Το περσικό κράτος τον 4ο π.Χ. αιώνα

Γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα το περσικό κράτος δεν ήταν πια η ανίκητη δύναμη που υπήρξε άλλοτε. Εξακολουθούσε να είναι γιγαντιαίο και επιβλητικό, με ανεξάντλητο υλικό και μυθικούς υλικούς πόρους, έμοιαζε όμως περισσότερο με κολοσσό που στηρίζεται σε πήλινα πόδια. Οι διάδοχοι του Κύρου και του Δαρείου του Μεγάλου δεν είχαν κατορθώσει να συγχωνεύσουν σε ένα οργανικό σύνολο τους πολυάριθμους λαούς και φύλα, που περιελάμβανε το περσικό κράτος και να τιθασεύσουν τις έντονες φυγόκεντρες φεουδαρχικές τάσεις, που εκδήλωναν οι σατράπες.

Το περσικό κράτος τον 4ο π.Χ. αιώνα
Δαρείος Γ’

Από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχε φανεί η αδυναμία του περσικού κράτους (κάθοδος των Μυρίων), που δεν είχε πια σχέση με την αυτοκρατορία που είχε οργανώσει ο Δαρείος Α’. Το χάσμα που από παλιά υπήρχε ανάμεσα στην κυρίαρχη φυλή των Περσών και στους υποταγμένους λαούς διευρυνόταν ολοένα, εξαιτίας της κακής πολιτικής εκείνων των Μεγάλων Βασιλέων που είχαν πολύ μέτριες ικανότητες. Έτσι δημιουργήθηκαν αλλεπάλληλες κρίσεις που έβλαψαν τη συνοχή του κράτους και εξασθένησαν τη θέση της κεντρικής εξουσίας. Το πρώτο μέρος του 4ου π.Χ. αιώνα από τις συχνές ταραχές που προκάλεσαν οι επαναστάσεις ισχυρών σατραπών, της Μικράς Ασίας κυρίως και των υπόδουλων Κυπρίων, Αιγυπτίων και Φοινίκων εναντίον του βασιλιά Αρταξέρξη Β’ (404-359 π.Χ.) και Αρταξέρξη Γ’ του Ώχου (358-338 π.Χ.).

Η σκληρή διακυβέρνηση του Αρταξέρξη Γ’ οι μηχανορραφίες της περσικής αυλής οδήγησαν το 338 π.Χ. σε σοβαρή δυναστική κρίση. Ο Βαγώας, ένας ευνούχος που ο Αρταξέρξης είχε ορίσει «πρωθυπουργό» του, οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του και τον δηλητηρίασε. Στον θρόνο ανέβασε τον νεώτερο γιο του βασιλιά Άρση νομίζοντας ότι θα τον είχε εύκολο όργανο στα χέρια του, για να κυβερνά ουσιαστικά ο ίδιος. Επειδή όμως ο Άρσης προσπάθησε να απαλλαγεί από τον Βαγώα, ο τελευταίος δηλητηρίασε και τον νεαρό Μεγάλο Βασιλέα και τα παιδιά του. Έφερε τότε στη εξουσία έναν γόνο από πλάγιο κλάδο των Αχαιμενιδών που ονομαζόταν Δαρείος. Ο νέος βασιλιάς δεν θα ξέφευγε από την τύχη των προκατόχων του, αν δεν κατόρθωνε να εξοντώσει αυτόν που τον έφερε στην εξουσία.

Ο Δαρείος Γ’ ο Κοδομαννός (336-330 π.Χ.), σύμφωνα με τον Διόδωρο, είχε διακριθεί, πριν καταλάβει τον θρόνο της Περσίας, στον πόλεμο που ο Αρταξέρξης Γ’ ο Ώχος είχε κάνει εναντίον της φυλής των Καδουσίων. Ήταν άνθρωπος αγαπητός στο περιβάλλον του, χωρίς δυναμισμό όμως. Δεν φαίνεται να διέθετε ιδιαίτερα διοικητικά και στρατιωτικά προσόντα. Αυτός ήταν ο βασιλιάς που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος στην μεγάλη εκστρατεία στην Ασία.

Αξιόλογοι ή όχι οι Μεγάλοι Βασιλείς, στηριγμένοι στον πλούτο τους, είχαν από δεκαετίες μάθει να εκμεταλλεύονται τις ακατάπαυστες έριδες των ελληνικών πόλεωων. Συχνά κατόρθωναν με τους ανθρώπους τους να υποκινούν τη μία εναντίον της άλλης και με τον τρόπο αυτόν να κρατούν σε διαρκή αναστάτωση την Ελλάδα. Με την Ανταλκίδειο ειρήνη (386π.Χ.) που ο Μέγας Βασιλιάς Αρταξέρξης Β’ επέβαλλε στους Έλληνες, οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας περιέρχονταν στην εξουσία του, ενώ στην κυρίως Ελλάδα η πολιτική κρίση συνεχιζόταν με αδιάκοπες μυστικές επεμβάσεις των Περσώ, και κυρίως με τα άφθονα χρήματα που προσέφεραν στις αντιμαχόμενς ελληνικές πόλεις.

Ο στρατός του περσικού κράτους

Αντίθετα από τον Αλέξανδρο που αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα τις παραμονές της εκστρατείας και είχε περιορισμένες ναυτικές δυνάμεις, το περσικό κράτος διέθετε ανεξάντλητους οικονομικούς πόρους και ικανοποιητικό αριθμό πλοίων που του εκχωρούσαν οι υπήκοοι του Κύπριοι και οι κάτοικοι των παραλίων της ανατολικής Μεσογείου (Φοίνικες και Έλληνες της Μικράς Ασίας). Ανεξάντλητο ήταν θεωρητικά και το ανθρώπινο δυναμικό της απέραντης αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα όμως οι μεγάλες αποστάσεις και οι δυσχέρειες μεταφοράς και επικοινωνίας δημιουργούσαν δυσκολίες στη στρατολόγηση ανδρών και στον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Παρ’ όλα αυτά η στρατιωτική δύναμη που διέθετε ο Δαρείος Γ’, για να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο ήταν ασφαλώς κολοσσιαία. Χαρακτηρίζεται όμως από σημαντικές αδυναμίες που φάνηκαν αμέσως μετά τις πρώτες συγκρούσεις με τη μακεδονική στρατιά και έκριναν το αποτέλσμα του αγώνα. Το πεζικό περιελάμβανε πλήθη δουλοπαροίκων διαφόρων εθνικοτήτων, που είχαν πρόχειρα στρατολογηθεί και εξοπλισθεί και μάχονταν χωρίς ιδιαίτερη προθυμία, καθώς και αξιόμαχους πολεμιστές από διάφορες ορεινές φυλές που όμως δεν διακρίνονταν για την πειθαρχία τους. Έτσι η στρατιά εμφανιζόταν σαν ένα άμορφο, ανοργάνωτο και απείθαρχο σύνολο, που επιπλέον δεν το κατηύθυνε δυναμική ηγεσία.

Το πολυάριθμο περσικό ιππικό, που το αποτελούσαν πραγματικά γενναίοι ευγενείς της Περσίας, της Βακτρίας και της Σογδιανής, εξακολουθούσε χωρίς αμφιβολία να αποτελεί την αξιολογότερη μονάδα της περισκής δύναμης, αλλά η εκπαίδευση και ο οπλισμός του δεν είχαν εκσυγχρονισθεί. Έτσι από τις αρχές ήδη του 4ου π.Χ. αιώνα η περσική αυτοκρατορία, για να καλύψει τις αδυναμίες της στρατιωτικής δύναμής της, στηρίχθηκε στην συμβολή ελληνικών μισθοφορικών στρατευμάτων, που οι ανεξάντλητες οικονομικές της δυνατότητες της επέτρεπαν να στρατολογεί.

Το σοβαρότερο όμως μειονέκτημα της περσικής στρατιωτικής ηγεσίας ήταν οι μεγάλες φιλοδοξίες και η ασυνεννοησία που επικρατούσε μεταξύ των σατραπών, ιδίως της Μικράς Ασίας. Μεταξύ τους δεν υπήρχε σύμπνοια και ο ένας υπέβλεπε τον άλλον. Όλοι μαζί υπέβλεπαν τους Έλληνες μισθοφόρους. Ο Ρόδιος Μέμνων, ο αρχηγός των Ελλήνων μισθοφόρων, αποδείχθηκε στρατιωτική φυσιογνωμία με τα σχέδια που είχε προτείνει. Δεν τον άφησαν όμως οι Πέρσες σατράπες να πραγματοποιήσει τις προτάσεις του, που αν εφαρμόζονταν θα ήταν ίσως μοιραίες για την τύχης της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όλες οι αδυναμίες του περσικού στρατού έγιναν φανερές όταν βρέθηκε το περσικό κράτος αντιμέτωπο με τον στρατό του Αλέξανδρου.

Την εισβολή των Μακεδόνων οι Πέρσες την περίμεναν, αλλά δεν ετιμάσθηκαν να την αντιμετωπίσουν. Πιστεύοντας πως οι θησαυροί της Περσέπολης, των Σούσων, των Εκβάτανων, της Βαβυλώνας θα μπορούσαν να τους σώσουν, κατέφυγαν στη πατροπαράδοτη διπλωματική τους μέθοδο: προσπάθησαν με άφθονα χρήματα να υποκινήσουν τους αντιπάλους του Αλέξανδρου στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα να στραφούν εναντίον του. Η μέθοδος όμως αυτή δεν πέτυχε.

Οι ελληνικές πόλεις Μικράς Ασίας

Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας παρουσίασαν κάποια οικονομική άνοδο, που οφειλόταν στη διευκόλυνση του εμπορίου με το εσωτερικό. Η πολιτική τους κατάσταση όμως ήταν πραγματικά οικτρή. Τις κυβερνούσαν ντόπιοι τύραννοι, πιστοί στους Πέρσες ή ολιγαρχικοί που είχαν την εμπιστοσύνη του Μεγάλου Βασιλέα. Τα μέτρα που έπαιρναν οι τύραννοι ή οι ολιγαρχικοί ήταν, κάποτε, τόσο σκληρά, ώστε οι πολίτες των μικρασιατικών πόλεων μισούσαν τους λιγαρχικούς, Γι΄αυτό υποδέχτηκαν με πραγματικό ενθουσιασμό το εκστρατευτικό σώμα που έστειλε ο Φίλιππος Β’ το φθινόπωρο του 337π.Χ.

Αργότερα ο Αλέξανδρος υποστήριζε παντού, για τον ίδιο λόγο, τις δημοκρατικές παρατάξεις, γιατί αυτές τον ευνούσαν, ενώ οι ολογαρχικοί ήταν Περσόφιλοι. Εξάλλου ο ίδιος διακήρυττε πως πήγαινε «να ανατρέψει τις ολιγαρχίες, να αποκαταστήσει τη δημοκρατία και να επαναφέρει στις ελληνικές πόλεις τους παλαιούς τους νόμους».

Ένας ακόμη λόγος για να δυσανασχετούν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν η υποχρέωσή τους να πληρώνουν φόρους στο περσικό κράτος και να δίνουν στρατό ή πλοία. Από τα 400 που διέθεταν οι Πέρσες κατά την εκστρατεία του Αλέξανδρου τα 100 ήταν από την Ιωνία.

Το αγροτικό σύστημα που επικρατούσε στη Μικρά Ασία κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα συνοψίζεται ως εξής: οι ελληνικές πόλεις εκχωρούσαν την ύπαιθρο χώρα που τους ανήκε στους ιθαγενείς κατοίκους της περιοχής. Από αυτούς άλλοι ήταν δουλοπάροικοι και άλλοι διατηρούσαν κληρονομικά τη γη, πληρώνοντας φόρο στην πόλη. Αυτοί ζούσαν σε χωριά, ορισμένα πό τα οποία μάλιστα είχαν συμπήξει τοπικές ενώσεις.

Όλη η υπόλοιπη γη πέρα από τα όρια του ζωτικού χώρου των πόλεων, ανήκε στον Μεγάλο Βασιλέα, που σε ορισμένες περιπτώσεις την εκχωρούσε σε μεγάλους γαιοκτήμονες, οι οποίοι ζούσαν σε φρούρια, που βρίσκονταν σε επίκαιρα σημεία των γαιών τους, κυβερνώντας ο καθένας την περιοχή του. Την γη την καλλιεργούσαν και πάλι ιθαγενείς, πάντοτε ως δουλοπάροικοι. Γι’ αυτούς το ελληνικό σύστημα ήταν σχετικά πιο ελαστικό και έτσι έσπευδαν να κατοικήσουν στις πόλεις που ίδρυσε αργότερα ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους