Σταυροφόροι στην Παλαιστίνη (11ος-13ος αιώνας)

Οι Σταυροφορίες ως ιστορικό φαινόμενο επιδεικνύουν μία από τις πλουσιότερες και ποικιλόμορφες σύγχρονες βιβλιογραφίες, οι οποίες όμως τείνουν να παρουσιάζουν την περίοδο αυτή από τη δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά. Οι σταυροφόροι είχαν θρησκευτικά, οικονομικά, αλλά και πολιτικά κίνητρα. Σκοπός, όμως, αυτού του άρθρου δεν είναι η αναφορά σε αυτά τα κίνητρα, ούτε η παρουσίαση μορφών της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας της μεσαιωνικής Εγγύς Ανατολής. Σκοπός είναι η παρουσίαση των αντιλήψεων και αντιδράσεων του γηγενούς πληθυσμού κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας.

Σταυροφόροι στην Παλαιστίνη

Οι Σταυροφόροι στην Παλαιστίνη

Η αραβική κυριαρχία της Παλαιστίνης ξεκίνησε περί τα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. και διακόπηκε ξαφνικά και αναπάντεχα το 1099, όταν τα στρατεύματα της Α’ Σταυροφορίας κατάφεραν να κατακτήσουν την πολυπόθητη Ιερουσαλήμ και να ιδρύσουν το βασίλειο των Ιεροσολύμων στα παλαιστινιακά εδάφη. Η συνήθης αιτία, στην οποία αποδίδεται η επιτυχία αυτή των σταυροφόρων είναι η διάσπαση και η αδυναμία που επικρατούσε τότε στον αραβικό κόσμο. Αυτή η άποψη έχει μια δόση αλήθειας, αλλά δεν διεισδύει αρκετά στην αραβική συνείδηση ώστε να εξηγήσει σε βάθος τις αντιδράσεις του τοπικού πληθυσμού.

Κατά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα η Συρία και η Παλαιστίνη, δηλαδή οι περιοχές οι οποίες κυρίως υπέστησαν την αιματηρή επιδρομή και συνακόλουθη κατοχή των σταυροφόρων μισό αιώνα αργότερα, υπήρξαν και οι περιοχές όπου εκτυλίσσονταν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι του ανατολικού ισλαμικού κόσμου, και στους Φατιμίδες ηγέτες της Αιγύπτου. Οι Σελτζούκοι, λαός τουρκοϊρανικής προέλευσης, οι οποίοι περί τα μέσα του 10ου αιώνα είχαν ασπαστεί τον «ορθόδοξο» ισλαμισμό, ήταν δηλαδή σουνίτες, κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία της πελώριας μουσουλμανικής αυτοκρατορίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή -του χαλιφάτου της Βαγδάτης.

Οι Φατιμίδες σιίτες, αντίθετοι προς την «ορθοδοξία» της Βαγδάτης, επαναστάτησαν και ίδρυσαν αυτόνομο ισλαμικό χαλιφάτο στην Αίγυπτο και όλη τη μουσουλμανική Αφρική, το οποίο φυσικά αντιτασσόταν στη Βαγδάτη. Η Παλαιστίνη, ως συνοριακή περιοχή εν μέσω των δύο ανταγωνιστικών αυτοκρατοριών, υπήρξε και το κυρίαρχο μέτωπο των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ τους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1090-1100 πέθαναν οι κυριότεροι πολιτικοί αρχηγοί του ισλαμικού κόσμου. Όπως συχνά συμβαίνει με τις απώλειες μεγάλων ηγετών, ακολούθησε αποπροσανατολισμός και αναρχία στον ισλαμικό κόσμο. Η Α’ Σταυροφορία, η οποία κηρύχθηκε από τον πάπα Ουρβανό με σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους άπιστους μουσουλμάνους το 1095, πραγματικά δεν μπορούσε να είχε ξεκινήσει κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες για τους σταυροφόρους.

Η εθνική και θρησκευτική δημογραφία της Παλαιστίνης εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαιτέρως ποικιλόμορφη. Η πλειονότητα των κατοίκων, Άραβες και μουσουλμάνοι, υπήρξαν μάλλον σουνίτες. Επίσης υπήρχαν κοινότητες χριστιανών και Εβραίων, οι οποίες αναμφίβολα αποτελούσαν μειονότητες. Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Εβραίους και τους χριστιανούς «ανθρώπους της Βίβλου», οι οποίοι είχαν δικαιώματα σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, όχι όμως πλήρη ισότητα με τους μουσουλμάνους. Αν και η διαχείριση αυτών των μειονοτήτων διέφερε από ηγέτη σε ηγέτη και από μέρος σε μέρος, η αραβική κυριαρχία, με κάποιες εξαιρέσεις (κυρίως τον 11ο αιώνα), διακρινόταν για την ανοχή της.

Οι θριαμβευτικές επιτυχίες των σταυροφόρων είχαν αποτέλεσμα να υποταχθούν σταδιακά σε αυτούς περιοχές που εκτείνονταν σχεδόν σε χίλια χιλιόμετρα κατά μήκος της συριακής και παλαιστινιακής ακτής. Ο ισλαμικός κόσμος κατέχονταν από αισθήματα έκπληξης, φόβου και απορίας, ενώ Άραβες ποιητές θρηνούσαν την κατάληψη της Ιερουσαλήμ και την έλλειψη συντονισμένης αντίδρασης του ευρύτερου ισλαμικού κόσμου εναντίον των απίστων και πολυθεϊστών, όπως αποκαλούσαν τους χριστιανούς οι μουσουλμάνοι.

Αρκετοί υπήρξαν τυχεροί και επιβίωσαν της αρχικής επιδρομής των σταυροφόρων. Αντί, όμως, να συνεχίσουν να υφίστανται τις αντιξοότητες ενός πολέμου, την κατοχή, την πείνα και τις αρρώστιες, διάλεξαν την επιλογή φυγής που πρόσφεραν οι κατακτητές. Οι πρόσφυγες από τη Συρία και την Παλαιστίνη προς την Αίγυπτο και άλλα μέρη του αραβικού κόσμου υπήρξαν πολλοί. Η ομαδική έξοδος ξεκίνησε το 1098 με την κατάληψη της Αντιόχειας και κορυφώθηκε με αυτήν της Τύρου το 1124. Παρ’ όλα αυτά, οι κατακτητές παρέμειναν μειονότητα στην Παλαιστίνη καθ ‘ όλη τη διάρκεια της φραγκοκρατίας.

Ο μουσουλμανικός κόσμος αντιδρά

Η αντίδραση του ισλαμικού κόσμου, που ξεκίνησε περί τα μέσα του 12ου αιώνα πήρε τη μορφή ιερού πολέμου (τζιχάντ). Η ιδεολογία του ιερού πολέμου υπήρξε βαθιά ενσωματωμένη στην ισλαμική πίστη και σχετίζεται πάνω από όλα με την έννοια ενός αγώνα από την πλευρά των μουσουλμάνων. Στα αρχικά στάδια της εξάπλωσης της μουσουλμανικής αυτοκρατορίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή (7ος αιώνας), οι κατακτητές κατείχαν και θρησκευτικά κίνητρα. Λίγες υπήρξαν οι περίοδοι που δεν μαρτυρούν καμία εκδήλωση τζιχάντ κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Ωστόσο, ακριβώς μια τέτοια περίοδο διένυε ο μουσουλμανικός κόσμος στα τέλη του 11ου αιώνα. Όταν πλησίασαν οι σταυροφόροι τους Αγίους Τόπους το 1099, ο διαμαχόμενος αραβικός κόσμος είχε θάψει την ιδέα του τζιχάντ, και οι σταυροφόροι, οι οποίοι πρόσφατα είχαν αναπτύξει δικές τους θεωρίες για τον ιερό πόλεμο, κατείχαν ιδεολογικό πλεονέκτημα.

Αναμφίβολα, στις θρησκευτικές μουσουλμανικές τάξεις υπήρχαν ισχυρά εχθρικά αισθήματα για τους Φράγκους και η θέληση της προώθησης του τζιχάντ. Έπρεπε ο θρησκευτικός αυτός ζήλος να μεταδοθεί στους στρατιωτικούς ηγέτες. Οι τρεις ηγέτες που θεωρούνται υπεύθυνοι για την εκδίωξη των Φράγκων από τη Συρία και την Παλαιστίνη ήταν ο τουρκόφωνος κυβερνήτης της Μοσούλης και του Χαλεπίου, Ζάνγκι (1128-1146), ο γιος του, αρχικά εμίρης της Συρίας στο Χαλέπι και αργότερα, μετά την κατάλυση του σιιτικού χαλιφάτου των Φατιμιδών, ο σουλτάνος της Αιγύπτου, Νουρεντίν (1147-1174), και ο πλέον φημισμένος Κούρδος στρατηγός του τελευταίου και αργότερα κυρίαρχος της Αιγύπτου, της Συρίας και της Μεσοποταμίας Σαλαντίν (1138-1193).

Η πρώτη εντυπωσιακή επιτυχία κατά των σταυροφόρων ήρθε όταν η Έδεσσα έπεσε στα χέρια του Ζένγκι το 1144. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε και τη Β’ Σταυροφορία που κηρύχθηκε στη Ρώμη ένα χρόνο αργότερα, αλλά συγχρόνως εμψύχωσε τον αραβικό κόσμο και ανέστησε τη μέχρι τότε νεκρή θέληση για τζιχάντ. Η ενοποίηση της Συρίας με την Αίγυπτο, που πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα από τους Νουρεντίν και Σαλαντίν, υπήρξε και το αποφασιστικό βήμα στην περικύκλωση του φραγκικού βασιλείου στην Παλαιστίνη. Το τελικό χτύπημα εναντίον των Φράγκων ήρθε το 1187, όταν ο αναμφισβήτητα πλέον ισχυρότερος ηγέτης του ισλαμικού κόσμου, ο Σαλαντίν, συνέτριψε τα στρατεύματα των εχθρών στη μάχη του Χατίν, και λίγο αργότερα πέτυχε τη θριαμβευτική ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, περιορίζοντας τους Δυτικούς στη στενή λωρίδα της δυτικής Παλαιστίνης μεταξύ Τρίπολης και Γιάφας.

Μετά το θάνατο του Σαλαντίν, η δυναστεία των Αγιουβιδών, την οποία ίδρυσε ο ίδιος, διασπάστηκε σε αυτόνομα κρατίδια, των οποίων οι ηγέτες κατά καιρούς πολεμούσαν τους υπολειπόμενους στην Ανατολή Φράγκους, αλλά δεν δίστασαν και να συμμαχήσουν μαζί τους για να υπερισχύσουν άλλων τοπικών μουσουλμάνων ηγετών. Μολονότι η ιδέα του ιερού πολέμου επέζησε και άνθησε κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, οι νέες πολιτικές συνθήκες και τα επικρατούντα τοπικά και προσωπικά συμφέροντα ενθάρρυναν την ειρηνική συνύπαρξη με τους Φράγκους.

Το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα η δυναστεία των Μαμελούκων ανήλθε στο προσκήνιο και ο Μαμελούκος στρατηγός και μελλοντικός σουλτάνος της Αιγύπτου αλ-Ζαχίρ Μαϊμπάρς ανέλαβε ξανά δράση κατά των Φράγκων και τους υπέβαλλε σε συντριπτική ήττα στη μάχη της Γάζας. Ήταν θέμα χρόνου πια η οριστική εκδίωξη τους, πράγμα που επετεύχθη με την πτώση της Άκρας, το 1291. Τότε ήταν που εξαφανίστηκαν και τα τελευταία απομεινάρια της δυτικής κατοχής στη συριοπαλαιστινιακή ακτή.