Η περιπέτεια του Τζαγιαβαρμάν Β’, που είχε στόχο να εδραιώσει το βασίλειο των Χμερ, διήρκεσε 12 χρόνια. Αυτά πέρασαν με συνεχείς μάχες προκειμένου να προσαρτήσει μικρά αλλά σημαντικά πριγκιπάτα των Χμερ και με την ίδρυση πρωτευουσών, μέχρι που αποφάσισε να σταματήσει στη Χαριχαραλάγια, στην αρδευόμενη πεδιάδα βόρεια της Τονλέ Σαπ, στη σημερινή περιοχή Ρόλουος. Τα αίτια αυτών των μετακινήσεων εντοπίζονται στη συνεχή αναζήτηση καλλιεργημένων εδαφών, τα οποία θα μπορούσαν να τα υπερασπιστούν ευκολότερα. Επιπλέον, οι προσωρινές πρωτεύουσες ανεγέρθηκαν σε τοποθεσίες όπου υπήρχαν ίχνη αρχαίων οικισμών, μέχρι την επιλογή της τελικής πρωτεύουσας το 802.

Τζαγιαβαρμάν
Στη διάρκεια μιας τελετής, στην οποία παρευρέθηκαν επιφανείς βραχμάνοι, στην Πνομ Κουλέν, ο Τζαγιαβαρμάν εστέφθη για δεύτερη φορά βασιλιάς, παίρνοντας τον ινδουιστικό τίτλο τσακραβαρτίν (καθολικός μονάρχης). Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, διέταξε την οικοδόμηση ενός ναού αφιερωμένου στον Σίβα, άρχοντα του ασκητισμού που ενισχύει τη δύναμη της δημιουργίας και της καταστροφής στον κόσμο.
Παρά το θρησκευτικό στοιχείο, αυτό το γεγονός είχε κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα. Ο Τζαγιαβαρμάν (από το τζάγια=νικητής και βαρμάν=προστάτης) αναπτύχθηκε βασιλιάς όλων των Χμερ, σύμφωνα με τη θεωρία που είχε διατυπωθεί στην Ιάβα και αναφερόταν στον ντεβαράτζα, δηλαδή στο θεό-βασιλιά, και ανήγε τον Σίβα σε θεότητα που προστάτευε τη δυναστεία και την αυτοκρατορία. Ως εκ τούτου, η έννοια του θεού-βασιλιά, καθώς και άλλα θρησκευτικά στοιχεία του ινδουισμού, αποτέλεσαν τη βάση μιας στρατηγικής και εξασφάλισαν τον απόλυτο σεβασμό στον μονάρχη, ενώ συνέβαλαν στην εδραίωση του πολιτισμού των Χμερ.
Η διορατικότητα αυτού του βασιλιά επιβεβαιώθηκε και από την επιλογή της περιοχής όπου ιδρύθηκε η πρωτεύουσα αλλά και από το μεταγενέστερο ναϊκό συγκρότημα του Μαχεντραπαρβάτα.
Οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι των Χμερ βρίσκονταν στο νότο και στην ανατολή, και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να πλησιάσουν την καινούργια πρωτεύουσα, που ήταν χτισμένη σε μια απομακρυσμένη περιοχή, προστατευμένη από την πλούσια βλάστηση και προσβάσιμη μόνο μέσω υδάτινων οδών. Επρόκειτο για μια σπουδαία στρατηγική και θεωρείται ότι οι Χμερ στη διάρκεια της αυτοκρατορίας τους, πριν από την πτώση, έχασαν μόνο μία μάχη εναντίον των Τσαμ το 1177.
Μετά το 802 ο Τζαγιαβαρμάν ξεκίνησε μια σειρά εκστρατειών, κυρίως εναντίον των περιοχών που ανήκαν στην Τσένλα, με στόχο να διευρύνει τα όρια του βασιλείου του και να το ισχυροποιήσει. Τα κατακτημένα εδάφη προσαρτιόταν στο βασίλειο με το όνομα Καμπούτζα – «η γη των παιδιών του Καμπού». Ο θάνατος μιας προσωπικότητας όπως ο Τζαγιαβαρμάν Β’ το 850 δεν μπορούσε παρά να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας δυναστικής κρίσης που εντάθηκε στο πέρασμα των χρόνων.
Η απαθανάτιση της βασιλικής εξουσίας πάνω στη πέτρα ήταν μια συνήθεια που χαρακτήριζε την αυτοκρατορία των Χμερ από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της. Έπειτα από μερικά χρόνια αβεβαιότητας, που δεν μπορούσαν να αποφευχθούν εξαιτίας του θανάτου του Τζαγιαβαρμάν Β, στο βασίλειο του γιου του, Τζαγιαβαρμάν Γ’, επικράτησαν ειρήνη και σταθερότητα, κάτι ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή.
Από τις πηγές πληροφορούμαστε ότι εκείνος ξεκίνησε την οικοδόμηση των ιερών κτιρίων που σήμερα είναι το σύμβολο της Χαριχαραλάγια. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι αυστηρής τεχνοτροπίας ναοί Πρασάτ Κοκ Πο και Πρασάτ Πρέι Μόντι, καθώς και ο σαφώς επηρεασμένος από την αρχαϊκή εποχή Πνομ Κουλέν. Το μεταθανάτιο όνομά του, Βισνουλόκα, φανερώνει την αφοσίωση του στον Βισνού.
Στο Πρασάτ Κοκ Πο σώζονται μέχρι σήμερα δύο πύργοι, στο κέντρο ενός οικοδομικού συγκροτήματος που περιστοιχίζεται από ένα όρυγμα. Τα περιστύλια είναι διακοσμημένα με εικόνες του Βισνού και του γυπαετού Γκαρούντα και του οχήματος του (βαχάνα). Οι τρεις πύργοι από οπτόπλινθους είναι ό,τι έχει απομείνει από το Πρασάτ Πρέι Μόντι: είναι σχεδόν ερειπωμένοι και τους πνίγει η πυκνή βλάστηση. Μεταξύ των εξαιρετικών αναγλύφων που διακρίνονται ακόμα σε ένα περιστύλιο ξεχωρίζει ο Ίντρα, ινδοευρωπαϊκή θεότητα του κεραυνού και βασιλιάς των θεών.
Ιντραβαρμάν
Μεταξύ του 877 και του 889 ο Ιντραβαρμάν (δυναστικό όνομα Ισβαραλόκα που σημαίνει «αυτός που είναι φίλος του θεού), ο οποίος ενδεχομένως ήταν εγγονός κάποιας από τις συζύγους του Τζαγιαβαρμάν Β’, και ίσως καταγόταν από τη Φουνάν, αποφάσισε να διευρύνει τα όρια της μικρής Χαριχαλάγια, η αρχιτεκτονική της οποίας είναι αντιπροσωπευτική της κλασικής περιόδου.
Ταυτόχρονα, ο Ιντραβαρμάν ξεκίνησε την ανέγερση μιας ιερής πόλης στη σημερινή περιοχή της Άνγκορ, σε συνδυασμό με την κατασκευή ενός αρδευτικού δικτύου για τον έλεγχο των υδάτων. Πιθανότατα, στη βάση αυτού του φιλόδοξου σχεδίου βρισκόταν η ανάγκη να δημιουργήσει ένα διευρυμένο, ενωμένο και σχετικά ειρηνικό βασίλειο ώστε να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες των μοναρχών του.
Σε αυτόν τον βασιλιά οφείλεται το υδραγωγείο μπαρέι, κοντά στην πρωτεύουσα που ονομάστηκε Ιντρατατάκα (Θάλασσα του Ίντρα). Το έργο ξεκίνησε αμέσως μετά την ενθρόνισή του. Η τεράστια δεξαμενή ύψους 3.800 μέτρων και πλάτους 800 μέτρων, μπορούσε να συγκεντρώσει 7,4 εκατομμύρια κυβικά νερού, η μεγαλύτερη ποσότητα του οποίου προοριζόταν για την υδροδότηση της πόλης και την άρδευση των καλλιεργειών. Η διαχείριση των υδάτων, τόσο για γεωργικούς όσο και για τελετουργικούς λόγους, αποτέλεσε το κύριο μέσο που ο βασιλιάς είχε στη διάθεση του για να ασκεί έλεγχο στον πληθυσμό. Πρόκειται για τον επονομαζόμενο «υδραυλικό πολιτισμό», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει οι μελετητές.

Ο Ιντραβαρμάν Α’, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις κατασκευές, μαζί με την Μπακόνγκ έφτιαξε και αυτά τα τεράστια κρατικά ιερά. Η Μπακόνγκ είναι μια βαθμιδωτή πυραμίδα, που περιβάλλεται από διπλά τείχη και είναι αφιερωμένη στη λατρεία του Σίβα. Δομικά είναι ο πρόδρομος του Άνγκορ Βατ και της Άνγκορ Τομ, αν και διαφοροποιείται στα υλικά κατασκευής. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην Μπακόνγκ είναι ανομοιογενή: πέτρα, τούβλο και ξύλο. Συμβολίζει το όρος Μερού, όπου, σύμφωνα με την ινδική μυθολογία, κατοικούσαν οι θεοί. Ο κεντρικός πύργος καλύπτεται από ψαμμίτη προερχόμενο από την Πνομ Κουλέν, ενώ οι οκτώ πυργίσκοι που τον περιβάλλουν είναι φτιαγμένοι από τούβλα και διακοσμημένοι από γυψομάρμαρο.
Το τελευταίο πέτρινο τμήμα του κεντρικού Μερού είναι μάλλον μεταγενέστερη ανακατασκευή που προοριζόταν – όπως και η αρχική – να φιλοξενήσει ένα λίγκα, φαλλική αναπαράσταση του Σίβα, σύμβολο της δημιουργικής δύναμης του.
Η κύρια είσοδος του συγκροτήματος βρίσκεται ανατολικά, καθώς σε αυτό το σημείο πιστευόταν ότι εμφανίζονταν οι θεοί προστάτες του μονάρχη. Η Μπακόνγκ, η οποία θεωρείται ότι κάποια εποχή βρισκόταν στο κέντρο μιας σειράς μικρότερων κτιρίων, σήμερα έχει θέα σε ένα σχολείο και σε κάποια ιερά κτίρια που ανήκουν σε μια κοινότητα βουδιστών μοναχών.
Στην Μπακόνγκ ο Ιντραβαρμάν, εξαιτίας του δυισμού, που κυριάρχησε τους αιώνες που ακολούθησαν, θέλησε να εντάξει ακόμα ένα κτίριο, αφιερωμένο στη λατρεία των προγόνων του. Επρόκειτο για το ταπεινό Πρέα Κο, στη περίμετρο του οποίου εικάζεται ότι βρισκόταν και το ξύλινο ανάκτορο του Ιντραβαρμάν. Το Πρέα Κο («ιερός ταύρος») πήρε το όνομά του από το ζώο που χρησιμοποιούσε ο Σίβα, τον ταύρο Ναντίν, ο οποίος βρίσκεται στο περίβολο. Το 880 το Πρέα Κο τοποθετήθηκε σε μια βάση από λατερίτη, υλικό που υπήρχε σε αφθονία αλλά ήταν αρκετά εύθραυστο και αφιερώθηκε στο μονάρχη, στους γονείς του, στους προγόνους από την πλευρά της μητέρας, στον Τζαγιαβαρμάν Β’ και στη σύζυγό του. Όλοι αυτοί αποδίδονταν με αγάλματα διαφόρων διαστάσεων του Σίβα και της συζύγου του και συμβολικά συνδέονταν με τους έξι πύργους.
Το Πρέι Κο εκτιμάται ιδιαίτερα για τα αγάλματα των φρουρών (ντβαραπάλα) και εκείνα των θηλυκών θεοτήτων (ντεβάτα), καθώς και τα περιστύλια από ψαμμίτη και τις ψευδόθυρες που κοσμούν τους πύργους – όλα όσα προσδίδουν χάρη εντάσσονται σε κατασκευές στις οποίες εναλλάσσονται οι πέτρες και τα τούβλα. Από αυτή τη λαμπρή και διευρυμένη πρωτεύουσα ο Ιντραβαρμάν επέκτεινε την εξουσία των Χμερ μέχρι το οροπέδιο Κοράτ στην Ταϊλάνδη.
Η ευημερία και η ειρήνη που επικρατούσε στο βασίλειο του τού επέτρεψαν να αξιοποιήσει όλες τις διαθέσιμες πηγές για την υλοποίηση των μεγαλόπνοων έργων. Έτσι, το περίπλοκο σύμπλεγμα καναλιών, που κατασκεύασε, αποτέλεσε το κλειδί της ευρωστίας της Άνγκορ τους επόμενους πέντε αιώνες. Η πλούσια παραγωγή ρυζιού έλυσε το πρόβλημα σίτισης του πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην ανάπτυξη του εμπορίου, δημιουργώντας πλεόνασμα, και στην εδραίωση της κυριαρχίας του μονάρχη. Επιπλέον, διέθετε συμπαγείς λίθινες βάσεις ώστε να μπορέσει να να οικοδομήσει το μύθο του στους αιώνες που ακολούθησαν.
Ωστόσο, μετά το θάνατό του ξέσπασε κρίση στη δυναστεία, ανάμεσα στους διαδόχους του: η διαμάχη, στη διάρκεια της οποίας ίσως έγιναν και ναυμαχίες στη λίμνη Τονλέ Σαπ, ολοκληρώθηκε με τη νίκη του Γιασοβαρντάνα, που τη στιγμή της ενθρόνισης το 890, περίπου έναν αιώνα μετά την ενθρόνιση του ιδρυτή της δυναστείας, πήρε το βασιλικό όνομα Γιασοβαρμάν («προστατευμένος από τη δόξα»).
Με πληροφορίες από: nationalgeographic