Σύμφωνα με την απόφαση των Καλτεζών, η «Μεσσηνιακή Γερουσία» θα έπαυε τις εργασίες της αμέσως μετά την πτώση της Τριπολιτσάς. Η απροθυμία όμως των προκρίτων να σεβαστούν αυτόν τον όρο προκάλεσε θύελλα επιστολικού πολέμου ανάμεσα στους προκρίτους και τους οπλαρχηγούς, ιδίως τον Δημήτριο Υψηλάντη. Η όλη ατμόσφαιρα οδήγησε στην συνέλευση του Άργους.
Αρχικά τόπος για την Εθνική Συνέλευση είχε προταθεί η Τριπολιτσά, αλλά το πλήθος των μολυσματικών ασθενειών που υπήρχαν στην αρκαδική πόλη, αλλά και η συγκέντρωση πολυάριθμων στρατιωτικών δυνάμεων δεν δημιουργούσε ευνοϊκό κλίμα για τους πρόκριτους.
Τελικά αποφασίσθηκε να γίνει η συνέλευση στο Άργος. Ο Υψηλάντης και οι σημαντικότεροι από τους στρατιωτικούς είχαν προσέλθει εγκαίρως όπως και οι νησιώτες, που ήταν τοποθετημένοι στο πλευρό του Υψηλάντη. Αντίθετα οι πρόκριτοι καθυστερούσαν τη μετάβαση τους στο Άργος.
Τέλος Νοεμβρίου και μετά από επανειλημμένες εκκλήσεις του Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη, οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου άρχισαν να προέρχονται. Οι εργασίες άρχισαν την 1η Δεκεμβρίου, οπότε και ήρθαν ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης με τους αντιπροσώπους της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Ενώ η προβλεπόταν Εθνική συνέλευση, η συγκέντρωση του Άργους περιόρισε τους στόχους της, ύστερα από ενέργειες του Μαυροκορδάτου και πήρε τον χαρακτήρα της τοπικής Πελοποννησιακής Συνέλευσης.
Ο αποδυναμωμένος Υψηλάντης αναγκάστηκε να δεχτεί τον χαρακτήρα αυτό της συνέλευσης και δέχτηκε να ταυτιστεί η συνέλευση με την «Πελοποννησιακή Γερουσία». Ο Υψηλάντης ονομάστηκε «Πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας». Κάποιοι θεωρούν ότι αυτό ήταν το αντάλλαγμα των υποχωρήσεων του. Το αξίωμα του είναι τιμητικό και η εξουσία του προέδρου σκιώδης.
Την πρώτη μέρα των εργασιών της συνέλευσης ψηφίστηκε η διακήρυξη με τίτλο «Προλεγόμενα», που ονομάστηκε έτσι επειδή είχε προταχθεί στον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ο οποίος ψηφίστηκε αμέσως μετά. Στη διακήρυξη αυτή οι αντιφάσεις και οι ανακρίβειες της κάνουν να διαφανεί σκοπός: να λησμονηθεί η συμβολή της οικογένειας Υψηλάντη στον Αγώνα, να λησμονηθεί η Φιλική Εταιρεία, να αποδοθεί η επανάσταση του ελλαδικού χώρου όχι στην ενιαία απόφαση του Έθνους για εξέγερση εναντίον της τουρκικής κυριαρχίας, αλλά σε ειδικά γεγονότα και να δικαιολογηθεί «η αναρχία και αταξία» που επικρατούσε από τις πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ ήταν σε όλους γνωστό ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα της διαμάχης Υψηλάντη και προκρίτων, που είχαν προκαλέσει οι τελευταίοι.
Η συνέλευση του Άργους ψήφισε τον οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας, που υπογράφτηκε τελικά από όλους τους πληρεξουσίους της Πελοποννήσου στην Επίδαυρο στις 27 Δεκεμβρίου και έχει τίτλο «Οργανισμός περί Προσωρινής Διοικήσεως». Τον υπέγραψαν και οι Υψηλάντης, Κολοκοτρώνης και Πετρόμπεης, παρά τις βασικές τους επιφυλάξεις στην αρχή και τη δυσαρέσκεια τους, βέβαιοι ότι η Συνέλευση της Επιδαύρου που είχε αρχίσει ήδη τις εργασίες της, θα γινόταν το κυρίαρχο σώμα, που θα παραμέριζε και θα επισκίαζε κάθε τοπικό οργανισμό.
Ο Οργανισμός διαιρείται σε τέσσερα κύρια κεφάλαια. Το πρώτο αναφέρεται στον τρόπο εκλογής των εφόρων των χωριών, τα καθήκοντα και τα δικαιώματα τους. Το δεύτερο κεφάλαιο ορίζει τα σχετικά με την έμμεση εκλογή των εφόρων των επαρχιών, τη θητεία και τα καθήκοντα τους. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται λεπτομερώς λόγος για τη λειτουργία και της αρμοδιότητες της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η οποία θα «υποτάσσεται εις όλας τας νομίμους διαταγάς της Εθνικής Βουλής». Χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε επαρχία θα εξέλεγε ένα μόνο μέλος για τη Γερουσία ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τη μελλοντική αποζημίωση των ναυτικών νησιών για τις εκδουλεύσεις και ορίζεται ότι τέσσερις στρατηγοί, εκλεγμένοι από το σύνολο των στρατηγών της Πελοποννήσου, θα παραμένουν κοντά στη Γερουσία «ώστε δοθείσης περιστάσεως πολεμικής, να γνωμοθετώσι». Το τέταρτο κεφάλαιο ρυθμίζει στρατιωτικά ζητήματα. Ένα πέμπτο κεφάλαιο, με μορφή ψηφίσματος, ορίζει τα μέλη της Γερουσίας που θα λάβουν μέρος στην «Εθνική Βουλή» ως αντιπρόσωποι της Πελοποννήσου.
Με τον Οργανισμό αυτό η επιβολή των προκρίτων ήταν απόλυτη, αφού οι στρατιωτικοί θα υποτάσσονταν στη Γερουσία. Τους στρατηγούς της Πελοποννήσου θα εξέλεγε η Γερουσία «μεταξύ των αξιωτέρων και των εκδουλευσάντων τη πατρίδι».
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών