Τα Νεκυομαντεία είναι τα πιο γοητευτικά από τα ελληνικά μαντεία, αλλά και τα πιο απόμακρα. Πράγμα ασυνήθιστο για τα ελληνικά μαντεία, δεν χρηματοδοτούνταν τακτικά ούτε ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις, ούτε υποστηρίζονταν από προσοδοφόρα ιερά. Ενώ το μαντείο των Δελφών μας έχει αφήσει πολλές επιγραφές, από τις οποίες μπορεί να ανασυσταθεί η ιστορία του, είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε μια επιγραφή δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιοδήποτε νεκυομαντείο. Αυτό σημαίνει ότι οι ακριβείς θέσεις τους είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με βεβαιότητα. Συνεπώς εξαρτιόμαστε για την κατανόηση των μαντείων αυτών κυρίως από το πιο ευφάνταστο είδος λογοτεχνίας: την επική και την τραγική ποίηση, που πλάθονται παράλληλα με την πορεία του μύθου μέσα στους αιώνες, και την πεζογραφία, που εμποτίζεται συχνά από τα εκφραστικά μέσα της λαϊκής αφήγησης.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διάφορους όρους για τα νεκυομαντεία. Εκτός από τον όρο νεκυομαντείον, τα μαντεία ήταν επίσης γνωστά και ως ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκτώρια. Οι λεπτές διαφορές των όρων αυτών διακρίνονται από τις ετυμολογίες τους, αλλά χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμα.
Τα Νεκυομαντεία στον ελληνικό κόσμο
Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε πόσα νεκυομαντεία υπήρχαν στον ελληνικό κόσμο. Κάθε πόλη είχε τη δική της είσοδο στον Κάτω Κόσμο, που βρισκόταν σε μια παρακείμενη σπηλιά ή λίμνη και ήταν πιθανό ότι κάποια από αυτές θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί ως νεκυομαντείο στο πέρασμα του χρόνου. Παρ’ όλ’ αυτά οι τέσσερις προαναφερθέντες όροι φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένα για τέσσερις τοποθεσίες: τον Αχέροντα στη Θεσπρωτία, τη λίμνη Άορνο στην Καμπανία, την Ηράκλεια Ποντική στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας και στο Ταίναρο στην άκρη της Μάνης στην Πελοπόννησο.
Σε αυτές λοιπόν τις τοποθεσίες πρέπει να βασιστούν οι ιστορικοί και αρχαιολόγοι για την κατανόηση του φαινομένου. Τα νεκυομαντεία της Ηράκλειας και του Ταίναρου πρέπει να έχουν βασιστεί σε σπήλαια που τροποποιήθηκαν με χρήση εργαλείων ή τοιχοποιία, ενώ τα νεκυομαντεία του Αχέροντα και της λίμνης Άορνο βασίστηκαν, πιθανόν, σε απλούς περιβόλους, δίπλα σε λίμνες.
Η ίδρυση του σπηλαιομαντείου της Ηράκλειας ακολούθησε τη θεμελίωση της πόλης των Μεγαρέων, το περίπου το 560π.Χ., στην οποία θεωρείται ότι έδωσε το όνομα της. Λέγεται ότι ο Ηρακλής είχε σύρει τον Κέρβερο από την τρύπα όπου βρισκόταν και τότε το θηρίο, τρομαγμένο από το φως της ημέρας, με το οποίο δεν ήταν εξοικειωμένο, έκανε εμετό πάνω σε ένα αβλαβές φυτό και το μετέτρεψε σε θανατηφόρο ακόνιτο, για το οποίο ήταν φημισμένη η περιοχή.
Μόνο μια υποθετική ιστορική μαρτυρία περί του μαντείου αυτού έχει καταγραφεί και βρίσκεται στο γενικότερο πλαίσιο της τραγικής ιστορίας του Σπαρτιάτη Παυσανία, όπως την αναφέρει ο Πλούταρχος, που εκτυλίχθηκε περίπου το 479-7π.Χ. Ο νικητής των Περσών εισβολέων στις Πλαταιές άρχισε να φέρεται τυραννικά από τότε που οδηγώντας τον ελληνικό στόλο στο Βυζάντιο -πλούσια σε εφόδια και ισχυρότατη περσική βάση- κατέλαβε εύκολα την απροετοίμαστη πόλη. Αποφάσισε να βιάσει μια παρθένα της περιοχής, την Κλεονίκη, αλλά στην πορεία την σκότωσε τυχαία. Το φάντασμα της τον κατεδίωκε στα όνειρα του. «Επειδή το φάντασμα της Κλεονίκης δεν τον άφηνε ήσυχο, ο Παυσανίας έπλευσε στο ψυχοπομπείο στην Ηράκλεια, όπου έκανε εξευμενιστικές θυσίες και σπονδές. Είδε ένα όραμα που του έλεγε ότι θα απαλλασσόταν από τα βάσανά του όσο βρισκόταν στη Σπάρτη. Με την άφιξη του εκεί πέθανε.»
Τα φαντάσματα βαρύνουν πολύ στην παράδοση που σχετίζεται με τον Παυσανία, που ήταν να γίνει και εκείνος φάντασμα, όταν οι Σπαρτιάτες σύντροφοι του τον έχτισαν στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Δυστυχώς, η ιστορία της Κλεονίκης, ιστορική ή όχι, δε μας δίνει ουσιαστικά στοιχεία για τη τελετουργικό πληροφόρησης στο μαντείο. Παρ’ όλ’ αυτά άλλες λογοτεχνικές αναφορές ταυτίζουν το μαντείο με μια σκαμμένη εν μέρει σπηλιά πάνω από τον ποταμό Αχέροντα στη χερσόνησο της Ηράκλειας, που τώρα λέγεται Μπαμπά Μπουρνού. Εκεί πρέπει να κατεβεί κάποιος μια περιστροφική σκάλα που οδηγεί σε μια σχεδόν τετράγωνη κύρια αίθουσα, 45 επί 20 μέτρα, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι πλημμυρισμένο. Κολόνες από λειασμένο βράχο στηρίζουν την οροφή.
Η ύπαρξη του νεκυομαντείου του Αχέροντα στη Θεσπρωτία συμπεραίνεται από το ενδέκατο βιβλίο της Οδύσσειας του Ομήρου, Νέκυια, στο οποίο ο Οδυσσέας έρχεται στον Αχέροντα για να συμβουλευτεί το φάντασμα του Τειρεσία. Όπως και με την Ηράκλεια, μόνο μία υποτιθέμενη ιστορική αναφορά παροχής συμβουλών ταυτίζεται με τον Αχέροντα. Αυτή είναι η μνημονευόμενη από τον Ηρόδοτο ιστορία του Περίανδρου, του τυράννου της Κορίνθου κατά το 7ο αιώνα π.Χ., και της συζύγου του Μέλισσας.
Την είχε σκοτώσει τυχαία και εκείνη είχε πάρει στον τάφο το μυστικό κάποιου θαμμένου θησαυρού. «Έστειλε σε αυτήν, τη Θεσπρωτία, στον Αχέροντα ποταμό, στο νεκυομαντείο, απεσταλμένους για το ζήτημα της περιουσίας ενός φιλοξενούμενου. Η Μέλισσα εμφανίστηκε και είπε ότι ούτε θα υποδείκνυε ούτε θα έλεγε που βρισκόταν ο θησαυρός, γιατί ήταν κρύα και γυμνή. Τα ρούχα με τα οποία θάφτηκε της ήταν άχρηστα γιατί δεν είχαν καεί. Η μαρτυρία για την αλήθεια των ισχυρισμών αυτών ήταν το γεγονός ότι ο Περίανδρος είχε ρίξει τα καρβέλια του σε έναν κρύο φούρνο. Το σημάδι ήταν απόδειξη: είχε έρθει σε ερωτική επαφή με το πτώμα της Μέλισσας».
Ο Περίανδρος μετά ξεγύμνωσε δημοσίως τις καλές κυρίες της Κορίνθου και θυσίασε τα ρούχα τους στη Μέλισσα, οπότε του εκμυστηρεύτηκε που είχε θάψει το θησαυρό. Όμως, η αφήγηση αυτή είναι εμπλουτισμένη σε μεγάλο βαθμό με πολλά μυθικά στοιχεία. Παρόμοια θέματα συναντώνται, στις παραδόσεις για το βασιλιά Ηρώδη και τη σύζυγό του Μαριάμ, της οποίας το σώμα συντηρούσε σε μέλι, συνεχίζοντας να κάνει έρωτα με αυτό. Το απογοητευτικό είναι ότι δε μας λέει τίποτα για το μηχανισμό συμβουλευτικής στον Αχέροντα.
Ο Κάτω Κόσμος του Δάκαρη
Η ιστορία του νεκυομαντείου του Αχέροντα συνδέεται με τον αρχαιολόγο Σωτήριο Δάκαρη, ο οποίος πίστευε ότι βρήκε την τοποθεσία στα ελληνιστικά ερείπια κάτω από το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Μεσοπόταμο, που δεσπόζει στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της τοποθεσίας εκεί είναι μια περίπλοκη, υπόγεια, τοξωτή «κρύπτη» -ο ίδιος «ο Κάτω Κόσμος»- όπως πίστευε. Πάνω από αυτή υπάρχει μια τετράγωνη κατασκευή με τοίχους πάνω από 3μ πάχος. Εδώ οι προσφεύγοντες συναντούσαν φαντάσματα ή δυνάμεις του Κάτω Κόσμου που είχαν τη μορφή κουκλών, που τις κουνούσαν με βαρούλκα οι ιερείς από μυστικές κοιλότητες, οι οποίες υπήρχαν μέσα στους τοίχους. Η αίσθηση επαφής με φαντάσματα ενισχυόταν περαιτέρω από την κατανάλωση υποτιθέμενων παραισθησιογόνων λούπινων και φασολιών, τα απανθρακωμένα απομεινάρια των οποίων βρέθηκαν στο οικοδόμημα.
Το 1981 ένας Γερμανός λόγιος απέδειξε ότι οι μηχανισμοί αναστολέα που υποθετικά ανήκαν στα βαρούλκα του Δάκαρη, ανήκαν μάλλον σε καταπέλτες στρέψεως. Κατέστη σαφές ότι η τετράγωνη κατασκευή ήταν ένα αμυντικό καταφύγιο και η κρύπτη του απλώς ένα κελάρι. Το κτίριο αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν ένα νεκυομαντείο αλλά μια οχυρωμένη αγροικία κοινού ελληνιστικού τύπου. Εγκαταλείπουμε, λοιπόν, τη συναρπαστική υπόθεση του Δάκαρη. Ωστόσο, πρέπει να του είμαστε ευγνώμονες για την πρόκληση του ενδιαφέροντος για τα νεκυομαντεία.
Κατά τη γνώμη του Δάκαρη το νεκυομαντείο του Αχέροντα συνδεόταν αναπόσπαστα με κάποιο είδος σπηλιάς, μολονότι ήταν κατασκευασμένη, όπως στην περίπτωση της Ηράκλειας. Επί πλέον, η διαδικασία παροχής συμβουλών ήταν μια περίτεχνα θεατρική υπόθεση και, τουλάχιστον, ως ένα βαθμό, στηριζόταν στην εξαπάτηση των ατόμων που προσέφευγαν στο μαντείο από δόλιους ιερείς. Με την απώλεια της τοποθεσίας χάνουμε, όμως, και όλες αυτές τις υποθέσεις.
Τα Νεκυομαντεία στον Όμηρο και τον Αισχύλο
Στις φιλολογικές πηγές δεν γίνεται καμιά αναφορά σε σπηλιά. Μάλλον το μαντείο τοποθετούνταν στην περιοχή μιας λίμνης. Ο ομηρικός Οδυσσέας πραγματοποιεί την τελετουργία του δίπλα στο ποτάμι, ίσως στο βράχο που βρισκόταν στη συμβολή των ποταμών.
Στην τραγωδία του Αισχύλου Ψυχαγωγοί ξαναγράφτηκε η ιστορία της Νέκυιας. Εδώ οι ψυχαγωγοί συμβουλεύουν τον Οδυσσέα: «Έλα τώρα, ξένε, στάσου στο χλοερό ιερό περίβολο της φοβερής λίμνης. Κόψε το λαρύγγι του σφαγίου και άφησε το αίμα του να κυλήσει μέσα στα ζοφερά βάθη των καλαμιών, για να το πιουν οι νεκροί. Κάλεσε την πανάρχαια γη και τον χθόνιο Ερμή, το συνοδό των νεκρών, και ζήτα από το χθόνιο Δία να ανεβάσει το πλήθος των νυκτοβατών από την εκβολή του ποταμού, έξω από την κοίτη του οποίου κυλά μελαγχολικά το ακατάλληλο για καθαρμό νερό που ανεβαίνει από τις πηγές της Στύγας». Στην πραγματικότητα ο Οδυσσέας στέκεται σε ένα σημείο δίπλα στη λίμνη και χύνει το αίμα από το λαιμό του θυσιαστικού προβάτου κατ’ ευθείαν μέσα στη λίμνη, από την οποία θα αναδυθούν τα φαντάσματα.
Ο Όμηρος και ο Αισχύλος μας δίνουν κάποιες ενδείξεις του χθόνιου τελετουργικού που ακολουθούσε κάποιος πριν πάρει τις συμβουλές από τους νεκρούς.
Τα φαντάσματα σε νεκυομαντείο
Πώς γινόταν η συνάντηση με τα φαντάσματα στο νεκυομαντείο; Μόνο ο Κράντωρ από τους Σόλους (Κύπρος) μας βοηθάει σε αυτό το ερώτημα, με την παραβολή του για τον Ελύσιο της Τερίνας (νότια Ιταλία). Ο Ελύσιος υποπτευόταν ότι ο νεκρός γιος του, ο Εύθινος, είχε δολοφονηθεί. Επειδή δεν μπορούσε να βρει άκρη πήγε σε κάποιο ψυχομαντείο. Έκανε τις συνηθισμένες προκαταρκτικές θυσίες, πήγε για ύπνο και είδε το ακόλουθο όραμα. Ο ίδιος ο πατέρας του φαινόταν να στέκεται δίπλα του. Του είπαν του Ελύσιου ότι η μοίρα είχε πάρει τον Εύθινο από αυτόν για το καλό όλων. Υποτίθεται ότι θα γινόταν κακός αν συνέχιζε αν ζει. Αν ο Κράντωρ είχε κάποιο συγκεκριμένο νεκυομαντείο κατά νου όταν έγραφε, πιθανόν, να ήταν το Άορνο, με δεδομένο το ιταλικό πλαίσιο.
Αλλά το σημαντικό στοιχείο εδώ είναι ο υπαινιγμός ότι κάποιος συμβουλευόταν το νεκυομαντείο μετά από κάποια προετοιμασία, δηλαδή πηγαίνοντας για ύπνο και συναντώντας τα φαντάσματα σε όνειρα. Οι αυθόρμητες επισκέψεις από φαντάσματα γίνονταν συνήθως στα όνειρα, όπως στην περίπτωση του Παυσανία και της Κλεονίκης. Ο Ύπνος και ο Θάνατος ήταν αδέλφια: «Η νύχτα γέννησε τη μισητή Καταδίκη και τη Μαύρη Μοίρα και το Θάνατο, και γέννησε τον Ύπνο και τη φυλή των Ονείρων» (Θεογονία,Ησίοδος).
Πολυάριθμα αγγεία απεικονίζουν την περίφημη σκηνή της Ιλιάδας κατά την οποία το ζεύγος των Ύπνων μεταφέρει το νεκρό Σαρπηδόνα από το πεδίο της μάχης: παρουσιάζονται σαν ταυτόσημοι δίδυμοι. Και έτσι ήταν, καθώς οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι κατά τον ύπνο κάποιος πλησίαζε την κατάσταση του θανάτου και έμπαινε σε μια κατάσταση κατά την οποία μπορούσε εύκολα να επικοινωνήσει με τους νεκρούς.
Πηγή: http://www.enet.gr
[…] πέρασμα «πρέπει να βρισκόταν» κοντά σε ένα γνωστό νεκυομαντείο στην περιοχή του […]