Τα πυρπολικά της Ελληνικής Επανάστασης

Την ιδέα της δημιουργίας πλωτών εμπρηστικών βομβών, δηλαδή πυρπολικών, με στόχο τον εμπρησμό εχθρικών πολεμικών πλοίων, φαίνεται ότι πρώτοι, που την υλοποίησαν στη νεότερη εποχή, είναι οι Ολλανδοί, όταν στις αρχές του 17ου αιώνα κατά τη ναυμαχία των Ντάουνς (Downs), στα ανοιχτά της Δουκέρνης, καταναυμάχησαν έναν πολυπληθή αλλά δυσκίνητο ισπανικό στόλο. Σε εξαιρετικά επιδέξιους όμως κατασκευαστές και χειριστές του τρομερού αυτού όπλου, εξελίχθηκαν οι Έλληνες ναυτικοί κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Τα πυρπολικά του ελληνικού στόλου έγιναν πραγματικός εφιάλτης των κυβερνητών των μεγάλων οθωμανικών πλοίων, τα οποία στην ουσία ήταν πλωτά φρούρια.

Τα πυρπολικά
Ο Ι. Τομπάζης πυρπολεί την τουρκική ναυαρχίδα

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ορλάνδο, την ιδέα για τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού πυρπολικού στη δυτική Ελλάδα είχε ο Σπετσιώτης θαλασσοπόρος Γεώργιος Μυργιαλής, ενώ στην ανατολική Ελλάδα τα πρώτα πυρπολικά δημιούργησε ο Ιωάννης Δημουλίτσας, γνωστός με το προσωνύμιο Πατατούκος. Η ιδέα του Γεωργίου Μυργιαλή είχε οικτρή αποτυχία αφού το πυρπολικά του απέτυχε το σκοπό του και κάηκε άσκοπα. Αντίθετα, τα πυρπολικά του Πατατούκου είχαν καλύτερη τύχη και ένα από αυτά στα τέλη Μαΐου 1821 κατέκαψε στην Ερεσό της Λέσβου ένα μεγάλο οθωμανικό δίκροτο εντυπωσιάζοντας με το απόλυτα καταστρεπτικό του αποτέλεσμα Έλληνες και Οθωμανούς. Έκτοτε, τα πυρπολικά ή «μπουρλότα», όπως συνήθιζαν να τα αποκαλούν οι Έλληνες ναυτικοί, μεταβλήθηκαν στο κύριο επιθετικό όπλο του ελληνικού στόλου κατά του αντίστοιχου οθωμανικού.

Τους πλοιάρχους των πυρπολικών τους επέλεγαν οι κοινότητες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών. Αυτοί συγκροτούσαν τα πληρώματα τους από τους ικανότερους και τολμηρότερους Έλληνες ναυτικούς. Ήταν όλοι τους εθελοντές σε αυτήν την εξαιρετικά επικίνδυνη υπηρεσία. Συνολικά οι τολμηροί αυτοί ναυτικοί ήταν λιγότεροι από 500. Τα πυρπολικά κατά τις επιθέσεις τους στα εχθρικά πλοία, πάντα ακολουθούσαν πλοία συνοδείας για τη διάσωση των πληρωμάτων.

Η τακτική των πυρπολικών ήταν απλή. Είτε έκαναν νυχτερινές επιθέσεις σε μεγάλα αγκυροβολημένα εχθρικά πλοία των Οθωμανών, είτε στις ναυμαχίες έφερναν σε ευνοϊκή θέση, σε σχέση με τον εχθρικό στόλο, το πυρπολικό τους και στη συνέχεια επέλεγαν στο στόχο τους μεταξύ των μεγαλύτερων πολεμικών πλοίων του εχθρού.

Με κατάλληλους χειρισμούς και ουριοδρομία προσπαθούσαν να αποφύγουν τα πυρά των αντιπάλων και να αγκιστρώσουν γερά το πυρπολικό τους πάνω στο πλοίο-θήραμα. Οι Οθωμανοί ναύτες προσπαθούσαν να τους απωθήσουν με καταιγισμό βλημάτων κάθε είδους πυροβόλων ή με βάρκες που έστελναν εναντίον τους και οι οποίες με γάντζους, που έριχναν στο πυρπολικό, προσπαθούσαν να το σύρουν με σχοινιά μακριά από το στόχο τους.

Όταν οι ναύτες στερέωναν γερά το πυρπολικό τους πάνω στο εχθρικό πλοίο και το πυροδοτούσαν τα πληρώματα έφευγαν με τη σκαμπαβία που είχαν δεμένη στα πλευρά του πυρπολικού τους, ακολουθούμενα πολλές φόρες από εχθρικές βάρκες. Συχνά οι πυρπολητές μέχρι να μπουν κάτω από την προστασία του πλοίου συνοδείας, έδιναν πραγματικές μάχες με τα πληρώματα των εχθρικών πλοιαρίων που τους ακολουθούσαν. Για το λόγο αυτό, οι σκαμπαβίες, όχι σπάνια, ήταν εξοπλισμένες και με ένα κανόνι.

Όταν οι πυρπολητές πετύχαιναν την αποστολή τους, οι φλόγες από το «μπουρλότο» τύλιγαν το εχθρικό πλοίο, ενώ τα εμπρηστικά βλήματα από τα «βουτσιά» (βαρέλια) έπεφταν σαν πύρινη βροχή πάνω στα ξάρτια και το κατάστρωμα του. Οι φλόγες από τις «τρούμπες» (κορμοί δέντρων με κοίλωμα όπου μέσα τοποθετούσαν εμπρηστική ύλη) τύλιγαν το ξύλινο σώμα του πλοίου και οι καπνοί από τα καιόμενα ξύλα και κάθε είδους αντικείμενα έκοβαν την ανάσα και τύφλωναν τα πληρώματα, τους πεζοναύτες και τους στρατιώτες που επέβαιναν στο πυρπολούμενο πλοίο. Οι εκρήξεις από το «μπουρλότο» αλλά και από τα πυρομαχικά του πλοίου-θηράματος προκαλούσαν τρόμο και στη συνέχεια, μέχρι παραφροσύνης, πανικό σε όλους τους επιβάτες του. Όταν τελικά οι φλόγες έφταναν στην αποθήκη πυρομαχικών του, ακολουθούσε μια ισχυρότατη έκρηξη και τα πάντα, κατακερματισμένα, τινάζονταν στον αέρα.

Σε πυρπολικά οι Έλληνες μετασκεύαζαν πλοία που αιχμαλώτιζαν και κρατούσαν ως λεία πολέμου, αλλά και παλιά, μικρά, ευέλικτα και ευκολοκυβέρνητα ελληνικά πλοία, τα οποία κυρίως οι ναυτικές κοινότητες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών αγόραζαν από τους πλοιοκτήτες τους είτε με χρήματα είτε με ομόλογα.

Η αξία ενός παλιού ιστιοφόρου για τη μετατροπή του σε πυρπολικό κυμαινόταν ανάμεσα σε 30.000 και 100.000 γρόσια. Η προετοιμασία και η μετασκευή ενός πλοίου σε πυρπολικό ήταν πραγματικά επίπονη εργασία που απαιτούσε ειδικές γνώσεις και δεξιοτεχνία.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

    Αφήστε μια απάντηση

    Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *