Το πάνθεο των Ίνκας, ανιμιστικού χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα πλούσιο και περιελάμβανε πρωτεύουσες θεότητες που είχαν ενωθεί με άλλες δευτερεύουσες. Οι βασικές θεότητες ήταν: η Πατσαμάμα, η Μητέρα Γη, ο Βιρακότσα, δημιουργός της Γης, του Ήλιου, της Σελήνης και όλων των αστεριών και έμβιων όντων, ο Ίντι, ο θεός του ήλιου, η Μάμα-Κίγια, η Μητέρα Σελήνη, σύζυγος του Ίντι, ο Άπου Γιάπα, θεός της βροχής, η Μαμακότσα, θεά της θάλασσας.
Οι θρησκευτικές αντιλήψεις μπορούν να θεωρηθούν καρπός συγχώνευσης των αντιλήψεων των πολιτισμών που υποδούλωσαν, κυρίως των Τιαουανάκο, των Μότσε και των Τσιμού. Οι Ίνκας έδιναν μεγάλη σημασία στην εναρμόνιση του ανθρώπου με τη φύση, την οποία αντιλαμβάνονταν ως μία οντότητα διαποτισμένη με ιερότητα, άρα και ως ένα αντικείμενο λατρείας. Από αυτό προκύπτει και η προσπάθεια τους να αποφύγουν την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πηγών και η συνήθεια τους να ζητούν από τους θεούς άδεια προκειμένου να επωφεληθούν από τα πολύτιμα αγαθά τους.
Οι Ίνκας θεωρούσαν ιερούς τόπους τα βουνά, τους λόφους, τις πηγές, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα φυτά, τις πέτρες. Πίστευαν επίσης στα πνεύματα. Οι τελετουργίες των Ίνκας ήταν μεγαλοπρεπείς, κυρίως όσες γίνονταν προς τιμήν των μεγαλύτερων θεοτήτων. Οι τελετές αυτές, στην περίπτωση του Ίντι, είχαν μια αιματηρή πλευρά: η μεγαλύτερη γιορτή του θεού (Ίντι Ράιμι) συνέπιπτε με την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου και ορισμένες φορές θυσιάζονταν προς τιμήν του παιδιά και των δύο φύλων, ηλικίας μεταξύ 8 και 14 ετών.
Οι βασικές θρησκευτικές γιορτές των Ίνκας είχαν την βάση τους στους κύκλους του Ήλιου και της Σελήνης. Στη λατρεία προΐσταντο διάφοροι ιερουργοί με επικεφαλής ένα ανώτατο ιερέα. Ο ανώτατος ιερέας αναφερόταν μόνο στον «σάπα Ίνκας», του οποίου ήταν συνήθως αδελφός ή πολύ κοντινός συγγενής, ενώ εκλεγόταν απευθείας από αυτόν και διατηρούσε το αξίωμα του διά βίου, με τη σειρά του, επέλεγε ο ίδιος τους κατώτερους θρησκευτικούς λειτουργούς.
Οι ιερείς των πιο σημαντικών θεοτήτων και οι επικεφαλής των μεγάλων ενοριών ήταν όλοι ευγενικής καταγωγής. Οι απλοί ιερείς ανήκαν στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και είχαν την ευθύνη των τοπικών ναών και των χώρων λατρείας γενικότερα. Τα καθήκοντα του ιερέα ήταν περιορισμένα στην τέλεση των ιερουργιών στους ναούς και συνίσταντο στο σεβασμό των γιορτών, των θρησκευτικών τελετών και των κανόνων της εγκράτειας. Με την επίβλεψη των ναών ήταν επιφορτισμένοι και οι μοναχοί ή οι μοναχές, που έπρεπε να διάγουν αυστηρό βίο, με ποινή θανάτου σε περίπτωση παρέκκλισης.
Στους Ίνκας υπήρχε και μία επιπλέον τάξη γυναικών, οι άκλας, δηλαδή Παρθένες του Ήλιου, οι οποίες είχαν επιλεγεί για να γίνουν σύζυγοι του «σάπα Ίνκας». Οι άκλας υπηρετούσαν στο ναό ή ένα ιερό και αναλάμβαναν οι ίδιες χρέη παιδαγωγού για τις Παρθένες που θα επιλέγονταν στη συνέχεια.
Η θρησκεία βρισκόταν στο κέντρο της πολιτικής των Ίνκας. Το κράτος τους ήταν θεοκρατικό και ο θεός ήλιος θεωρούνταν ο πατέρας της βασιλικής δυναστείας, ιδρυτής και καθοδηγητής της αυτοκρατορίας. Οι ναοί που δέσποζαν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της χώρας. Ο πιο σημαντικός ήταν εκείνος του Κούσκο, ο οποίος είχε γίνει σύμβολο τεράστιου πλούτου και δύναμης.
Στη χαμηλότερη βαθμίδα της θρησκευτικής ιεραρχίας βρίσκονταν οι μάγοι, οι οποίοι ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας. Ασκούσαν μαύρη μαγεία επικαλούμενοι την δύναμη των πνευμάτων και λαμβάνοντας από αυτά σήματα. Στις τελετουργίες τους, που συνδέονταν με τη λατρεία της φύσης, θυσίαζαν ζωντανά ζώα.
Οι θυσίες ήταν σημαντικό κομμάτι των γιορτών και των θρησκευτικών τελετών των Ίνκας. Συνήθως θυσιάζονταν λάμα ή ινδικά χοιρίδια. Στους σημαντικότερους ναούς του βασιλείου, περιστασιακά, γίνονταν και ανθρωποθυσίες.
Ξεχωριστή σημασία στη θρησκεία των Ίνκας είχε η λατρεία των νεκρών. Οι Ίνκας πίστευαν στην ανάσταση των σωμάτων, τα οποία συντηρούσαν με τη μεγαλύτερη προσοχή. Η τεχνική που χρησιμοποιούσαν συνίστατο στην έκθεση της σορού του νεκρού στην επίδραση του ψυχρού και ιδιαίτερα ξηρού ορεινού κλίματος. Πάνω στους τάφους ανεγείρονταν τύμβοι ακανόνιστων σχημάτων, με πολυάριθμες στοές οι οποίες διασταυρώνονταν μεταξύ τους.
Οι Ίνκας πίστευαν ότι μετά τον θάνατο οι νεκροί διένυαν μία περίοδο αναμονής, στην οποία ζούσαν μια άλλη ζωή, αδιανόητη για τους ζωντανούς. Γι’ αυτό τοποθετούσαν μέσα στους τάφους τους άφθονα αγαθά, τα πλούτη που είχαν συγκεντρώσει, όταν ήταν εν ζωή, και όλα τα απαραίτητα για να συνεχίσουν τη δουλειά που έκαναν πριν πεθάνουν.
Μερικές φορές για να ξορκίσουν την αρνητική ενέργεια των νεκρών, τους ενταφίαζαν δεμένους, ή για να τους ευχαριστήσουν, τους πρόσφεραν την παρέα των συζύγων τους ή των αγαπημένων υπηρετριών τους, θυσιάζοντας τες και θάβοντας τες μαζί τους στο μνήμα. Οι Ίνκας πίστευαν ότι τη στιγμή της ανάστασης, οι κακοί θα κατέληγαν στο κέντρο τη Γης, όπου θα εξιλεώνονταν για τα κρίματά τους με πολλά χρόνια δουλειάς, ενώ οι καλοί θα ζούσαν, μια ζωή ευχάριστη, με χαρές και ανέσεις.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic