Το κράτος των Ίνκας

Το κράτος των Ίνκας ήταν θεοκρατικό. Ο ηγεμόνας (σάπα Ίνκας) λατρευόταν ως θεός, με εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους του. Μαζί με τη σύζυγό του (κόγια), αποτελούσε την απόλυτη αρχή της κοινωνίας των Ίνκας, στην οποία κάθε άτομο είχε ένα σαφώς καθορισμένο ρόλο.

Το κράτος των Ίνκας

Στην αμέσως επόμενη βαθμίδα βρίσκονταν οι κυβερνήτες των Τεσσάρων Τομέων του βασιλείου (άπο) που ήταν όλοι συγγενείς του βασιλιά. Αυτοί κατείχαν τα υψηότερα αξιώματα από όλους τους κρατικούς λειτουργούς. Μετά τους κυβερνήτες ακολουθούσαν οι κατώτεροι υπάλληλοι, τεχνίτες, ξυλουργοί, μεταλλουργοί και λιθοξόοι.

Στη μεγάλη μάζα του λαού ανήκαν οι απλές οικογένειες των αγροτών (πούρικ), που δούλευαν τη γη και εξέτρεφαν ζώα. Οι πούρικ ήταν οργανωμένοι σε αΐγιου, ομάδες δέκα οικογενειών που διοικούνταν από ένα σίντσι, έναν αρχηγό εκλεγμένο από την κοινότητα. Εκατό οικογένειες αποτελούσαν μια πατσάκα, με επικεφαλής έναν αγιάρ, έναν ευγενή. Χίλιες οικογένειες σχημάτιζαν μια σάγια, με υπεύθυνο ένα κουράκα, δηλαδή έναν κυβερνήτη δεύτερου ή τρίτου βαθμού. Οι αγιάρ και οι κουράκα ήταν πάντα ευγενικής καταγωγής.

Οι πολίτες είχαν πάντα την υποχρέωση να δουλεύουν στους αγρούς, να υφαίνουν τα ρούχα τους και να πληρώνουν φόρους (μίτα), από τη καταβολή των οποίων απαλλάσσονταν οι τεχνίτες, οι διοικητές και υψηλοί αξιωματούχοι. Στο κράτος των Ίνκας δεν πληρώνονταν σε χρήμα ούτε οι μισθοί ούτε οι φόροι, αλλά κάθε υπήκοος όφειλε να αποδώσει τα δύο τρίτα της σοδειάς του.

Η εργασία στις γαίες του θεού Ήλιου ήταν ένα θρησκευτικό καθήκον από το οποίο δεν εξαιρούνταν ούτε καν τα παιδιά. Μέχρι την ηλικία των πέντε έπρεπε να μάθουν από τους γονείς τους τις πιο απλές εργασίες. Τα αγόρια από 10 έως 18 ετών ασχολούνταν με την καθαριότητα, ενώ τα συνομήλικα κορίτσια αφιερώνονταν στην υφαντουργία.

Οι άνδρες στα 25 τους χρόνια, γίνονταν πολίτες με πλήρη δικαιώματα, αναλάμβαναν τα σημνατικότερα δημόσια έργα, πλήρωναν φόρους και υπηρετούσαν στον στρατό. Η κοινωνία των Ίνκας μεριμνούσε και για τους ηλικιωμένους. Όταν δεν μπορούσαν πια να εργαστούν, το κράτος τους παρείχε ένα είδος στήριξης, επιτρέποντας τους να αναλαμβάνουν ευκολότερους ρόλους, όπως αυτός του παιδαγωγού.

Εκπαίδευση

Το σημαντικότερο ρόλο στο εκπαιδευτικό σύσημα των Ίνκας είχε η οικογένεια. Οι γονείς μεγάλωναν τα παιδιά τους με αυστηρές αρχές και τα υποχρέωναν να συμμετέχουν σε πολλές από τις δραστηριότητες τους. Τα παιδιά θεωρούνταν μεγάλος πλούτος στην κοινωνία. Θήλαζαν για τρία χρόνια και βαφτίζονταν όταν γίνονταν 14 ετών. Μπαίνοντας στην εφηβεία μπορούσαν να φορέσουν το περίζωμα (σύμβολο μετάβασης στην ενηλικίωση). Τα κορίτσια ενηλικιώνονταν στα 14 χρόνια τους και λάμβαναν το τελικό τους όνομα στη διάρκεια μιας σχετικής τελετής.

Το κράτος παρείχε και σχολική εκπαίδευση, όμως τα σχολεία προορίζονταν μόνο για τους γόνους των ευγενών. Σε αυτά μελετούσαν την επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας (κέτσουα), δηλαδή μάθαιναν να γράφουν και να κάνουν αριθμητικές πράξεις, χρησιμοποιώντας ένα απλό σύστημα γραφής και ανάγνωσης (με βαμβακερά νήματα που ονομάζονταν κίπου). Στα σχολεία διδάσκονταν επίσης θρησκευτικά αλλά και πολεμικές τεχνικές, βασικές γνώσεις για τους νέους, που προορίζονταν για να γίνουν μέλη της άρχουσας τάξης.

Από τα κορίτσια στο σχολείο μπορούσαν να φοιτήσουν μόνο οι ακγιακούνα, οι οποίες μάθαιναν υφαντουργία και μαγειρική, λαμβάνοντας εκπαίδευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Από τις ακγιακούνα επιλέγονταν και οι παρθένες του Ήλιου που φύλασσαν την ιερή φωτιά του ναού, όπως οι ιερείς, και αναγνωρίζονταν ως επίσημες ερωμένες του «σάπα Ίνκας».

Δικαιοσύνη

Οι Ίνκας σέβονταν ιδιαίτερα τους κανόνες που διείπαν την κοινωνική ζωή, στο πλαίσιο της οποίας κάθε πολίτης επιτελούσε συγκεκριμένο ρόλο που τον καθιστούσε χρήσιμο στην κοινότητα. Κάθε μορφή ανυπακοής στους νόμους αντιμετωπίζονταν ως ύβρις απέναντι στην εξουσία του ηγεμόνα, ο οποίος διηύθυνε ένα κράτος που έπρεπε να εγγυάται την κάλυψη των πρωταρχικών αναγκών του ατόμου.

Η ανθρωποκτονία, η κλοπή, η βία, το ψέμα, η οκνηρία, η μοιχεία τιμωρούνταν με πολύ βαριές ποινές και μερικές φορές με την ποινή του θανάτου. Η οκνηρία θεωρούνταν αδίκημα ανάλογο με τη δική μας φοροδιαφυγή. Στην περίπτωση κλοπής εξ ανάγκης, δικαζόταν ως ηθικός αυτουργός ο κρατικός λειτουργός που είχε οδηγήσει τον δράστη σε τέτοια ενέργεια. Επιπλέον, οι ποινές ήταν πιο αυστηρές όταν το άτομο που είχε διαπράξει το αδίκημα είχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic