσει στο ύψος των προσδοκιών που οι άλλοι απαιτούσαν από αυτήν.
Οι πολιτικές συνέπειες του Σχίσματος δεν ήταν μικρότερες για την πολιτική ύπαρξη του Βυζαντίου, καθώς δυσχέραινε τις προσπάθειες οποιασδήποτε μελλοντικής συνεργασίας ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη και Δύση. Μια ακόμα συνέπεια του Σχίσματος ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, εχθρότητα που εκφράστηκε με την παραγνώριση του Βυζαντίου από την ιστορική έρευνα, με το αρνητικό επίχρισμα που έλαβε ο όρος βυζαντινός, αλλά και με την χρήση του όρου «γραικός» -ήδη από τον 9ο αιώνα, με εσκεμμένως υποτιμητική διάθεση.
Η απέχθεια των Δυτικών δεν άφησε ανεπηρέαστη και την βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα την αγιογραφία η οποία παραμελήθηκε στη Δύση. Το σχίσμα του 1054 δεν αποτελεί την πηγή των αντιλατινικών αισθημάτων που θα λάβει βίαιες μορφές κυρίως στον βυζαντινό λαό, γιατί αυτό υπήρξε πιο πολύ υπόθεση των εκκλησιαστικών αρχών παρά του λαού.
Σε επίπεδο πολιτικής ιστορίας το ουσιαστικό σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών έλαβε χώρα μετά τις βίαιες συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν κατά την κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.
Πηγή: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html