Στον Ακροκόρινθο

Από τις 27 Μαρτίου 1821 άρχισε η πολιορκία των κλεισμένων Τούρκων στον Ακροκόρινθο. Στις αρχές Ιανουαρίου 1822 οι Τούρκοι του Ακροκορίνθου, μολονότι διαπίστωσαν την αύξηση των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή και γνώριζαν πως κάθε απόπειρα εξόδου ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, δεν έδειχναν διάθεση να παραδοθούν. Η στάση τον Κιαμίλ μπέη, που δεν υπέκυπτε στις πιέσεις των Ελλήνων, έκανε τους πολιορκημένους να αντιμετωπίζουν με καρτερικότητα τον στενό αποκλεισμό τους.

Στον Ακροκόρινθο
Παράσταση του Petern von Hess που απεικονίζει τον Πανουργιά και τους Τούρκους που παραδίδονται στον Ακροκόρινθο

Οι Αλβανοί όμως και οι Λαλαίοι είχαν δείξει διάθεση συμβιβασμού όταν ο απεσταλμένος του Κολοκοτρώνη, Ν. Καραχάλιος είχε έρθει σε επαφή μαζί τους. Την κατάληξη όμως των διαπραγματεύσεων σε συμφωνία επιβράδυναν οι αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη και του Υψηλάντη που δεν ήθελαν να παραδοθεί ο Ακροκόρινθος στους δύο αρχηγούς. Η πείνα όμως και οι επιδημίες ανάγκασαν τους αρκετούς Τούρκους να καταφύγουν στο ελληνικό στρατόπεδο. Αλλά και οι Αλβανοί και οι Λαλαίοι επανέλαβαν διαπραγματεύσεις με τον Κολοκοτρώνη και συμφώνησαν στις 10 Ιανουαρίου να παραδώσουν τα όπλα τους και να αναχωρήσουν για τη Ρούμελη.

Μετά τη χωριστή αυτή συμφωνία των Αλβανών και των Λαλαίων, ο Κιαμίλ μπέης και οι υπόλοιποι Τούρκοι αγάδες υποχρεώθηκαν να παραδώσουν το κάστρο στις 14 Ιανουαρίου. Η συμφωνία της παράδοσης του φρουρίου που υπογράφτηκε από τους Υψηλάντη, Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη, Αναγνωσταρά, Γιατράκο και από την πλευρά των Τούρκων από τον κεχαγιά του Κιαμίλ μπέη, τον καδή και τους δύο αγάδες, περιελάμβανε τους εξής όρους: τον πλήρη αφοπλισμό των Τούρκων του Ακροκορίνθου, την παράδοση της περιουσίας χρηματικής και άλλης, τόσο των στρατιωτικών και ιδιωτών όσο και του τουρκικού δημοσίου, την ασφαλή έξοδο και μεταφορά των Τούρκων στην Ασία με πλοία ουδέτερης σημαίας. Μαζί τους μπορούσαν να έχουν μόνο δύο ενδυμασίες και μικρό χρηματικό ποσό για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των πρώτων ημερών.

Στον Ακροκόρινθο δεν έλειψαν τα έκτροπα, που όμως δεν έφθασαν στο σημείο της Τριπολιτσάς, καθώς και η διαρπαγή λαφύρων από στρατιώτες και άλλους, παρά τη συμφωνία των αρχηγών, στις 15 Δεκεμβρίου να αφεθούν όλοι οι θησαυροί για το δημόσιο ταμείο σε περίπτωση που η κατάληψη του φρουρίου θα γινόταν με συνθήκη και όχι με έφοδο. Έτσι στερήθηκε το δημόσιο ταμείο από ποσά που θα μπορούσαν να καλύψουν ανάγκες του πολέμου. Κατά τον Φιλήμονα, η αξία των πολύτιμων λίθων και των σκευών, που παραδόθηκαν, μαζί με τα χρηματικά ποσά έφθαναν τα 2.000.000 γρόσια. Ο Υψηλάντης κατόρθωσε να διασώσει από τη λαφυραγωγία τα μισά περίπου. Από αυτά, εκτός από τα πολύτιμα αντικείμενα, αξίας 800.000 γροσίων που αποφασίστηκε να παραχωρηθούν στα ναυτικά νησιά, 100.000 γρόσια δόθηκαν στην Πελοποννησιακή Γερουσία για τις πολεμικές ανάγκες και αντικείμενα αξίας 200.000 γροσίων θα έμεναν «παρά τη νεοσυστάτη εθνική διοικήσει, ως πρώτη του δημοσίου ταμείου ζύμη». Ένα μικρό ποσό παραχωρήθηκε και στους 30 στρατιώτες που πρώτοι μπήκαν στο φρούριο.

Έμεναν όμως ακόμη οι περίφημοι θησαυροί του Κιαμίλ μπέη, στους οποίους απέβλεπαν ιδιαίτερα οι Έλληνες αρχηγοί. Ο Κιαμίλ μπέης αρνιόταν πεισματικά να αποκαλύψει τη θέση που ήταν κρυμμένοι οι θησαυροί του. Γι’ αυτό φυλακίσθηκε μαζί με την οικογένεια του στο φρούριο, αλλά παρά τις σκληρές πιέσεις και τις δυσάρεστες συνθήκες διαβίωσης αρνήθηκε μέχρι το θάνατό του, τον Ιούλιο του 1822, να μιλήσει για τους θησαυρούς του. Αρνιόταν μάλιστα ακόμη και την ύπαρξη τους.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *