Τίμων ή Μισάνθρωπος

Ο Τίμων ο Αθηναίος, ο παροιμιώδης μισάνθρωπος, σύμφωνα με πληροφορίες που μας δόθηκαν από την αρχαιότητα, ήταν γιος του Εχεκρατίδη από τη Δήμο Κολυττό και έζησε τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Αριστοφάνης, ο Πλούταρχος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς τον αναφέρουν. Ο Νεάνθης, ο Κυζικηνός μάλιστα του 3ου αιώνα π.Χ. είχε γράψει τη βιογραφία του. Οι κωμωδιογράφοι επίσης τον χρησιμοποίησαν, για να πλάσουν παρόμοιους τύπους.

Ο Τίμων πέθανε, λένε, από γάγγραινα, γιατί δε θέλησε να δεχτεί γιατρό. Τάφηκε κοντά στη θάλασσα στο δρόμο από τον Πειραιά για το Σούνιο. Το κύμα έκανε τον τάφο του απροσπέλαστο στους ανθρώπους και η επιτύμβια επιγραφή που αποδίδεται σ’ αυτόν, λένε πως είναι γραμμένη από τον ίδιο: «Αφήνοντας μια κακομοιριασμένη ζωή αναπαύομαι εδωπέρα. Το όνομα μου δεν πρόκειται να το μάθετε και να πάτε στο διάβολο».

Ο Λουκιανός είχε στη διάθεση του την σχετική παράδοση. Με τη φαντασία όμως και την ευρηματικότητα του έδωσε τη δική του πλοκή στο έργο.

Τίμων ή μισάνθρωπος
Ο Λουκιανός, ο συγγραφέας του Τίμωνα ή μισανθρώπου

Ο Λουκιανός μας λέει ότι ο Τίμων έγινε μισάνθρωπος εξαιτίας της αχαριστίας των φίλων, που του πήραν τα λεφτά και μετά του γύρισαν την πλάτη. Γι’ αυτό αποτραβήχτηκε σε μια έρημη άκρη στις υπώρειες του Υμηττού, όπου έζησε καλλιεργώντας τη γη. Ο Τίμων ανακαλύπτει με την αξίνα του το θησαυρό -δώρο των θεών- και έτσι έχει τη δυνατότητα αυτή τη φορά να δώσει ένα γενναίο μάθημα σε όλους εκείνους τους κόλακες που σπεύδουν, μόλις αντιλαμβάνονται τα πολλά πλούτη. Αυτό το εύρημα του Λουκιανού, τα ξαναποκτημένα πλούτη, του έδωσε την ευκαιρία να πει διάφορες αλήθειες πάνω στον ανθρώπινο χαρακτήρα και τις αδυναμίες του. Να χτυπήσει και πάλι τους ψευτορήτορες και φιλοσόφους, τα παράσιτα και τους κόλακες, να χλευάσει τη μικρότητα των θεών. Ο Λουκιανός οπωσδήποτε χρωστά πολλά στην κωμωδία και στο σημείο τούτο ο Πλούτος του Αριστοφάνη του έδωσε ιδέες.

Ο διάλογος αυτός, που θεωρήθηκε από ικανούς κριτικούς ως το αριστούργημα του Λουκιανού, γράφτηκε την περίοδο 162-166μ.Χ. Η μορφή του Τίμωνα, όπως αποδίδεται από τον Λουκιανό, ακόμη και στα νεώτερα χρόνια είχε επίδραση στους θεατρικούς συγγραφείς. Ο Σαίξπηρ έγραψε τον Τίμωνα τον Αθηναίο, ο Μολιέρος τον Μισάνθρωπο του.

Τίμων ή Μισάνθρωπος

ΤΙΜΩΝ: Δία, θεέ της φιλίας, της φιλοξενίας και της συντροφιάς, εφέστιε, αστραπόχαρε, φύλακα των όρκων, συννεφομαζώχτη, βαρύβροντε και όπως αλλιώς σε ονομάζουν οι έκθαμβοι ποιητές, όταν προπάντων έχουν δυσκολίες με τα μέτρα. Σε στολίζουν τότε με χίλια δυο ονόματα κι εσύ στηρίζεις την αδυναμία του μέτρου και γεφυρώνεις το χάσμα του ρυθμού. Πού είναι λοιπόν η ολόλαμπρη αστραπή σου, πού είναι η βαριά βροντή και ο φλογερός, ο αστραφτερός, ο τρομερός κεραυνός σου; Όλα αυτά αποδείχτηκαν τώρα πια ανοησίες, πέρα για πέρα φαντασίες των ποιητών, ηχηρές μονάχα λέξεις. Και αυτό το φημισμένο και μακρόβολο όπλο, που όλη την ώρα το έχεις στο χέρι, δεν μπορώ να καταλάβω πώς έσβησε ολότελα και είναι τόσο ψυχρό, χωρία να κρατάει ούτε μια σπίθα οργής γι’ αυτούς που διαπράττουν αδικίες. Έτσι λοιπόν όποιος πάει να γίνει επίορκος, περισσότερο θα φοβόταν ένα τρεμόσβηστο φιτίλι πατά του πανδαμάτορα κεραυνού σου τη φλόγα. Μοιάζει να τους απειλείς με ένα δαυλί που δε φοβούνται ούτε τη φωτιά του ούτε τον καπνό του και λογαριάζουν τούτο μόνο από το χτύπημα, ότι θα βουτηχτούν μες στη μουντζούρα.

Γι’ αυτό λοιπόν και ο Σαλμονεύς είχε την τόλμη να σε συναγωνιστεί στη βροντή. Και δεν ήταν ολότελα αποτυχημένος μπρος σ’ έναν τόσο παγερό Δία, ο φλογερός εκείνος κομπαστής. Γιατί όχι; Εφόσον κοιμάσαι σαν να έχεις πιει το μανδραγόρα και ούτε τους επιορκούντες ακούς, ούτε τους αδικούντες επιβλέπεις. Τσιμπλιάζεις, κλείνεις τα μάτια σε όσα γίνονται τριγύρω σου και δεν ακούς, όπως οι γέροι. Όταν ήσουν ακόμη νέος και οξύθυμος και ορμητικός, πολλά έκανες στους άδικους και στους σκληρούς και ποτέ δεν είχες τότε συμμαχία μαζί τους. Ο κεραυνός σου ήταν πάντοτε σε δράση, η αιγίδα σου απειλητική, η βροντή σου έκανε πάταγο και η αστραπή σου εξακοντιζόταν αδιάκοπα, όπως σε συμπλοκή. Οι σεισμοί σου σαν κόσκινο έσειαν τη γη, το χιόνι έπεφτε σωρός και πέτρα το χαλάζι. Και για να σου τα ξαναψάλω, ραγδαίες οι βροχές, άγριες, κάθε σταγόνα σου ποτάμι. Γι’ αυτό μέσα σε μια στιγμή έγινε τέτοιος κατακλυσμός τον καιρό του Δευκαλίωνα, που βούλιαξαν τα πάντα και μόλις ένα κιβώτιο εξόκειλε στη Λιάκουρα και σώθηκε κλείνοντας μέσα του μια σπίθα ζωντανή από το ανθρώπινο πνεύμα, για να γεννηθεί έπειτα κακία μεγαλύτερη.

Παίρνεις λοιπόν από τους ανθρώπους την αμοιβή της οκνηρίας σου. Κανείς δεν σου προσφέρει πια θυσίες, μήτε σε στεφανώνει, παρά μόνο τυχαία στην Ολυμπία, χωρίς να νομίζει και αυτός ότι κάνει κάτι απαραίτητο, κρατάει μόνο μια συνήθεια παλιά. Και όπου να ‘ναι θα σε πετάξουν απ’ την εξουσία και θα σε καταντήσουν σαν τον Κρόνο, ω θεέ γενναιότατε. Αφήνω πια πόσες φορές ως τώρα έχουν κατακλέψει το ναό σου. Άλλοι πάλι άπλωσαν το χέρι τους ακόμα και σε εσένα τον ίδιο στην Ολυμπία. Κι εσύ, ο υψιβρέτης, βαρέθηκες να ξεσηκώσεις τα σκυλιά ή τους γειτόνους να φωνάξεις να τρέξουν για βοήθεια και να τους πιάσουν την ώρα που ετοίμασαν τα κλεμμένα για φευγάλα. Μα ο δυνατός εσύ Γιγαντοφάγος, ο νικητής των Τιτάνων, καθόσουν και τους άφηνες, να σου κόβουν τους πλοκάμους, και ας κρατούσες στο χέρι σου έναν κεραυνό δέκα πήχες.

Πότε, λοιπόν, θαματουργέ, θα πάψεις τόσο να τα παραβλέπεις όλα αυτά; Και πότε θα τιμωρήσεις την τόση αδικία; Πόσοι Φαέθοντες ή Δευκαλίωνες πρέπει να τιμωρηθούν για μια ζωή έτσι ξεχειλισμένη από αλαζονεία. Και για να αφήσω τα ξένα και να έρθω στα δικά μου. Πόσους Αθηναίους δεν εξύψωσα και από πάμφτωχους τους έκανα πλούσιους; Όλους που είχαν ανάγκη τους βοήθησα και κυριολεκτικά σωρούς τα πλούτη μου σκόρπισα, για να ευεργετώ τους φίλους. Και τώρα που μ’ αυτή μου την τακτική έγινα φτωχός, όλοι αυτοί δε με γνωρίζουν πια, ούτε γυρίζουν να με κοιτάξουν, που κάποτε έσκυβαν και με προσκυνούσαν και κρέμονταν από ένα μου νεύμα. Μα, αν τύχει και στο δρόμο μου συναντήσω κανέναν τους, με προσπερνούν, όπως μια παλιά επιτύμβια στήλη ριγμένη από το χρόνο, χωρίς καν να την διαβάσουν. Άλλοι πάλι, και από μακριά μόλις με δουν, αλλάζουν δρόμο θεωρώντας με κακό συναπάντημα και γρουσουζιά, εμένα που στάθηκα πριν λίγο σωτήρας και ευεργέτης τους. Γι’ αυτό λοιπόν από τις δυστυχίες μου αποτραβήχτηκα σ’ αυτήν την άκρη, φόρεσα προβιά και σκάβω  τη γη με μεροκάματο ένα τεσσάρι οβολούς, φιλοσοφώντας με την ερημιά και το δικέλλι μου. Εδώ επιτέλους τούτο το κέρδος θαρρώ πως θα ‘χω, δε θα βλέπω πια πολλούς να ευτυχούν, χωρίς αν το αξίζουν, γιατί αυτό είναι το καταθλιπτικότερο.

Επιτέλους λοιπόν, γιε του Κρόνου και της Ρέας, πέταξε από πάνω σου αυτόν το βαθύ και γλυκό ύπνο. Περισσότερο και από τον Επιμενίδη έχεις κοιμηθεί. Ξαναφούντωσε τον κεραυνό σου  ή άναψε τον από την Αίτνα, τράνεψε την φλόγα του και δείξε νεύρο αντρειωμένου και νεανικού Δία, εκτός κι αν είναι αλήθεια όσα οι Κρήτες διηγούνται για σένα και την ταφή σου εκεί.  

Λουκιανός

Please follow and like us:
error
fb-share-icon

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error

Enjoy this blog? Please spread the word :)