Ξεκινάμε νωρίς το πρωί με σκοπό να φτάσουμε στα Γρεβενά και από εκεί στη Σιάτιστα. Διασχίζουμε το ποτάμι και αφού ακολουθούμε την αριστερή του όχθη, ανεβαίνουμε σε ένα μικρότερο παραπόταμο και φτάνουμε τη Μητρόπολη των Γρεβενών, όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός και το επισκοπικό μέγαρο ανάμεσα σε περίπου είκοσι ελληνικά σπίτια.
Ο τουρκικός μαχαλάς των Γρεβενών βρίσκεται σε απόσταση ενός μιλίου. προς τα βορειοανατολικά και παρ’ όλο που φιλοξενεί μόνο ογδόντα οικογένειες θεωρείται το πιο σημαντικό σημείο της πόλης, που μάλιστα περιλαμβάνει τουρκικά χωριά. και τσιφλίκια. η περιοχή, που μοιάζει με τη Βόρεια Ευρώπη πιο πολύ από ό,τι η Ήπειρος ή άλλα μέρη της Ελλάδας, παρουσιάζει την εικόνα μιας κυματοειδούς επιφάνειας που τροφοδοτείται με άφθονο νερό, καθώς συναντώνται εκεί διάφορα υδάτινα ρεύματα. Το τοπίο πλουτίζει η παρουσία πανέμορφων δασυλλίων με βελανιδιές και άλλα δέντρα που προμηθεύουν ξυλεία. Σε αυτόν τον τόπο δεν βλέπει κανείς ούτε ελιές, ούτε μουριές, παρά μόνον σιτηρά, λίγα κλήματα και κοπάδια ζώων. Το έδαφος δεν είναι κακό, αλλά η παραγωγή καλαμποκιού θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη αν υπήρχε μια αρμονία μεταξύ του πληθυσμού και των φυσικών πόρων.
Σε αντίθεση με τις μεγάλες πεδιάδες της Άρτας, των Ιωαννίνων και του Αργυρόκαστρου, εδώ χρησιμοποιούνται κάρα, με τέσσερις γερούς τροχούς και ένα τετράγωνο χώρο για το φόρτωμα, ο οποίος είναι φτιαγμένος από καλάμια. Από τις «φορτωμένες πραμάτειες», δηλαδή τα άλογα και τα μουλάρια που συναντήσαμε καθ’ οδόν από το Μέτσοβο, τα περισσότερα φορτωμένα με αλεύρι, καταλάβαμε ότι η περιοχή εξακουλουθεί να τροφοδοτεί την Ήπειρο και τα νησιά με ψωμί.
Από τα τούρκικα χωριά των Γρεβενών ο δρόμος περνά μέσα από ένα πλούσιο και ευχάριστο τοπίο, όπου δεν υπάρχουν πολλές καλλιέργειες, και φθάνουμε σε ένα χάνι και μια ψηλή, στενή γέφυρα με έξι αψίδες που ονομάζεται Πασά Κιούπρι. Η γέφυρα διασχίζει τον Βίστριτσα στο σημείο που στρίβει αριστερά κατά μήκος του βουνού Βουρίνου. Στη συνέχεια αφήνουμε στα δεξιά το δρόμο προς τη Βένια και τα Σέρβια και ανεβαίνουμε την πλαγιά που οδηγεί στη Σιάτιστα, αφήνοντας πίσω μας, προς τα αριστερά, το τούρκικο χωριό Γιάνκοβο. Από ένα άνοιγμα μπαίνουμε ανάμεσα στο βουνό της Σιάτιστας και το όρος Βούρινος και βλέπουμε το νουνό της Βέροιας, το αρχαίο Βέρμιο.
Αμέσως μετά μπαίνουμε στους αμπελώνες της Σιάτιστα και ανεβαίνοντας στον πετρώδη λόφο φθάνουμε στο κεντρικό μαχαλά που λέγεται χώρα. Ύστερα από κάποια ώρα μας στέλνουν την κάτω γειτονιά, τη «γιεράνη», κι από κει και πάλι στη χώρα στο σπίτι ενός από τους άρχοντες και ανηψιό του επισκόπου της Σιάτιστας, που το σπίτι του είναι εδώ, αλλά αυτός είναι στη Σέλιτζα. Ο τίτλος του είναι επίσκοπος Σισανίου και Σιατίστης, της οποίας η βαριά προφορά είναι Σάτστα. Ανώτερος του είναι ο επίσκοπος Αχρίδας.
Η πόλη, που αποτελείται από 500 σπίτια, βρίσκεται μεταξύ του υψηλού και του χαμηλού επιπέδου του πετρώδους όρους, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται αμπελώνες. Από τα σταφύλια οι Σιατιστάνοι παράγουν μερικά από τα καλύτερα κρασιά της Ρούμελης τα οποία πουλάνε πολύ στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, σπανίως όμως στέλνονται στην Ήπειρο εξαιτίας της δυσκολίας τους στη μεταφορά τους μέσω της Πίνδου. Το κρασί είναι τεσσάρων ποικιλιών: 1) Το «ηλιούμενον», που βγαίνει από άσπρα και κόκκινα σταφύλια, τα οποία αφήνονται για οκτώ μέρες στον ήλιο ή για έξι εβδομάδες σε έναν καλυμμένο χώρο και παράγουν λευκό γλυκό κρασί με δυνατή μυρωδιά και παχιά υφή, 2) Ένα ξηρό λευκό κρασί, 3) Ένα ξηρό κόκκινο κρασί, 4) το αψιθινό, που φτιάχνεται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και παίρνει τη μυρωδιά από κάποιες ποικιλίες Αρτεμίσιας, που βγαίνει από τα σταφύλια μετά την επεξεργασία τους στη στροφιλιά. Το κρασί είναι γλυκό και με δυνατή μυρωδιά, όχι όμως και το καλύτερο αψιθινό. Οι Σιατιστανοί κρατούν τα κρασιά τους για τρία, τέσσερα, πέντε χρόνια, πολλές φορές και για μεγαλύτερα διάστημα. Κάθε σοβαρός ιδιοκτήτης έχει πρέσα κρασιού, ενώ κελάρια υπάρχουν κάτω από όλα τα μεγάλα σπίτια, όπου εκτίθενται σε ένα πολύ ωραίο θέαμα με βαρέλια, τακτοποιημένα, όπως στην πολιτισμένη Ευρώπη. Μου έκανε εντύπωση πόσο έντονα είναι τα σημάδια της ξηρασίας στα αμπέλια, καθώς ο καιρός εδώ είναι πολύ διαφορετικός από της Ηπείρου. Αποδεικνύει πράγματι τη σημαντική κλιματολογική διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών της Πίνδου.
Εκτός από το κρασί τους οι Σιατιστάνοι μπορούν να καυχώνται και για το προβατίσιο κρέας τους -τα πρόβατα τρέφονται με χορτάρι από το βουνό ασβεστόλιθου- αλλά και για το κυνήγι τους. Οι λαγοί είναι μάλιστα τόσο πολλοί, που συχνά δημιουργούν προβλήματα. Όταν το χιόνι έχει καλύψει τους αμπελώνες, πράγμα που συμβαίνει συχνά το χειμώνα και για πολλές ημέρες, συνηθίζεται το κυνήγι των λαγών χωρίς σκύλους. Οι κάτοικοι χτυπούν τα ζώα με ξύλα και τα σκοτώνουν εύκολα, μιας και αυτά, καθώς είναι πεινασμένα, είναι αδύνατον να τρέξουν για να ξεφύγουν.
Ούτε εδώ ούτε σε κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδας έχω δει κυνήγι πέρδικας, όπως εμείς το συνηθίζουμε, με όπλα. Τα πουλιά εδώ είναι μεγαλύτερα, πιο άγρια, όλα τα είδη με κόκκινα πόδια και η πτήση τους διαρκεί περισσότερο. Έτσι, είναι μάλλον δύσκολο να τα πυροβολήσεις. Συνήθως οι Έλληνες τα πιάνουν με δίχτυ αλλά και πάλι σπανίως θα τα δεις να πουλιούνται στην αγορά. Πάντως στη Μακεδονία και την Ήπειρο συναντά κανείς πολύ περισσότερα πουλιά απ’ ό,τι στη Νότια Ελλάδα.
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι στη Σιάτιστα έχουν κάποιο μέλος της οικογένειας τους στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία ή άλλα μέρη της Γερμανίας και λίγοι είναι οι ηλικιωμένοι που δεν έχουν περάσει δέκα ή δώδεκα χρόνια της ζωής τους σε αυτές τις χώρες. Τα γερμανικά ομιλούνται ευρέως και τα ιταλικά σχεδόν το ίδιο.
Τα σπίτια είναι άνετα, καθαρά και όμορφα επιπλωμένα και ο κόσμος με τις περισσότερες ιδιαιτερότητες στο τραπέζι από κάθε άλλον στην Ελλάδα. Το φαγητό στη Σιάτιστα ίσως είναι τελικά η μόνη πηγή ασθενειών, μια και το κλίμα καθώς και η ατμόσφαιρα είναι εξαίρετα. Όμως πίνουν πολύ, από το δικό τους καλό κρασί. Μάλιστα ένας Σιατιστανός, που ήπιε πολύ, έπεσε από το άλογο και τώρα πεθαίνει.