Κύριος στόχος του Ιμπραήμ από τότε που ήρθε στην Πελοπόννησο ήταν η Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιο του, η πρώτη μοίρα διατάχθηκε να εισδύσει στον κόλπο, να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει τις αποβάσεις δύο αιγυπτιακών ταγμάτων που θα μεταφέρονταν από την ακτή με μεγάλες βάρκες. Τρεις φρεγάτες θα έκλειναν το λιμάνι, για να εμποδίσουν την έφοδο των ελληνικών πλοίων που βρίσκονταν μέσα σε αυτό, και η δεύτερη μοίρα, που αποτελείτο από τα μεγαλύτερα πλοία, θα ορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως τα αιγυπτιακά στρατεύματα της ξηράς θα επιτίθεντο εναντίον του Παλαιοκάστρου.
Στις 26 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, δύο κανονιές έδωσαν το σύνθημα των συντονισμένων επιχειρήσεων κατά της Σφακτηρίας και του Νεοκάστρου. Με τους ήχους των τυμπάνων οι Αιγύπτιοι άρχισαν να επιβιβάζονται στις βάρκες που κατευθύνονταν στον προσδιορισμένο τόπο της απόβασης. Σφοδρό πυρ άρχισε τότε και από τα δύο μέρη. Στην αρχή οι Αιγύπτιοι αποκρούσθηκαν, αλλά ύστερα από μισή ώρα, με κάλυμμα τους πυκνούς καπνούς, κατάφεραν να βάλουν το πόδι τους στο νησί.
Οι περισσότεροι Έλληνες έχασαν το θάρρος τους και τράπηκαν σε φυγή. Πολλοί σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι, που βρίσκονταν προς το βόρειο μέρος του νησιού έπεφταν στη θάλασσα και μερικοί κολυμπώντας κατόρθωσαν να φθάσουν στα ελληνικά καράβια, ή να διαπλεύσουν τον πορθμό και να σωθούν στο Παλαιόκαστρο. Μερικές ομάδες Ελλήνων έμειναν σταθερά στις θέσεις τους προξένησαν αρκετή φθορά στους εχθρούς, που οδηγούμενοι από Ευρωπαίους αξιωματούχους επιτίθεντο με εφ’ όπλου λόγχη.
Τα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι έπρεπε να απομακρυνθούν γρήγορα, γιατί διέτρεχαν τον κίνδυνο να δεχθούν επιθέσεις αιγυπτιακών αγημάτων ή να αποκλεισθούν από τα εχθρικά πλοία. Μια αιγυπτιακή μοίρα είχε αποσπασθεί και εισέπλεε στο λιμάνι του Νεοκάστρου βομβαρδίζοντας αδιάκοπα το φρούριο. Τα τελευταία πλοία που διέσπασαν τον εχθρικό κλοιό ήταν ο «Ποσειδών» και ο «Άρης», που μάταια περίμενε τον καπετάνιο του Αναστάσιο Τσαμαδό που είχε πέσει νεκρός στους βράχους της Σφακτηρίας.
Τελευταίοι από τον «Άρη» σώθηκαν ο Μαυροκορδάτος και άλλοι υπερασπιστές του νησιού. Τη διοίκηση του «Άρη» ανέλαβε ο Σαχτούρης, ο οποίος ύστερα από εξάωρο εξαντλητικό αγώνα κατάφερε να βγει στα ανοιχτά με μικρές ζημιές. Κατά την έξοδο ένα από τα ωραιότερα και μεγαλύτερα σπετσιώτικα, ο «Αχιλλεύς», των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, βυθίστηκε από βόμβα κανονιού της ξηράς που του τρύπησε την πλευρά.
Στη Σφακτηρία βρήκαν ένδοξο θάνατο και δύο υπουργοί των Στρατιωτικών, ένας Έλληνας εν ενεργεία, ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς και ο φιλέλληνας Σανταρόζα, που είχε έρθει στη Ελλάδα λίγους μήνες πριν και είχε καταταχθεί ως απλός στρατιώτης στον άτακτο ελληνικό στρατό.
Οι συνέπειες από την πτώση της Σφακτηρίας δεν άργησαν να φανούν: στις 30 Απριλίου παραδόθηκε η φρουρά του Παλαιοκάστρου, αφού την προηγούμενη νύχτα είχε αποτύχει απόπειρα εξόδου της μέσα από τους εχθρούς προς το κοντινό ελληνικό στρατόπεδο της Λιγούδιστας. Στις 6 Μαΐου, ύστερα από απεγνωσμένη άμυνα υπέγραψαν συνθήκη και οι πολιορκημένοι του Νεοκάστρου με τον όρο να παραδώσουν τα όπλα, αλλά να μεταφερθούν με ουδέτερα καράβια στην Καλαμάτα.
Το ευρύχωρο λιμάνι του Νεοκάστρου γινόταν τώρα ο κυριότερος σταθμός των μεταφορών από την Αίγυπτο και την Κρήτη και η ασφαλέστερη βάση ανεφοδιασμού των μαχόμενων στρατευμάτων του εχθρού. Οι Αγύπτιοι είχαν πιασθεί γερά στη νοτιοδυτική ακτή της Πελοποννήσου και η τύχη της Ελληνικής Επανάστασης διαγραφόταν ζοφερή.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών
[…] να συνθηκολογήσει με τους υπερασπιστές της Σφακτηρίας στις 10 Μαΐου 1825 και στις 24 Μαΐου αναγκάστηκε να […]
[…] των αιγυπτιακών αγημάτων μέσα στο όρμο της Σφακτηρίας και να αποκρούσει ενδεχόμενες πολεμικές ενέργειες […]