Το «Κοινό» συνιστά μια μορφή ομοσπονδιακής κρατικής οργάνωσης που εμφανίζεται πρώτη φορά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο κατά τον 5ο αι. π.Χ. Αποτελεί ένα συνδυασμό αμφικτονίας, συμπολιτείας και συμμαχίας, καθώς η κοινή φυλετική καταγωγή που υπαγόρευε την τέλεση της λατρείας σε κοινά ιερά αλλά και οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανάγκες υπήρξαν οι κύριοι λόγοι συγκρότησης κοινών. Κάθε πόλη που προσχωρούσε σε ένα κοινό εκχωρούσε τα δικαιώματα της εξωτερικής της υπόστασης, ως κρατικής οντότητας, στην ομοσπονδία. Το Kοινό ασκούσε την κυριαρχική του εξουσία με τις ομοσπονδιακές συνελεύσεις και τις εκκλησίες, στις οποίες είχαν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι πολίτες των τοπικών βουλών. Η βουλή ήταν το σώμα εκείνο που εξέλεγε τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του κοινού, εφάρμοζε την εξωτερική πολιτική και προάσπιζε τα συμφέροντα του συνόλου.
Το Κοινό των Βοιωτών
Το παλαιότερο πρότυπο του πολιτικού αυτού συστήματος ήταν το Κοινό των Βοιωτών, που απαντά στους αρχαίους συγγραφείς με τους όρους «έθνος», «κοινόν» ή μόνο με το εθνικό όνομα «Βοιωτοί». Το γενικό σχήμα του ομοσπονδιακού αυτού κράτους ήταν διμερές στη δομή του: στην κορυφή ήταν η κεντρική κυβέρνηση, που απαρτιζόταν από τους αντιπροσώπους των πόλεων, και στη βάση βρίσκονταν οι πόλεις. Σημαντικότατοι θεσμοί του κεντρικού κράτους ήταν: ο βοιωτάρχης (αξίωμα με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες), ο ίππαρχος και ο γραμματεύς. Υπήρχαν ακόμη: πρωτοβάθμια συνέλευση, ομοσπονδιακή βουλή, ομοσπονδιακοί νομογράφοι που κατάρτιζαν και αναθεωρούσαν τους νόμους, ομοσπονδιακό δικαστήριο, ομοσπονδιακός στρατός, ομοσπονδιακό ταμείο και ομοσπονδιακό νόμισμα με σήμα τη βοιωτική ασπίδα.
Η διαίρεση σε χωρικές περιφέρειες, παρά τις αλλαγές οι οποίες σημειώνονταν κατά καιρούς στους συσχετισμούς των επιμέρους πόλεων που εντάσσονταν σε αυτές, αποτέλεσε τη βάση της αναλογικής τους αντιπροσώπευσης στη στρατιωτική οργάνωση, την εκλογή των αξιωματούχων, των δικαστών, των βουλευτών, ακόμη και του συστήματος πληρωμής των φόρων.
Το φυλετικό κράτος των Βοιωτών προχώρησε γρήγορα, μετά την κάθοδό του και τη μόνιμη εγκατάστασή του στην πεδινή έκταση δυτικά της Κωπαΐδας, ήδη από τις αρχές του 11ου αι. π.Χ., στη διάσπαση σε πολλές αυτοδιοικούμενες περιοχές, που μετεξελίχθηκαν κατά τις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου σε πόλεις-κράτη. Σταδιακά έως τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. προχώρησε και ο συνοικισμός, δηλαδή η ενσωμάτωση μικρότερων γειτονικών οικισμών στους μεγαλύτερους και η δημιουργία οκτώ ή εννέα αυτοδιοικούμενων πόλεων-κρατών.
Σημεία σύγκλισης των βοιωτικών πόλεων υπήρξαν οι δύο θρησκευτικές αμφικτιονίες, οι οποίες είχαν τη φροντίδα της συντήρησης των ιερών και της διοργάνωσης εθνικών εορτών: ασχολούνταν με τα Παμβοιώτια, που γίνονταν στο Ιτώνιο, το πανάρχαιο ιερό της Αθηνάς Ιτωνίας στην Κορώνεια, και με τις εορτές που τελούνταν στο Ποσειδώνιο, το ιερό άλσος του Ποσειδώνος στην Ογχηστό, κοντά στην Αλίαρτο.
Όπως συμπεραίνεται από τις πληροφορίες των πηγών, έως τα Περσικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για ομοσπονδιακό βοιωτικό κράτος. Πρόκειται κυρίως για μια πολιτική και στρατιωτική ένωση πόλεων στην οποία σταδιακά η Θήβα κατέλαβε ηγεμονική θέση με το να ελέγχει μεγάλο μέρος του βοιωτικού εδάφους, να καθορίζει την εξωτερική πολιτική των Βοιωτών, να ηγείται των πολεμικών συγκρούσεων και να προσπαθεί να επιβάλει την προσχώρηση των πιο αδύναμων σε αυτήν.
Πρωταρχικός σκοπός αυτής της ένωσης, που διαφέρει από τις θρησκευτικού χαρακτήρα ενώσεις της προηγούμενης περιόδου, ήταν η σύμπηξη μιας ισχυρής αμυντικής συμμαχίας απέναντι στις επεκτατικές τάσεις των Θεσσαλών και των Αθηναίων. Η βουλή, η αλίη που λάμβανε τις αποφάσεις, συγκαλούνταν στη Θήβα, υπό την ισχύ της τελευταίας. Τον πυρήνα της πρώτης αυτής πολιτικής ένωσης αποτέλεσαν, εκτός από τη Θήβα, η Τανάγρα, η Κορώνεια και οι Θεσπιές. Η Τετρακωμία (Μυκαλησσός, Φαρές, Ελεώνας, Άρμα), η Αυλίδα, η Αλίαρτος και η Ακραιφία περιλαμβάνονταν πιθανότατα ως πόλεις-δορυφόροι. Απουσίαζαν οι Πλαταιές, που είχαν συμμαχήσει με τους Αθηναίους από το 519 π.Χ., και ο Ορχομενός, που έχοντας τη θεσσαλική υποστήριξη έμεινε ανεξάρτητος έως το 507 π.Χ. Λίγο αργότερα προσχώρησαν στην ένωση η Λεβάδεια, η Χαιρώνεια και η Υηττός.
Έως το τέλος των Περσικών πολέμων έντεκα πόλεις-κράτη συγκαταλέγονταν στα μέλη της ένωσης (Θήβα, Τανάγρα, Θεσπιές, Κορώνεια, Αλίαρτος, Ακραιφία, Τετρακωμία, Ορχομενός, Λεβάδεια, Κώπες, Χαιρώνεια). Μετά τα Περσικά και παρ’ όλη την ταπείνωση που υπέστησαν οι Βοιωτοί, κυρίως οι Θηβαίοι, από τους συνασπισμένους Έλληνες για τη φιλοπερσική στάση τους, το Κοινό δε διαλύθηκε. Η Θήβα έχασε όμως την ηγεμονία της και ο ρόλος της μειώθηκε σημαντικά, καθώς πόλεις-μέλη, όπως η Τανάγρα, που αύξησε τη χωρική της περιφέρεια έως τον Εύριπο, και ο Ορχομενός, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία αυτή για να αποστατήσουν. Το γεγονός μάλιστα ότι η Τανάγρα έκοψε αυτή την εποχή για λογαριασμό του Κοινού στατήρες (δίδραχμα) με τα δικά της αρχικά Τ-Α ή Τ-Τ στην εμπρόσθια όψη έκανε ορισμένους ερευνητές να υποστηρίξουν ότι αντικατέστησε τη Θήβα στην ηγεμονία της ένωσης.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής κυριαρχίας στη Βοιωτία (458-447 π.Χ.) το Βοιωτικό Κοινό υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Αυτό φανερώνουν και τα νομίσματα που συνεχίζουν να φέρουν το σύμβολο του Κοινού, την ασπίδα, αλλά δεν επιγράφονται με το εθνικό ΒΟΙΟ. Η θέση της Θήβας δεν ήταν κυρίαρχη. Αντίθετα, οι Πλαταιές φαίνεται ότι την εποχή αυτή προσχώρησαν στο Κοινό με ιδιαίτερα προνόμια –παρείχαν δύο βοιωτάρχες–, ενώ ίσως συμμετείχαν εν τέλει ως εκπρόσωποι των ίδιων των αθηναϊκών συμφερόντων.
Μετά τον τερματισμό της αθηναϊκής κυριαρχίας στη Βοιωτία (446 π.Χ.) η Θήβα, με τη συμμετοχή και την υποστήριξη των Ορχομενίων (Θουκυδίδης Ι 113), κέρδιζε συνεχώς έδαφος στο ανασυγκροτημένο Κοινό, που τώρα λάμβανε πλέον πρώτη φορά ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Η πρώτη βοιωτική ομοσπονδία επιβίωσε με μικρές αλλαγές επί δύο γενιές, από το 446 π.Χ. έως την Ειρήνη του Βασιλέως (387/386 π.Χ.). Όπως μας παραδίδεται από πάπυρο της αιγυπτιακής πόλης Οξυρρύγχου , στον οποίο σώζεται απόσπασμα άγνωστου αρχαίου Έλληνα ιστορικού, η βοιωτική επικράτεια χωριζόταν σε έντεκα μέρη. Η διαίρεση σε χωρικές περιφέρειες και η εκλογή αντιπροσώπων από αυτές φαίνεται πως έχει τις ρίζες της στην παλαιά θρησκευτική αμφικτιονία. Σε κάποιες περιπτώσεις μικρότερες πόλεις ενσωματώνονταν στις μεγαλύτερες, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό αντιπροσώπευσης στα συλλογικά όργανα.
Κάθε μέρος συμμετείχε στο Κοινό με ένα βοιωτάρχη, που συνιστούσε την ανώτατη ομοσπονδιακή αρχή, 60 βουλευτές, 1.000 οπλίτες και 100 ιππείς. Τα καθήκοντα των βοιωταρχών ήταν κατεξοχήν στρατιωτικά και διοικητικά και σε καμία περίπτωση δικαστικά ή νομοθετικά. Οι βοιωτάρχες ήταν υπόλογοι στην ομοσπονδιακή βουλή, που αριθμούσε συνολικά 660 μέλη. Η ομοσπονδιακή βουλή διαιρούνταν σε τέσσερα επιμέρους τμήματα, στις τοπικές βουλές, εκ των οποίων ένα τμήμα, δηλαδή 165 βουλευτές, συγκροτούσε εκ περιτροπής ένα προβουλευτικό σώμα, που επεξεργαζόταν τα σχέδια νόμων και αναλάμβανε να τα θέσει υπόψη των υπόλοιπων τμημάτων. Οι τοπικές βουλές, που δε διέφεραν στη λειτουργία τους από τις βουλές των πόλεων, συνεδρίαζαν από κοινού στην ακρόπολη της Θήβας (Καδμεία) και λάμβαναν τις τελικές αποφάσεις.
Το Κοινό των Χαλκιδέων
Το Κοινό των Χαλκιδέων (ή Ολύνθιοι ή Χαλκιδείς επί Θράκης ήταν μία ομοσπονδιακή ένωση των ευβοϊκών αποικιών της Χαλκιδικής. Η συγκρότηση του κοινού πραγματοποιήθηκε το 430 π.Χ. και καταλύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ το 348 π.Χ. μετά την κατάληψη της Ολύνθου από τους Μακεδόνες.Το 432 π.Χ. η Όλυνθος αποσπάστηκε από τη Δηλιακή συμμαχία και μαζί με γειτονικές πόλεις συγκρότησαν ομοσπονδιακή ένωση που ονομάστηκε Κοινό των Χαλκιδέων.
Η αρχική μορφή του κοινού δεν μας είναι γνωστή με ακρίβεια και αποτελεί αντικείμενο ακαδημαϊκής διαμάχης. Με την υπογραφή της Νικίειου ειρήνης μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης το κοινό παρέμεινε ουδέτερο αλλά λόγω της γειτνίασης τους με τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου αναμίχθηκαν σε συγκρούσεις. Μία από αυτές είναι και η μάχη της Σπάρτωλου μεταξύ του Κοινού των Χαλκιδέων και των Αθηναίων.
Το 393 π.Χ. ο βασιλιάς Αμύντας σύναψε συμφωνία ειρήνης με το κοινό για να στραφεί απερίσπαστος εναντίον των Ιλλυριών. Με τη συμφωνία αυτή το κοινό επεκτάθηκε και σε περιοχές εκτός Χαλκιδικής και συμπεριέλαβε στην επικράτεια του τις ευβοϊκές αποικίες της Πιερίας καθώς και την Πέλλα. Το 383 π.Χ. ο Αμύντας συνεργάστηκε με την Σπάρτη που είχε προσκληθεί από τις πόλεις Άκανθος και Απολλωνία για να αντιμετωπίσουν την πίεση που δέχονταν για να ενταχθούν στο κοινό. Η Σπάρτη κατάφερε να αποσπάσει την Ποτίδαια από το Κοινό τα επόμενα χρόνια και μετά από τριετείς συγκρούσεις υποχρέωσε τους Χαλκιδείς να διαλύσουν το Κοινό, κάτι που τελικά ήταν προσωρινό.
Τα επόμενα χρόνια το κοινό βρέθηκε να συμμετέχει στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία και κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Φιλίππου με τους Αθηναίους τάχτηκαν στο πλευρό των Αθηναίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Φίλιππος να εκστρατεύσει εναντίον της περιοχής. Το 348 π.Χ κατέλαβε και κατέστρεψε την Όλυνθο και η Χαλκιδική έγινε μέρος του Μακεδονικού Βασιλείου.
Το Κοινό των Αρκάδων
Μετά την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο, οι Αρκάδες περιορίστηκαν στην ορεινή ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Σταδιακά συνδέθηκαν σε μία χαλαρή συνομοσπονδία που περιλάμβανε όλες τις αρκαδικές πόλεις και ονομάστηκε Κοινό των Αρκάδων. Οι Αρκάδες αντιμετώπισαν με επιτυχία τον 7ο αιώνα π.Χ. την απειλή της Σπάρτης και κατάφεραν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Συμμετείχαν στους Περσικούς πολέμους στο πλευρό των Ελλήνων στέλνοντας στρατό και στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές. Στον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αρκάδες συμμάχησαν με την Σπάρτη και την Κόρινθο. Τα επόμενα χρόνια την περίοδο της ηγεμονίας της Θήβας, ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας ενίσχυσε την Αρκαδική ομοσπονδία με σκοπό οι Αρκάδες να αποτελέσουν έναν αντίπαλο πόλο στη γειτονική Σπάρτη. Τότε ίδρυσε την Μεγαλόπολη που αποτέλεσε την νέα τους πρωτεύουσα. Τους επόμενους αιώνες η Αρκαδία εξασθένησε. Αρχικά υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Κάσσανδρου και αργότερα εντάχθηκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Οι Αρκάδες μιλούσαν την Αρκαδική ή Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, η οποία αποτελούσε την τέταρτη διάλεκτο της αρχαίας Ελλάδας, μετά την Ιωνική ή Αττική, την Δωρική και την Αιολική. Η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος θεωρείται συγγενική με την γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Αχαιοί κατά την Μυκηναϊκή περίοδο.
Οι Αρκάδες είχαν ιδρύσει πολυάριθμες πόλεις. Από αυτές οι ισχυρότερες ήταν οι πόλεις που έλεγχαν τις λίγες εύφορες κοιλάδες της ενδοχώρας της Πελοποννήσου, οι οποίες ήταν η Μαντίνεια, η Τεγέα και ο Αρκαδικός Ορχομενός. Οι υπόλοιπες πόλεις ήταν πιο ορεινές ή διέθεταν μικρότερες σε έκταση πεδιάδες. Άλλες πόλεις της Αρκαδίας ήταν η Ασέα, η Υψούντα, η Τεύθις, η Ηραία, η Παρωρία, το Θυραίο, η Νεστάνη, η Αλέα, η Λυκόσουρα, οι Τρικολώνοι, τα Τρόπαια, η Καφυά, το Παλλάντιο, ο Φενεός κ.α. Από το 370 π.Χ. και μετά πρωτεύουσα των Αρκάδων έγινε η Μεγαλόπολη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Με πληροφορίες από: Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
Με πληροφορίες από: https://el.wikipedia.org/wiki/