Το ημερολόγιο της Μεσοποταμίας

Οι πρώιμοι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας επιχείρησαν και μέτρησαν το χρόνο, χρησιμοποιώντας τα σημάδια που τους έδινε η φύση. Επινόησαν τα σεληνιακά ημερολόγια, δηλαδή εκείνα που οι μήνες τους ήταν σεληνιακοί και τα έτη τους ηλιακά. Φαίνεται ότι το ημερολόγιο της Μεσοποταμίας ήταν ένα τέχνασμα για την υποδιαίρεση της ροής του χρόνου σε μονάδες, ώστε να εξυπηρετούνται οι ανθρώπινες ανάγκες. Άρα το πρόβλημα, που οι συντάκτες του σουμερομεσοποταμιακού ημερολογίου έπρεπε να λύσουν, ήταν η ανταπόκριση των χρονικών σημείων που πρόσφερε η φύση, όπως ο κύκλος των φάσεων της Σελήνης, στις απαιτήσεις της ανθρώπινης ζωής.

Το ημερολόγιο της Μεσοποταμίας
Ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας Μελισιπάκ 2ος με τα παιδιά του, κάτω από τα σύμβολα του Ηλίου, της Σελήνης και των άστρων, σε μια ανάγλυφη παράσταση σε λίθο.

Στις συνθήκες της Μεσοποταμίας, όμως, ο χωρισμός του έτους σε δύο εποχές φαινόταν απόλυτα φυσικός. Το φυσικό έτος, δηλαδή το ηλιακό, χωριζόταν στο καλοκαίρι, που ήταν η εποχή της συγκομιδής του κριθαριού, και το χειμώνα που συμπεριλάμβανε την σημερινή εποχή του φθινοπώρου και του χειμώνα.

Κάθε μήνας του μεσοποταμιακού ημερολογίου άρχιζε την ημέρα που γινόταν για πρώτη φορά ορατή η φάση της νέας Σελήνης. ήταν μία από τις ευθύνες των αυλικών αστρονόμων και μάλιστα, από τον 8ο αιώνα, αυτοί οι ίδιοι ανακοίνωναν στους βασιλείς το φαινόμενο. Οι ονομασίες των μηνών διέφεραν από πόλη σε πόλη και ήταν δυνατόν στη ίδια σουμεριακή πόλη κάποιος μήνας να είχε διάφορες ονομασίες.

Οι Σουμέριοι από τον 27οπ.Χ. αιώνα, παράλληλα με το φυσικό έτος χρησιμοποιούσαν και τεχνητές μονάδες μέτρησης του χρόνου, που τους βοηθούσαν στη χρονολόγηση μεγαλύτερων περιόδων, όπως ήταν η χρονολόγηση σε σχέση με το χρόνο ανάληψης της εξουσίας από κάποιον άρχοντα. Στην οργανωμένη κοινωνία των Σουμέριων, η διοίκηση είχε ανάγκη από μία χρονική μονάδα που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κύκλο βασικών καλλιεργειών, από τη διανομή της νέας σοδειάς του κριθαριού ως την επόμενη συγκομιδή. Από το έτος 2400π.Χ. οι Σουμέριοι υπολόγιζαν το έτος των (12Χ30) 360 ημερών.

Το οικονομικό έτος, που χρειαζόταν το κράτος, άρχιζε περίπου δύο μήνες μετά το θερισμό του κριθαριού. Κάποιες χρονιές και για διάφορες σκοπιμότητες, όμως, το έτος άρχιζε πριν ή ταυτόχρονα με τη συγκομιδή. Οι πιο πάνω διακυμάνσεις είχαν ως αποτέλεσμα την άνιση διάρκεια διαφόρων ετών, που σήμερα ακόμη δυσχεραίνει τη χρονολόγηση γραπτών σουμερικών μνημείων. Ο τρόπος αυτός ορισμού του χρόνου εφαρμόστηκε μέχρι τον 17οπ.Χ. αιώνα και αντικαταστάθηκε με την καθιέρωση των βασιλικών ετών, που άρχιζαν πάντοτε την εποχή συγκομιδής του κριθαριού.

Τα σουμερικά έτη ήταν επώνυμα. Έπαιρνα το όνομα τους από τα σπουδαία γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια τους, όπως ήταν η έκβαση κάποιας βασιλικής επιχείρησης ή η ολοκλήρωση κάποιου μεγάλου έργου. Μέχρι να δοθεί η ονομασία σε κάποιο έτος αυτό ονομαζόταν με την ονομασία του προηγούμενου έτους. Οι Ασσύριοι, όμως, μέχρι το τέλος της κυριαρχίας τους, εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν τα έτη με το όνομα του εκάστοτε ανώτερου άρχοντα, του λίμου, και ο κλήρος της ετήσιας εκλογής του είχε γραμμένο πάνω του το όνομα του έτους μαζί με την ευχή: «Είθε (ο θεός) να ευλογήσει τη συγκομιδή της Ασσυρίας, κατά το έτος του λίμου (τάδε)…»

Κατά τον 18ο π.Χ. αιώνα οι Βαβυλώνιοι αποδέχθηκαν την ιδέα του σουμερικού ημερολογίου και προχώρησαν πιο πέρα, θεσπίζοντας ένα τυποποιημένο σεληνοηλιακό έτος, βασισμένο στο ημερολόγιο της ιερής σουμερικής πόλης Νιπούρ, που άρχιζε κάθε άνοιξη την 1η του μήνα Νισάνου. Από τον 17ο .Χ. αιώνα, στη χρονολόγηση επικράτησε η αρίθμηση των ετών με βάση το έτος ενθρόνισης του κάθε βασιλιά. Αυτό το διάδοχο του σουμερικού ημερολόγιο θα γίνει η βάση όλων των ημερολογίων της περιοχής, εν μέρει μέχρι και σήμερα.

Για να εναρμονιστεί το σεληνιακό έτος που έχει 354 μέρες με το ηλιακό έτος που έχει περίπου 365 μέρες, εφευρέθηκε η έννοια του εμβόλιμου μήνα. Ο εμβόλιμος μήνας, ίτι ντίριγκ, είναι γνωστός από τα κείμενα του 21ου π.Χ. αιώνα. Αρχικά η παρεμβολή γινόταν κατά τρόπο τυχαίο, ανάλογα με τις πραγματικές η φανταστικές ανάγκες, ενώ επίσης κάθε σουμερική πόλη, την πραγματοποιούσε όπως και όποτε ήθελε. Αργότερα την ευλύνη της παρέμβασης την ανέλαβε η δημόσια διοίκηση και από το 541π..Χ αυτή γινόταν με βασιλικό διάταγμα.

Η πρόοδος που συντελέστηκε στην αστρονομία έκανε τελικά δυνατή την ομαλοποίηση του ημερολογίου με την εισαγωγή σε περισσότερα έτη εμβόλιμων μηνών. Περί το 380π.Χ. επιτεύχθηκε ένας σχεδόν τέλειος υπολογισμός σύμπτωσης σεληνοηλιακών κύκλων, έτσι που η πρώτη του μηνός Νισάνου, πρώτη μέρα του έτους, παλινδρομούσε 27 μέρες πριν και μετά την εαρινή ισημερία, περίπου αντίστοιχα με το χριστιανικό Πάσχα.

Οι ονομασίες των βαβυλωνιακών μηνών: Νισάνου (Nisanu), Αγιάρου (Ayaru), Σιμάνου (Simanu), Ντου Ούζου (Du uzu), Αμπού (Abu), Ουλούλου (Ululu), Τασρίτου (Tashritu), Αραχσάμνα (Arakhsamna), Κισλίμου (Kislimu), Τεμπέτου (Tebetu), Σαμπάτου (Shabatu), Αντάρου Adaru).

Οι Πέρσες μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας υιοθέτησαν το ημερολόγιο της Μεσοποταμίας και το επέβαλαν στη διοίκηση ολόκληρης της αυτοκρατορίας τους, από τον Νείλο ως τον Ινδό. Οι Σελευκίδες διατήρησαν, επίσης, το βαβυλωνιακό ημερολόγιο, όπως αργότερα οι Πάρθοι κυβερνήτες του Ιράν. Ακόμη το βαβυλωνιακό ημερολόγιο θα γίνει η βάση του εβραϊκού θρησκευτικού ημερολογίου. Σήμερα, από το ημερολόγιο της Μεσοποταμίας βρίσκονται σε χρήση οι ονομασίες των μηνών του στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας.

Please follow and like us:
error
fb-share-icon

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)