Το βιβλίο Το Νούμερο 31328 είναι ένα έργο δραματικό που προξενεί αλησμόνητη εντύπωση. Ο πόλεμος που μόλις τελείωσε του έδωσε παράξενη επικαιρότητα. Πόσο τα γεγονότα επαναλαμβάνονται, πόσο οι άνθρωποι μένουν ίδιοι, χωρισμένοι μέσα στην ταραχή της θύελλας σε θύματα και δήμιους.
Το βιβλίο αυτό ο Ηλίας Βενέζης το έζησε πριν το γράψει. Ήταν 18 χρονών το 1922 όταν κορυφώθηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που έριξε στη φωτιά και πλημμύρισε στο αίμα την Ανατολή. Οι Έλληνες έχασαν τις μικρασιατικές τους εστίες και οι ελληνικοί πληθυσμοί σύρθηκαν από τους Τούρκους στα ενδότερα για να αποτελέσουν τα «εργατικά τάγματα». Το βιβλίο αυτό είναι το βιβλίο του πόνου ή το βιβλίο της σκλαβιάς, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Ηλίας Βενέζης. Δεκατέσσερις μήνες εξαντλητική κούραση, πείνα, δίψα, αβάσταχτη ζέστη, σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια και στερήσεις.
Το Νούμερο 31328 δεν είναι απλώς μια μαρτυρία ενός ιστορικού γεγονότος ή η περιγραφή ενός πολεμικού επεισοδίου αλλά η μαρτυρία μιας ώρας του ανθρώπου, η μαρτυρία όλου του θάρρους, της ευψυχίας, της σωματικής και ηθικής καρτερίας, της αγάπης για τη ζωή, προ πάντων όμως της αλληλεγγύης των ανθρώπων που βρέθηκαν σε αυτή τη «θεωρία» του πόνου. Και από όλη αυτή τη δυστυχία αναδύεται ένα αίσθημα μεγαλείου, που δίνει στο έργο του Βενέζη το συγκλονιστικό του χαρακτήρα.
Το Νούμερο 31328
Κεφάλαιο Α’
1922. Η ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο – κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήρεμα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχτρός είχε κατέβει στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: το σάπιο εμπόρευμα – τα παιδάκια και οι γυναίκες – θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άνδρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα. Η είδηση έφερνε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ’ το Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες Χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμη.
Γι’ αυτό στην αρχή, κανένας απ’ τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά-σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σα μαζεύονταν διακόσιοι τριακόσιοι άνθρωποι, τους στέλναν με συνοδεία στο εσωτερικό. Απ’ την άλλη τα βαπόρια, αραιά-αραιά στην αρχή, ύστερα ολοένα πιο γεμάτα, άρχισαν να βιάζουνται. Σφυρίζαν. Πολλοί καπνοί. Οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν τους άνδρες τους που οι Τούρκοι τους σέρναν στο εσωτερικό της Ασίας, μα να μπαρκάρουν οι ίδιες με τα αμερικάνικα δεν το αποφάσιζαν. Μια μέρα, δυο μέρες. Φοβούνταν πως έτσι τους εγκαταλείπουν. Όμως τα βαπόρια βγάζαν πολύ καπνό. Είχαν διορία, λίγες μέρες. όποιος έμεινε, έμεινε. Σφυρίγματα, φωνές. Σιγά-σιγά η θερμή ανάσα ξαπλώθηκε, χίμηξε, αλάλιασε σε όλες τις καρδιές. Όλοι άρχισαν να βιάζουνται.
Αυτό είναι ο πανικός;
Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ. Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά, μήτε λίγο σάπιο πράμα – τίποτα.
…………………………………………………………………………………..