Στη Ρούμελη του Καραϊσκάκη

Οι συνεχείς επιτυχίες του Καραϊσκάκη στη Ρούμελη κατά τους τελευταίους μήνες του 1826 ανησύχησαν σοβαρά τον Κιουταχή, που διέταξε τον Ομέρ πασά της Εύβοιας να εκστρατεύσει με σημαντικές δυνάμεις προς τα Σάλωνα και αφού διαλύσει την πολιορκία της πόλης να επαναφέρει σε υποταγή τις περιοχές που είχαν και πάλι επαναστατήσει. Στα μέσα Ιανουαρίου ο Ομέρ πασάς μαζί με τον Καρφίλμπη και τον Οσμάν πασά Γκέκα έφθασαν στο Τουρκοχώρι με 2.000 πεζούς και 500 ιππείς, και στις 16 του μηνός κατευθύνθηκαν προς το Δίστομο, που κατέχονταν από 300 ή 400 Σουλιώτες υπό τον Κ. Μπότσαρη, τον Νότη Μπότσαρη, τον Βασίλειο Μπούσγο και άλλους.

Στη Ρούμελη του Καραϊσκάκη
Ο Νότης Μπότσαρης

Οι Τούρκοι επέπεσαν αμέσως εναντίον των λίγων υπερασπιστών του Διστόμου και έπειτα από ορισμένες αψιμαχίες κατόρθωσαν να καταλάβουν το κέντρο του χωριού. Επιτέθηκαν με μεγάλη σφοδρότητα εναντίον του ισχυρού οχυρώματος στον λόφο του Προφήτη Ηλία και κατέστρεψαν τα σπίτια και τα οχυρώματα, από τα οποία στο μεταξύ είχαν αποσυρθεί οι Έλληνες.

Έπειτα από πολύωρη μάχη η ορμητική εκείνη επίθεση των Τούρκων αποκρούσθηκε χάρη στον Γ. Δράκο, που με 200 άνδρες έσπευσε από τα Σάλωνα για να ενισχύσει τους αμυνόμενους Έλληνες. Σε αυτή τη μάχη οι Τούρκοι είχαν 80 νεκρούς ενώ οι απώλειες των Ελλήνων ήταν ελάχιστες, 2 Σουλιώτες νεκροί και 8 πληγωμένοι, ανάμεσα τους και ο Νότης Μπότσαρης. Η επιτυχία όμως των Ελλήνων ήταν πολύ μεγάλη, γιατί στην αρχή τουλάχιστον 300 μόνο Σουλιώτες αντιμετώπισαν πολλαπλάσιες εχθρικές δυνάμεις.

Παρ’ όλα αυτά η θέση του Διστόμου εξακολουθούσε να είναι δύσκολη. Ο Καραϊσκάκης έσπευσε από τη Βελίτσα, που βρισκόταν τότε, να στείλει μήνυμα στους Έλληνες που ήταν κλεισμένοι στο Δίστομο να επιτεθούν στους τούρκους μόλις αντιλαμβάνονταν δική του έφοδο κατά του εχθρικού στρατοπέδου. Για την πραγματοποίηση του σκοπού του ο Καραϊσκάκης συνέλαβε ένα ευφυέστατο αν και παράτολμο σχέδιο, που έγινε από όλους αποδεκτό. Υπολογίζοντας και στο μήνυμα που είχε στείλει στους Σουλιώτες του Διστόμου, θεώρησε «ότι προτιμότερον ήτο να εισέλθωσι εις το χωρίον διά μέσω των εχθρών κοιμωμένων, ησύχως και ταχαίως διερχόμενοι με τα όπλα των, έτοιμα μεν, αλλά μη μεταχειριζόμενοι αυτά, παρά διά πλαγίων και μακρυνών να περιπλανηθώσιν οδών», σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ. Οικονόμου.

Τη νύχτα της 21ης Ιανουαρίου ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 400 ανδρών έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του. Η ελληνική δύναμη έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους, αλλά η σύγχυση που προκλήθηκε στο εχθρικό στρατόπεδο επέτρεψε στους Έλληνες να καταφέρουν να μπουν στο χωριό. Οι επόμενες μέρες πέρασαν χωρίς σημαντικές αψιμαχίες. Ο Καραϊσκάκης γνωρίζοντας τη στρατηγική θέση του Διστόμου στη Ρούμελη παρέμενε εκεί.

Στις 31 Ιανουαρίου από μία άστοχη πρωτοβουλία Ελλήνων που στάθμευσαν στο Στείρι δόθηκε αφορμή για αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο αντιπάλους. Οι Έλληνες στην προσπάθεια τους να αρπάξουν λίγα ζώα από τους Τούρκους που έβοσκαν εκεί κοντά, κατάφεραν στην αρχή να καταλάβουν δύο λόφους και να απωθήσουν τους Τούρκους ως το στρατόπεδο τους, χάρη στη μικρή ενίσχυση που τους έστειλε έγκαιρα ο Καραϊσκάκης.

Σε λίγο όμως, δύο τάγματα, από 400 άνδρες το καθένα, με ευρωπαϊκού τύπου στολές, βάδιζαν με κανονικό σχηματισμό με τύμπανα και προτεταμένες ξιφολόγχες. Ο Κουτσονίκας και ο Οικονόμου τα αποκαλούσαν «λείψανα ταγμάτων» συγκροτημένων στην Κωνσταντινούπολη μετά τη μεταρρύθμιση του στρατιωτικού συστήματος και την εξολόθρευση των γενιτσάρων, γιατί μέχρι τη μεταφορά τους στην Ελλάδα οι περισσότεροι από τους άνδρες των ταγμάτων λιποτάχτησαν.

Η απροσδόκητη αυτή επικουρία των Τούρκων θορύβησε τους Έλληνες και τους έκανε να οπισθοχωρήσουν μέχρι το Δίστομο. Στην υποχώρηση που εξελίχθηκε σε πραγματική φυγή, κινδύνεψε να αιχμαλωτισθεί και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης.

Το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου, οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον τους και τους προξένησαν μεγάλες καταστροφές. Ο Ομέρ πασάς, απογοητευμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, φοβήθηκε επανάληψη της καταστροφής του Μουσταφάμπεη στην Αράχωβα και αποφάσισε να εγκαταλείψει το Δίστομο.

Ύστερα από την εξέλιξη αυτή οι τουρκικές φρουρές της Δαύλειας και της Μονής Ιερουσαλήμ εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και αναχώρησαν. Το σπουδαιότερο απελευθερώθηκαν τα Σάλωνα, οριστικά αυτή τη φορά. Ο Καραϊσκάκης τοποθέτησε φρουρές στο Ξηρόμερο, στις επαρχίες Ναυπακτίας και Μεσολογγίου καθώς και στα Κράβαρα, στο Μαλανδρίνο, στο Δίστομο στη Μ. Δομπού, στο Ταλάντι καθώς και στα Σάλωνα, απέστειλε τον Πανουργιά, τον Γ. Δυοβουνιώτη και τον Κομνά Τράκα. Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης έμεινε στον Όσιο Λουκά. Η Στερεά και πάλι βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός από τη Βόνιτσα, το Μεσολόγγι και τη Ναύπακτο.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

Ένα σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *