Αν και τρομακτική σε βαθμό και έκταση η σεισμική καταστροφή που έγινε γύρω στο 1700π.Χ., δεν είχε τη δύναμη να ανακόψει παρά μόνο πρόσκαιρα την ανοδική πορεία της πολιτιστικής εξέλιξης. Τα ανάκτορα, οι ιεροί οίκοι της θεότητας, έπρεπε να ξαναχτιστούν όσο ήταν κατορθωτό πιο σύντομα με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια. όλες οι δυνάμεις και όλα τα μέσα συγκεντρώθηκαν γι’αυτόν τον σκοπό. Η ανοικοδόμηση έγινε πάνω σε οργανωμένα σχέδια ικανών αρχιτεκτόνων, που όχι μόνο καρπώθηκαν την μακρά πείρα των παλαιοανακτορικών χρόνων, αλλά και προσάρμοσαν τα αρχιτεκτονικά τους προγράμματα στις νέες συνθήκες, με προοπτική ευρύτερης μελλοντικής εξέλιξης.
Σε όλα τα ανάκτορα οι αρχιτέκτονες ακολούθησαν τις ίδιες βασικές αρχές στην διάταξη του γενικού σχεδίου: κύριο στοιχείο έμενε πάντοτε η κεντρική αυλή. Από εκεί ξεκινούσε και κατέληγε κάθε κίνηση προς ή από το περίκεντρο. Με την αρχή αυτή οργανώθηκε το υπόλοιπο κτίριο, που απλώθηκε προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, αλλά με βασικούς άξονες από βορρά προς νότο των δύο κύριων πτερύγων, της δυτικής και της ανατολικής.
Η διάταξη αυτή εξηγεί για ποιο λόγο, με την ανισόμετρη σε μήκος έκταση των διαφόρων συγκροτημάτων, οι προσόψεις, ιδιαίτερα προς τη δυτική αυλή, διαμορφώθηκαν κατά εξέχουσες γωνίες σε σπασμένη γραμμή. Το στοιχείο αυτό έδωσε αυτόματα στο εξωτερικό των ανακτόρων μια ιδιόμορφη ποικιλία, απόλυτα προσαρμοσμένη στην κλίση προς τη γραφικότητα των Μινωιτών. Η διάσπαση των επιφανειών πρόσθεσε την εναλλαγή φωτός και της σκιάς στην πολυχρωμική όψη του συνόλου, που την τόνιζε η άφθονη χρησιμοποίηση ξυλοδομίας έμπλεκτης μέσα σε τοίχους.
Η κεντρική και δυτική αυλή έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανακτόρων. Η πρώτη λειτουργούσε ως πνεύμονας των πυκνόκτιστων κτιρίων, από εκεί εξασφαλιζόταν ο κύριος αερισμός των μεγάλων διαμερισμάτων και μέσα από αυτήν γινόταν η διακίνηση προς όλους τους τομείς των πτερύγων. Η δεύτερη εξασφάλιζε την κύρια προσπέλαση στα ανάκτορα. Και οι δύο αυλές πλημμύριζαν από κόσμο τις ημέρες των ανακτορικών εορτών και τελετών, θρησκευτικού κυρίως χαρακτήρα.
Τα ανάκτορα
Το ανάκτορο της Κνωσού
Σε όλα τα ανάκτορα της Κρήτης, καθώς και της Κνωσού η δυτική πτέρυγα ήταν αφιερωμένη στη θεότητα, την οποία λάτρευαν οι Μινωίτες και γύρω υπήρχαν τα δωμάτια που εξυπηρετούσαν αυτό το ιερό. Από την κεντρική αυλή ξεχώριζε στο κέντρο της δυτικής πτέρυγας η πρόσοψη του ιερύ. Πίσω από αυτήν την πρόσοψη απλώνονταν τα δωμάτια του ιερού: ο προθάλαμος των ιερέων, οι κρύπτες των τετραγωνικών στύλων με τα χαράγματα των ιερών πελέκεων και τις ειδικές εγκαταστάσεις για τις προσφορές, το τρικιόνιο ιερό της θεότητας, τα αρχειοφυλάκια, τα θησαυροφυλάκια του ιερού κλπ.
Αν η δυτική πτέρυγα ήταν η έδρα των βασιλέων ως θρησκευτικών ηγετών, η ανατολική αποτελούσε την έδρα της πολιτικής εξουσίας τους. Ακριβώς στο κέντρο βρισκόταν η αίθουσα του θρόνου, προσιτή από την κεντρική αυλή με πλταειά σκάλα που οδηγούσε σε κιονωτό κεφαλόσκαλο.
Ξεκινώντας κανείς από την κεντρική αυλή έφθανε στα βασιλικά διαμερίσματα με ένα μεγαλόπρεπο κλιμακοστάσιο, που οι διαδοχικές του σκάλες ανέβαιναν κοχλιωτά στους αλλεπάλληλους ορόφους, σε συνδυασμό με κιονωτές βεράντες, διακοσμημένες με ωραίες τοιχογραφίες. Ο φωτισμός του κλιμακοστασίου εξασφαλιζόταν με κάθετο κεντρικό φωταγωγό που άπλωνε πλευρικά το φως του σε κάθε όροφο. Η βασιλική φρουρά κάθε ορόφου είχε υπό τον έλεχγο της τις διαβάσεις προς τα διαμερίσματα, τις βασιλικές αποθήκες και τα βασιλικά εργαστήρια. Ανάλογα προσαρμόστηκαν τα τοιχογραφικά θέματα, που παρίσταναν οκτώσχημες ασπίδες σαν κρεμασμένες στον τοίχο.
Θαυμαστή ήταν η διαμόρφωση και η προσαρμογή των βασιλικών διαμερισμάτων: για την διαμονή του βασιλιά είχαν διατεθεί επάλληλες ευρύχωρες αίθουσες. Κάθε αίθουσα αποτελείτο από δύο τμήματα που ενώνονταν με πολύθυρο, ένα σύστημα δηλαδή με συνεχόμενες πόρτες, έτσι που ήταν εύκολο να ενωθούν τα δύο μέρη σε ένα χώρο ή αντίθετα, αν έκλειναν οι πόρτες να αποτελέσουν χωριστά διαμερίσματα.
Ένας κάθετος φωταγωγός, που χωριζόταν με κολώνες από το ένα διαμέρισμα και εξωτερική στοά από το άλλο, εξασφάλιζε τον καλό αερισμό και επέτρεπε την άμεση σύνδεση με το φυσικό περιβάλλον. Το ευφυέστατο αυτό σύστημα, άριστα προσαρμοσμένο στο ημιτροπικό κλίμα της Κρήτης, και για τον χειμώνα και για το καλοκαίρι, εφαρμόστηκε ευρύτατα όχι μόνο στις ανακτορικές αλλά και στις κοινοτικές εγκαταστάσεις. Ανάλογα ήταν διαρρυθμισμένα και τα διαμερίσματα της βασίλισσας και των πριγκίπων.
Το ανάκτορο της Φαιστού
Στο συγκρότημα της Φαιστού ουσιαστικό γεγονός στη διαμόρφωση του νέου ανακτόρου υπήρξε η γενική ανύψωση του επιπέδου της δυτικής πτέρυγας και της δυτικής αυλής που εκτεινόταν μπροστά της, ύστερα από προπαρασκεή του εδάφους με επικάλυψη του από παχύ στρώμα κεραμασβέστου, που σφράγισε οριστικά τα ερείπια του παλαιότερου ανακτόρου. Κύριος σκοπός ήταν να δημιουργηθεί μια πολύ εκτεταμένη δυτική αυλή με την οπισθοχώρηση της νέας πρόσοψης και να δημιουργηθούν νέες λαμπρές προσβάσεις προς το ανάκτορο και νέες συνδέσεις των διαδοχικών επιπέδων του λόφου.
Οι πλατύτατες βαθμίδες του θεατρικού χώρου, σε συνδυασμό με τα άλλα δύο λαμπρά κλιμακοστάσια, πρόσθεταν σε μεγαλοπρέπεια στην προσπέλαση προς την κύρια αίθουσα των προπυλαίων, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα του θρόνου.
Την λαμπρότητα του εσωτερικού των αιθουσών και των διαδρόμων του το ανάκτορο της Φαιστού χρωστούσε όχι στον τοιχογραφικό διάκοσμο, που ήταν σχετικά φτωχός, αλλά στην επένδυση των δαπέδων και των τοίχων με πλάκες λεπτόκοκκου κατάλευκου γυψόλιθου. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς «Λευκό Οίκο».
Τα εργαστήρια στο ανάκτορο της Φαιστού ήταν συγκεντρωμένα γύρω από μια αυλή, στο ανατολικό κράσπεδο του ανακτόρου. Δυστυχώς ελάχιστα αντικείμενα βρέθηκαν από το περιεχόμενο τους και έτσι είναι πολύ δύσκολος ο προσδιορισμός της χρήσης τους. Στο κέντρο όμως της αυλής ανακαλύφθηκε ένα πεταλόσχημο κτίριο, που, όπως αποδείχθηκε από τα στρώματα χυμένου μετάλλου, ήταν ένα είδος υψκαμίνου για την τήξη του χαλκού. Διαπιστώθηκε έτσι ότι μέσα στο ανάκτορο γινόταν μεταλλοτεχνική εργασία.
Το ανάκτορο των Μαλίων
Μπροστά στα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού το ανάκτορο των Μαλίων θα φαινόταν καθαρά επαρχιακό. Τα υλικά ήταν φτωχότερα και σχεδόν όλα επιχώρια, εκτός από τον μαύρο τιτανόλιθο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα κατώφλια. Σε έκταση καθόλου δεν υστερούσε από το ανάκτορο της Φαιστού.
Η αμμουδόπετρα θεωρήθηκε κατάλληλο υλικό για να λαξευτούν οι μεγάλοι πελεκητοί όγκοι των προσόψεων και των σημαντικών εσωτερικών τοίχων. Τα χρωματιστά επιχρίσματα στους τοίχους και όχι σπάνια στα δάπεδα αντικατέστησαν στις λαμπρές επενδύσεις των άλλων ανακτόρων. Ο γυψόλιθος δεν χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου και γι’ αυτό οι παραστάδες ήτν απαντού ξύλινες και εισχωρούσαν βαθιά μέσα στα δάπεδα.
Και εδώ ανάλογη υπήρξε η οργάνωση των διαμερισμάτων του ιερού στη δυτική πτέρυγα, με τις κρύπτες, τα διακονικά, τη μακρά σειρά αποθηκών που ενώνονταν με τον κοινό διάδρομο. Στη θέση που στην Κνωσό βρισκόταν το δωμάτιο του ιερού θρόνου, εδώ είχε χτιστεί ένα είδος μικρού θεωρείου, όπου έφθανε κανείς με σκαλοπάτια που ανέβαιναν από την κεντρική αυλή. Ο θρόνος ήταν τοποθετημένος στο κέντρο του βάθους, μπροστά από ένα κιονωτό διαχώρισμα.
Μεγάλα κλιμακοστάσια έφερναν από την κεντρική αυλή στους επάνω ορόφους. Πλάι στο πλατύτερο ανακαλύφθηκε κυκλικός κέρνος πανσπερίας, δηλαδή τράπεζα προσφορών στην θεότητα ποικίλων ειδών γεννημάτων και καρπών, με 34 μικρά κοιλώματα και ένα μεγαλύτερο στο κέντρο που προοριζόταν για το λάδι.
Χαρακτηριστικό στο παλάτι ήταν το τμήμα που χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα συμποσίων, ή οποία ήταν κιονωτή και βρισκόταν στον πάνω όροφο, ενώ η βοηθητική της ήταν στο υπόγειο. Ειδικό κλιμακοστάσιο εξυπηρετούσε την σύνδεση των ορόφων με τα μαγειρεία.
Εκτός από την κεντρική αυλή μεγάλες εσωτερικές αυλές βοήθησαν στην οργάνωση γύρω από αυτές ποικίλων βοηθητικών διαμερισμάτων, εργαστηρίων και αποθηκών. Μία από αυτές με κιονωτή στοά καμπτόμενη στις δύο πλευρές ήταν ενωμένη άμεσα με την βόρεια πύλη του ανακτόρου. Αυτή ήταν η κύρια πύλη, άμεσα συνδεδεμένη με τον πλατύ και πλακοστρωμένο δρόμο του λιμανιού. Η νότια πύλη ήταν διαμορφωμένη σε ένα είδος δίπυλου με μακρά στεγαμένη πλακόστρωτη δίοδο, χρήσιμη για την παραμονή της βασιλικής φρουράς. Η ανατολική οδηγούσε απευθείας με πλακόστρωτους δρόμους στις διάφορες συνοικίες της πόλης.
Το ανάκτορο της Ζάκρου
Το ανάκτορο της Ζάκρου σε σχέση με τα τρία προηγούμενα ανάκτορα θα μπορούσε να θεωρηθεί μικρό γιατί η έκταση του δεν φαίνεται να ξεπερνά, μαζί με τα παραρτήματα του, τα 8.000τμ. Η κεντρική του αυλή είναι το 1/3 της αντίστοιχης της Κνωσού. Στο σύνολο του όμως εμφανίζει μοναδική χάρη και παρουσιάζει αξιόλογες ιδιομορφίες, προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες και στον πλατύτερο σκοπό που επεδίωξε η ίδρυσή του.
Στις κύριες γραμμές η εσωτερική οργάνωση φαίνεται αρκετά ανάλογη με των υπόλιπων ανακτόρων, αν και διαφέρει κάπως στην κατανομή των δωματίων, του ιερού στη δυτική πτέρυγα, των βασιλικών διαμερισμάτων στην ανατολική, των υπηρεσιακών στη βόρεια και των εργαστηρίων στη νότια. Η σύνθεση τους παρουσιάζει ενδιαφέρον: πλάι σε μικρό με θρανίο και κόγχη ειδωλίων ιερό υπάρχουν η δεξαμενή καθαρμού, οι αποθέτες των τελετουργικών σκευών, το θησαυροφυλάκιο του – το πλούσιο σε περιεχόμενο από θαυμαστά τεχνουργημένα ιερά σκεύη και σύμβολα βρέθηκε άθικτο, τοποθετημένο μέσα σε κτιστές θήκες- το αρχειοφυλάκιο, η αίθουσα των ιερών συμποσίων, τέλος τα πολλαπλά συστήματα των αποθηκών του ιερού.
Η σύνθεση των βασιλικών διαμερισμάτων στην ανατολική πτέρυγα δεν είνα απόλυτα ξεκάθαρη, εξαιτίας των μεγάλων ζημιών που προξένησε η καλλιέργεια. Διακρίνονται όμως τα μέγαρα του βασιλιά και της βασίλισσας κοντά το ένα στο άλλο με τα συστάματα των πολυθύρων, των φωταγωγών και των πλευρικών στοών που έβλεπαν προς την κεντρική αυλή, υποβαστάζοντας βεράντες στο επάνω πάτωμα.
Έξω από την δυτική πρόσοψη μια ανωφερική πλακόστρωτη αυλή μετατράπηκε σε επάλληλα επίπεδα που ίσως συνδέοναν με σκάλες. Ένας πλακόστρωτος δρόμος πλεύριζε τα διαμερίσματα ή τα παραρτήματα του ανακτόρου, τα οποία σκαρφάλωναν στη πλαγιά του βορειοανατολικού λόφου. Αυτά τα παραρτήματα προορίζονταν ίσως για τους αξιωματούχους του ανακτόρου και για δευτερεύουσες ανάγκες. Ανάμεσα στα διάφορα συγκροτήματα διακλαδίζονταν δρομάκια που ξεκινούσαν από τις κύριες οδικές αρτηρίες. Η κυριότερη αρτηρία του ανακτόρου ερχόταν από το λιμάνι και κατέληγε στην μεγάλη βορειοανατολική πύλη.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους