Ο όρος γένος θα μας δώσει τη σαφέστατη εικόνα της αιχμής προς την οποία πορεύεται ο Ελληνισμός μέσα από τη διδασκαλία των φώτων, του διαφωτισμού. Ο όρος γένος είναι παραδοσιακός. Πρόκειται πάντα για κάποιο προσδιοριζόμενο γένος. Ύστερα στενεύει και όλο και περισσότερο παίρνει περιεχόμενο που ανάγεται σε εθνικά και συλλογικά σώματα. Μετά την Άλωση έχουμε συχνές χρήσεις εμπλουτισμένες με συναισθηματικό περιεχόμενο, Από το Γένος των Ελλήνων, το ημέτερον γένος, περνάμε στο δυστυχές ημών γένος.
Και έρχεται μια στιγμή όπου το γένος εμφανίζεται χωρίς κανένα προσδιορισμό και με βαριά συναισθηματική φόρτιση: είναι το γένος μόνο, το κατεξοχήν γένος. Η στιγμή αυτή ανήκει στην εποχή του Διαφωτισμού και είναι στενά σχετισμένη με την έννοια των προγόνων. Στον Καταρτζή, η λέξη γένος είναι ακριβώς επάλληλη με την λέξη έθνος. Όμως, από εκείνον στον Κοραή, η μεταβολή του κλίματος είναι αισθητή. Ο Κοδρικάς προσεκτικός πάντοτε στις λεπτομέρειες, το παρατηρεί. Αλλά δεν βλέπει το άνοιγμα του Κοραή προς τον συναισθηματικό κόσμο, προς το πάθος, αλλά διακρίνει το φαινόμενο με ακρίβεια. Ο Κοδρικάς δεν βλέπει ότι ο Κοραής έρχεται ύστερα από άλλους στη χρήση του όρου χωρίς κανένα προσδιορισμό, αλλά στη χρήση αυτή στηρίζεται για να τοποθετήσει το ζήτημα σε επίπεδο πολιτικό και κοινωνικό.
Πράγματι: η ιδέα του γένους έχει αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις μέσα στη ελληνική συνείδηση, ώστε οποιοσδήποτε προσδιορισμός να την ειδικεύει, και, συνεπώς, να ελαττώνει τη σημασία της: δεν είναι πια το γένος μας, δεν είναι το γένος των Ελλήνων, είναι το γένος, αυτό που ούτε χρειάζεται ούτε επιδέχεται προσδιορισμό, το Γένος.
Οι οπαδοί το Διαφωτισμού και οι αντίπαλοι του θα χρησιμοποιήσουν αυτόν τον όρο. Μια σημασιολογική άνωση παρατηρείται εκείνα τα χρόνια: γένος είναι ο όρος που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα κείμενα για να αποδοθεί η ιταλική λέξη, «nazione», η γαλλική «nation», δηλαδή εθνική κοινότητα μέσα σε μια ξένη πολιτεία. Είναι η nazione των Ολλανδών στη Σμύρνη, η nazione των Ελλήνων στη Βενετία.
Διδάσκαλος του γένους είναι ο διορισμένος διδάσκαλος από την κατά τόπους κοινότητα, για να διδάξει τα Ρωμιόπουλα. Όταν ο όρος προάγεται συναισθηματικά, προάγεται συνάμα και η έννοια του διδασκάλου του γένους. Ώσπου, προς το τέλος της περιόδου του Διαφωτισμού, ο Διδάσκαλος του Γένους έχει γίνει το αντίστοιχο με ό,τι λίγα χρόνια αργότερα, θα είναι ο Απόστολος του Ελληνισμού ή ο Εθνικός Ποιητής. Ο Διδάσκαλος δεν είναι ο μερικός διδάσκαλος σε μια κοινότητα, αλλά ο γενικός διδάσκαλος, ο διδάσκαλος της φυλής. Ο τελευταίος με την προσωπικότητα του, με τον ιερό του ενθουσιασμό, με τη σοφία του και την αρετή του, φωτίζει και θερμαίνει το γένος ολόκληρο.
Με πληροφορίες από: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html