Ο Σουργιαβαρμάν Β‘ ανέλαβε την εξουσία στην Αυτοκρατορία των Χμερ το 1113, εκθρονίζοντας τον ηλικιωμένο Νταρανιντραβαρμάν Β’, μεγαλύτερο αδελφό του Τζαγιαβαρμάν ΣΤ’. Η μακροχρόνια βασιλεία του, που τερματίστηκε το 1150, χαρακτηρίστηκε από σταθερότητα και άνθηση των τεχνών, έπειτα από μια αρχική περίοδο υπό την πολεμική απειλή. Το 1116 προχώρησε σε μια διπλωματική συμμαχία με τη δυναστεία των Σονγκ, βάσει της οποίας αποδέχτηκε επίσημα υποτέλεια στην Κινεζική Αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα για μια δεκαετία να εξαντλήσει το βασίλειο του σε στρατιωτικές αποστολές εναντίον των Ντάι Βιέτ στο Βόρειο Βιετνάμ και των γειτόνων Τσαμ. Με πολύ κόπο κατόρθωσε να αποκαταστήσει την εύθραυστη κυριαρχία του.
Το 1145, όπως προκύπτει από δύο ανάγλυφα του Άνγκορ Βατ, τα στρατεύματα των Χμερ κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Τσαμ, Βιτζάγια, προκαλώντας ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης που θα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια μεταγενέστερα. Ωστόσο, καθώς για την ώρα είχε επέλθει ειρήνη στα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του, αποφάσισε να αφιερωθεί σε έργα τα οποία θα κληροδοτούσε στις επόμενες γενιές. Πιστός στον Βισνού, του αφιέρωσε τον καινούργιο ναό Μπαντεάι Σάμρε, στο νοτιοανατολικό άκρο του ανατολικού Μπαρέι. Επιπλέον, στην Άνγκορ κατασκεύασε ένα αρχιτεκτονικό θαύμα, το Άνγκορ Βατ, την ολοκλήρωση του οποίου δεν ευτύχησε να δει.
Πριν συνδέσει τη φήμη του με ένα έργο που χρειάστηκε περίπου 30 χρόνια για να ολοκληρωθεί και πριν διαθέσει σχεδόν όλες τις οικονομικές πηγές της αυτοκρατορίας γι’ αυτόν τον σκοπό, ο Σουγιαβαρμάν Β’ οικοδόμησε άλλα δύο μνημειώδη κτίρια σε περιοχές μακριά από την πρωτεύουσα. Το πρώτο ήταν το τεράστιο συγκρότημα Μπενγκ Μεαλέα, στην Πνομ Κουλέν, και το δεύτερο το Πνομ Ρουνγκ, αφιερωμένο στον Σίβα, το οποίο ανήγειρε στην κορυφή ενός ανενεργού ηφαιστείου, σε ταϊλανδέζικη περιοχή, στην οδό που συνέδεε την Άγκορ με το Φιμάι, σημαντικό κέντρο των Χμερ στο αρχαίο Σιάμ. Επρόκειτο για μια τοποθεσία που είχε προγενέστερα επιλεγεί από ένα τοπικό βασιλιά, τον Ναρεντραντίγια, που ίσως είχε συγγένεια με τον Σουργιαβαρμάν Β’.
Η περιοχή αυτή, ενώ αποτελούσε μόνο χώρο προσκυνήματος, διέθετε ένα οργανωμένο σύστημα άρδευσης, γύρω από τρεις λεκάνες, γεγονός που καταδεικνύει ότι εκεί μπορούσε να ζήσει σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Το κεντρικό ιερό, που οικοδόμησε ο Σουργιαβαρμάν Β’, είναι προσβάσιμο μέσω ενός περάσματος μήκους 60 μέτρων, το οποίο είναι διακοσμημένο με πυλώνες σε σχήμα ανθέων λωτού. Ο διάκοσμος, όπως στο σύνολό του «επαρχιακού» στυλ του Φιμάι, περιλαμβάνει αναπαραστάσεις ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.
Το Άνγκορ Βατ («πόλη-ναός»-βατ στα ταϊλανδέζικα σημαίνει ναός του Βούδα) εξέφραζε την αφοσίωση του μονάρχη στην ινδουιστική θεότητα Βισνού και έπειτα από μεγάλο διάστημα, και μόνο όταν η Άνγκορ πλησίαζε στην παρακμή της, μετατράπηκε σε βουδιστικό ναό. Χτίστηκε στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης που ίδρυσε ο Γιασαβαρμάν Α’ και πλαισιώνεται από ένα ορθογώνιο όρυγμα μήκους 1.700 μέτρων και πλάτους 1.500 μέτρων, από τον βορρά στο νότο, με πλάτος 200 μέτρων. Στη χερσόνησο που συνδέεται με τη στεριά μέσω ενός πέτρινου περάσματος το οποίο φρουρείται από φίδια νάγκα, η περίμετρος των τειχών από λατερίτη που περιστοιχίζουν το ιερό περικλείει περίπου 21 εκτάρια γης.
Το συγκρότημα αποτελείται από μια σειρά ομόκεντρων ορθογώνιων αυλών που σκεπάζονται από σήραγγες με ανοιχτούς χώρους, που με τη σειρά τους συνδέονται με σταυροειδείς σήραγγες. Η κύρια είσοδος βρίσκεται στο δυτικό τμήμα και η πρόσβαση γίνεται μέσω μιας διάβασης από ψαμμίτη. Μέσω μιας σταυροειδούς βεράντας και ανεβαίνοντας μία κλίμακα φτάνει κανείς στην εξωτερική από τις ομόκεντρες σήραγγες, την Τρίτη Σήραγγα, διάσημη για τα ανάγλυφά της. Προσπερνώντας τις δύο επόμενες, μέσω σκεπαστών διαδρόμων, πλησιάζει στο κεντρικό ιερό με τους πέντε ψηλούς πύργους, επίγεια αναπαράσταση των πέντε κορυφών του όρους Μερού. Ο επιβλητικός κεντρικός πύργος είναι προσβάσιμος μέχρι την κορυφή του. Εκεί κάποτε βρισκόταν ένα άγαλμα του Βισνού, που μεταγενέστερα χάθηκε ή μετακινήθηκε. Το μεγαλείο του Άνγκορ Βατ συνίσταται στην εναρμόνιση των αρχιτεκτονικών στοιχείων με τον περιβάλλοντα χώρο.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ανάγλυφα της κεντρικής στοάς καθώς παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή τω Χμερ. Το μεγαλύτερο μέρος τους, με εξαίρεση εκείνων της νοτιοανατολικής γωνίας που είναι προσθήκη του 16ου αιώνα, είναι απαράμιλλης ομορφιάς και ζωντάνιας. Εκτείνονται σε μήκος 700 μέτρων και θεωρούνται από τις μεγαλύτερες ανάγλυφες δημιουργίες του πλανήτη. Μέσα από χιλιάδες μορφές αποδίδονται σκηνές από ινδουιστικά έπη, τη ζωή στην αυλή, τις στρατιωτικές αποστολές στο βασίλειο του Σουργιαβαρμάν Β’.
Με αφετηρία τη νότια πλευρά, τα ανάγλυφα ξεκινούν με τη μάχη του Κουρουκσέτρα, κορυφαίο γεγονός του έπους Μαχαμπαράτα, η οποία με τραγικό τρόπο θέτει τέλος στη διαμάχη μεταξύ των εξαδέλφων Παντάβα και Καουράβα. Ακολουθεί η λιτανεία υπό τον Σουργιαβαρμάν Β’, που αναφέρεται με το όνομα Παραμαβισουλόκα («εκείνος που έφτασε στο βασίλειο του υπέρτατου Βισνού»). Στην ακολουθία συμμετέχουν βραχμάνοι, κυρίες της αυλής, μία πομπή ιππέων με τους αρχηγούς τους (μεταξύ αυτών και ο βασιλιάς), οι δεύτεροι πάνω σε ελέφαντες, και Ταϊλανδοί έμποροι.
Ακολουθούν μυθολογικές σκηνές, όπως ο Παράδεισος και η Κόλαση, με την απόδοση ων τιμωριών που επιβάλλονται στους καταραμένους στο βασίλειο του Γιάμα και την αναταραχή του αρχέγονους ωκεανού, σημαντικό γεγονός της ινδουιστικής ιστορίας που παραπέμπει στη δημιουργία του σύμπαντος.
Αφού το όρος Μερού έχει εναποτεθεί στη ράχη μιας τεράστιας χελώνας, θεοί και δαίμονες εκλέγουν αρχηγούς ώστε να εφεύρουν το ελιξήριο της αθανασίας και να χαρίσουν τη ζωή στα ζωντανά όντα. Η νίκη του Βισνού επί των δαιμόνων (ασούρα) είναι ένα από τα πιο πρόσφατα ανάγλυφα, μαζί με εκείνο που αφηγείται τη νίκη του Κρίσνα επί του δαίμονα Μπάνα.
Στο τελευταίο κομμάτι αναπαρίσταται η μάχη μεταξύ θεών και δαιμόνων. Συμμετέχουν οι 21 θεότητες του ινδουιστικού πάνθεου, κάθε μία με το άρμα της. Η σκηνή ολοκληρώνεται με τη μάχη του Λάνκα, όπου ο δαίμονας Ραβάνα, που του είχε απαγάγει τη σύζυγό του, τη Σίτα, γνωρίζει την ήττα, από τον στρατό των πιθήκων που είχε συμμαχήσει με τον Ράμα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο του έπους Ραμαγιάνα απεικονίζεται και στις γωνιακές πλευρές.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του Άνγκορ Βατ είναι οι 1.876 ουράνιες νύμφες (απσάρα), που είναι διακοσμημένες σε όλο το συγκρότημα, φορώντας ρούχα και κοσμήματα όπως εκείνων των κυριών της αυλής του βασιλιά. Η λεπτότητα και η κομψότητα του αναγλύφου μερικές φορές μετά βίας επιτρέπουν να παρατηρήσει κανείς ότι στην αλλαγή και στην κίνηση των αναπαραστάσεων συμβάλλουν η τοποθέτηση των χαρακτήρων, τα τρισδιάστατα στοιχεία και οι πολυάριθμες κομμώσεις και τα κοσμήματα.
Το Άνγκορ Βατ είναι ένα από τα περισσότερο μελετημένα μνημεία του πολιτισμού των Χμερ. Ωστόσο, δεν έχει ακόμα αποκαλύψει όλα τα μυστικά του: συνεχίζουν να είναι άγνωστοι οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην κατασκευή του, καθώς και ποιοι τεχνίτες και οικοδόμοι ανήγειραν αυτό το εντυπωσιακό μνημείο.
Με πληροφορίες από: nationalgeographic