Ο Τάνταλος ήταν μυθικός βασιλιά, φημισμένος για τη δύναμη και τα πλούτη του. Έδρα της βασιλείας του ήταν, σύμφωνα με παραλλαγές του μύθου του, η Σίπυλος ή Ταραντίδα, ή το Άργος ή η Κόρινθος που βρισκόταν στο ομώνυμο βουνό της Μικράς Ασίας. Η γενεαλογία του, συμβολική κι αυτή, τον αναφέρει ως γιο του Δία ή του Τμώλου, (που ήταν προσωποποίηση του ομώνυμου βουνού) και της Πλουτώς (που ήταν προσωποποίηση του Μικρασιατικού ποταμού που ήταν γεμάτος χρυσάφι).
Ο μύθος πλάστηκε για να δοθεί μια εξήγηση στη φρικτή τιμωρία του Τάνταλου όταν πέθανε και πήγε στον Άδη. Ο Όμηρος λέει ότι ήταν βυθισμένος σε μια λίμνη του Άδη, που στις όχθες της φύτρωναν δέντρα με πλούσιους και όμορφους καρπούς. Αλλά ο Τάνταλος που πεινούσε και διψούσε δεν μπορούσε να ούτε να φάει, ούτε να πιει, γιατί κάθε φορά που άπλωνε το χέρι του να κόψει ένα φρούτο τα κλαδιά των δέντρων ψήλωναν, και όταν έσκυβε στη λίμνη να πιει, τα νερά τραβιούνταν από τα χείλη του. Άλλοι ποιητές, όπως ο Πίνδαρος και ο Ευριπίδης, λένε ότι ένα τεράστιος βράχος κρεμόταν από πάνω από το κεφάλι του απειλώντας να τον λιώσει.
Ο Τάνταλος τιμωρήθηκε τόσο σκληρά γιατί στη ζωή του, πλούσιος και ευτυχισμένος καθώς ήταν και έχοντας την αγάπη των θεών -συχνά καθόταν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους- έκανε κατάχρηση της τιμής αυτής και έκλεψε αμβροσία και νέκταρ για να τα φέρει στους άλλους θνητούς για να παινευτεί.
Άλλοι ποιητές λένε ότι το έγκλημα, που γι’ αυτό τιμωρήθηκε, ήταν φρικτότερο. Για να δοκιμάσει τη σοφία των θεών, και ιδιαίτερα του Δία, τους κάλεσε μια μέρα σε δείπνο και τους πρόσφερε να φάνε κομμάτια του γιου του, Πέλοπα, που ο ίδιος έσφαξε και μαγείρεψε. Οι άλλοι θεοί νιώθοντας φρίκη δεν άγγιξαν το φαγητό αυτό, αλλά η Δήμητρα που ήτα στενοχωρημένη για την κόρη της, Περσεφόνη, δεν το πρόσεξε και έφαγε ένα κομμάτι από τον ώμο του Πέλοπα. Ο Δίας τότε, μάζεψε τα κομμάτια, τα ένωσε και έδωσε ξανά ζωή στον Πέλοπα, Το μέρος του ώμου που έλειπε το αντικατέστησε με χρυσό και ελεφαντοστό. Καταράστηκε τον Τάνταλο για την πράξη του αυτή.
Ο Πέλοπας έφυγε από το πατρικό παλάτι αηδιασμένος και ήρθε στην Πελοπόννησο, όπου νίκησε τον Οινόμαο και παντρεύτηκε την κόρη του, Ιπποδάμεια.