Ο Καποδίστριας όταν έφθασε στην Ελλάδα έθεσε σαν προτεραιότητα του το κυβερνητικό σύστημα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του, έπρεπε, όσο διαρκούσε ο πόλεμος και το Ελληνικό ζήτημα θα παρέμενε ακόμη εκκρεμές, να υπάρξει κυβερνητικό σύστημα, που να παρέχει στον Κυβερνήτη αποφασιστική αρμοδιότητα, χωρίς πολλαπλές δεσμεύεις από τα άλλα πολιτικά όργανα, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας απρόσκοπτα, όπως επέβαλλαν «αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις».

Τη μεταβολή αυτή υπαγόρευαν, κατά την εκτίμηση του Καποδίστρια και άλλοι σοβαρότεροι λόγοι: Η μεγάλη αντίδραση που γνώριζε ότι θα συναντούσε από ισχυρές, κοινωνικές και οικονομικές ομάδες, ιδίως από τους γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου και από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της Ύδρας, όταν τα μέτρα υπέρ της χώρας και του λαού θα έθιγαν κατ’ ανάγκην τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα τους. Προπάντων η ανάγκη να εμφανισθεί προς το εξωτερικό το ελληνικό πολίτευμα συντηρητικότερο, εφόσον το Ελληνικό ζήτημα βρισκόταν ακόμη υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των τριών ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που είχαν υπογράψει τη συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827.
Τις πρώτες 5 μέρες από τη άφιξη του στην Αίγινα διέθεσε ο Καποδίστριας για συνεννοήσεις. Δέχθηκε διαδοχικά τους πολιτικούς παράγοντες της χώρας, όπως και άλλους εξέχοντες άνδρες, και άκουσε τις γνώμες τους. Σε επιτροπή της Βουλής που αποτελούσαν ο πρόεδρος της Ν. Ρενιέρης και οι βουλευτές Γ. Αινιάν, Εμμ. Σπυρίδωνος και Ν. Σπηλιάδης, ανακοίνωσε με σαφήνεια τις αποφάσεις του για το κυβερνητικό σύστημα, οι οποίες τελικά έγιναν δεκτές, υπό την απειλή ότι θα αναχωρούσε από την Ελλάδα και υπό την πίεση της κοινής γνώμης.
Η μεταβολή πραγματοποιήθηκε με το ψήφισμα της Βουλής ΝΗ’ της 18ης Ιανουαρίου 1828. Με αυτό προκηρύχθηκε σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης κατά τον Απρίλιο του 1828, καθορίστηκε «προσωρινή Διοίκησις της Επικρατείας», δηλαδή το προσωρινό κυβερνητικό σύστημα, και τέλος αυτοδιαλύθηκε η Βουλή.
Κυριότερο στοιχείο της μεταβολής ήταν ότι η νομοθετική εξουσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, που θα την ασκούσε με τη βοήθεια του ειδικού 27μελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου, του «Πανελληνίου». Ένας γενικός γραμματέας, με τον τίτλο Γραμματεύς της Επικρατείας, θα προσυπόγραφε μαζί με τον Κυβερνήτη τα ψηφίσματα και την αλληλογραφία.
Το κυβερνητικό αυτό σύστημα ήταν ένα είδος Προεδρικής Δημοκρατίας, με την εξουσία του Προέδρου ενισχυμένη, προσωρινά, εξαιτίας των έκτακτων περιστάσεων. Το υπό διαμόρφωση ελληνικό κράτος ονομαζόταν «Ελληνική Πολιτεία». Η μεταβολή αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση, υπό τις υφιστάμενες τότε συνθήκες, για να εκπληρωθεί η ουσιαστική εντολή, που είχε δοθεί στον Κυβερνήτη από την Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας.
Με τη μεταβολή επιτυγχανόταν η άρση της αντίφασης που υπήρχε ανάμεσα στην απόφαση για την εκλογή του Κυβερνήτη και στην πολιτική δημοκρατία που καθιέρωσε το Σύνταγμα της Τροιζήνας. Αιρόταν επίσης η οξύτατη αντινομία ανάμεσα στην πολιτική δημοκρατία και στην κατάσταση τότε της χώρας, που κατεχόταν σε μεγάλη έκταση από τον εχθρό, και προπαντός στη θέση του λαού που βρισκόταν σε εξαθλίωση και αποδιοργάνωση, ώστε να είναι αδύνατη η γνήσια και όχι κατά παρωδία εφαρμογή της πολιτικής δημοκρατίας.
Κατά την επιλογή των προσώπων που θα γίνονταν μέλη του Πανελληνίου, ή θα καταλάμβαναν τις άλλες ανώτερες κυβερνητικές θέσεις ανέκυπτε οξύ το πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Επιβαλλόταν προσεκτικός χειρισμός των διαφόρων πολιτικών προσώπων και ομάδων, ώστε να εξασφαλισθεί η συμμετοχή τους στην εξουσία και στις ευθύνες της κυβέρνησης, αλλά και να αποτραπεί έτσι η αντίδραση τους στο έργο τους.
Υπήρχαν επίσης ισχυρές αντιθέσεις και αντιζηλίες, γεννημένες από τοπικιστικό πνεύμα. Υπήρχαν, εξάλλου σαφώς διαχωρισμένες κοινωνικές τάξεις. Υπήρχε η τάξη των προκρίτων, των «αριστοκρατών» ή «αριστοκρατικών» ή «ολιγαρχικών», κατά τις πηγές της εποχής, η τάξη δηλαδή των οικονομικά ισχυρών, που οι πολιτικοί εκπρόσωποι τους είχαν διατελέσει αρχηγοί και μέλη των έως τότε κυβερνήσεων και οι οποίοι είχαν με δυσφορία συμπράξει στην εκλογή του Κυβερνήτη από φόβο ότι θα έχαναν οριστικά την εξουσία και τα πλεονεκτήματά της. Υπήρχαν ακόμη και οι Φαναριώτες και οι λόγιοι, που χωρίς σταθερή οικονομική και κοινωνική θέση, κατά κανόνα, ζητούσαν κυρίως να χρησιμοποιηθούν στις δημόσιες υπηρεσίες.
Τελικά, ο Καποδίστριας διόρισε μέλη του Πανελληνίου άτομα που του είχαν προτείνει μυστικά, ύστερα από αίτηση του, η Αντικυβερνητική Επιτροπή, που διοικούσε τον ελεύθερο ελληνικό χώρο πριν την άφιξη του Κυβερνήτη, η Βουλή και οι αρχιερείς. Από τις αρχές Φεβρουαρίου ο Καποδίστριας προχώρησε σταδιακά στον διορισμό των νέων μελών του Πανελληνίου και τη συγκρότηση κυβερνητικών επιτροπών.
Στις 3 Φεβρουαρίου διορίστηκαν τα πρώτα μέλη του Πανελληνίου, που ήταν οι: Αναστάσιος Δεληγιάννης και Τ. Μαγγίνας για το Τμήμα Οικονομίας, οι Αν. μεταξάς και Σπ. Καλογερόπουλος για το τμήμα Εσωτερικών, Οι Μέξης και Α. Αποστόλης για το Τμήμα Πολεμικών. Στις 29 Μαρτίου οι: Γεώργιος Σταύρου, Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, Γρηγόριος Σούτσος και Ιωάννης Γεννατάς για το Τμήμα Εσωτερικών και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Βιάρος Καποδίστριας για το Τμήμα Πολεμικών. Στις 2 Φεβρουαρίου ιδρύθηκε «Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα». Στις 3 Φεβρουαρίου δημοσιεύθηκε ο Οργανισμός της Εμπορικής Ναυτιλίας, που προέβλεπε την εφαρμογή του σε όλη την Επικράτεια από την 1η Μαΐου, χωρίς όμως να εφαρμοσθεί τότε, γιατί αναβλήθηκε για την 1η Αυγούστου.
Τον Απρίλιο του 1828 ο Καποδίστριας προχώρησε στην οργάνωση της επαρχιακής διοίκησης. Στη διοικητική αυτή διαίρεση συμπεριελήφθηκαν όλες οι περιοχές που βρίσκονταν τότε υπό τον έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης. Μεταξύ αυτών και η Σάμος και ορισμένα νησιά από τα σημερινά Δωδεκάνησα.
Οι έκτακτοι επίτροποι και οι προσωρινοί διοικητές των πόλεων ήταν τα ανώτατα όργανα της κυβέρνησης για τη εφαρμογή των αποφάσεων της και την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών στις επαρχίες. Οι δημογέροντες, όργανα βασικά της τοπικής αυτοδιοίκησης, ήταν και ακραία όργανα της επαρχιακής διοίκηση. Σε αυτούς διαβιβάζουν οι έκτακτοι επίτροποι τις διαταγές της κυβερνήσεως, που επικοινωνεί έτσι διαμέσου αυτών με τους κατοίκους των επαρχιακών πόλεων και της υπαίθρου. Με τους δημογέροντες εξασφαλιζόταν η ολοκλήρωση του διοικητικού μηχανισμού χωρίς δαπάνη, σε εποχή που τα δημόσια οικονομικά ήταν πενιχρότατα.
Εξάλλου με τον θεσμό των δημογερόντων συνεχιζόταν η παράδοση του Έθνους σε ένα από τα πλέον υγιή στοιχεία της. Επιπλέον η δράση μέσα στις δημογεροντίες, πρώτα κύτταρα πολιτικής ζωής, ήταν και άσκηση για την ανάδειξη και την επιλογή πολιτικών στελεχών της χώρας.
Με πληροφορίες: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] ενώ με το Β’ ψήφισμα της ίδιας μέρας στη θέση του «Πανελληνίου» που είχε αυτοδικαίως καταργηθεί, ιδρύθηκε η […]