Σουλτανάτο του Ικονίου

Το Σουλτανάτο του Ρουμ ή Σουλτανάτο του Ικονίου, όπως αναφέρεται σε παλαιότερες δυτικές πηγές, ήταν ένα Τουρκοπερσικό, Σουνιτικό, Μουσουλμανικό κράτος στη Μικρά Ασία (1077 – 1307). Το Σουλτανάτο του Ρουμ ξεκίνησε την αντικατάσταση της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων με τον Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς (1077) αμέσως μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ. Η πρωτεύουσα του αρχικά ήταν η Νίκαια Βιθυνίας (την πρώτη δεκαετία), αμέσως μετά μεταφέρθηκε στο Ικόνιο. Οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι κατέκτησαν τις περιοχές, στις οποίες εγκαταστάθηκαν, από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο όρος «Ρουμ» προέρχεται από την Αραβική λέξη για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Σελτζούκοι ονόμαζαν έτσι τα εδάφη του σουλτανάτου τους, επειδή εθεωρούντο επί μακρόν «Ρωμαϊκά», δηλαδή Βυζαντινά, από τα Μουσουλμανικά στρατεύματα.

Σουλτανάτο του Ικονίου

Όταν ιδρύθηκε το Σουλτανάτο του Ικονίου, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί στα σελτζουκικά πλέον εδάφη υποβιβάστηκαν στην κατηγορία των dimmi, δηλαδή στην κατηγορία μη μουσουλμάνων, όπως υπήρχε στα μουσουλμανικά κράτη. Οι χριστιανοί, ως dimmi, υποχρεούνταν να πληρώνουν φόρο επί των προϊόντων της γης ή επί του κέρδους, καθώς και τον κεφαλικό φόρο. Όσοι από τους χριστιανούς κατοικούσαν σε περιοχές που ανήκαν σε βακούφια, δηλαδή σε μουσουλμανικά εκκλησιαστικά ιδρύματα, υποχρεώνονταν να καταβάλουν το ένα πέμπτο της γεωργικής τους παραγωγής στα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Επί πλέον υποχρεώνονταν και σε άσκηση «αγγαρείας». Έτσι με την ιδιότητα ων dimmi, οι Έλληνες εισήλθαν στη μουσουλμανική κοινωνία της Μικράς Ασίας.

Ως το τέλος του 13ου αιώνα, μεγάλα τμήματα της χερσονήσου βρίσκονταν ήδη δύο αιώνες υπό την κυριαρχία του Ικονίου, και σημαντικό μέρος της χριστιανικής κοινωνίας είχε υποστεί τις περιπέτειες του πολέμου, των επιδρομών και της πολιτικής υποταγής. Η μεγάλη αποδιάρθρωση διευκόλυνε σημαντικά την πορεία της πολιτικής μεταβολής. Η μουσουλμανική θρησκεία είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν η θρησκεία των κατακτητών, αντίθετα με τον χριστιανισμό που ήταν η θρησκεία των ηττημένων. Έτσι στο διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό τομέα υποστηρίχθηκαν από το κράτος και ενισχύθηκαν χρηματικά οι παραδοσιακοί ισλαμικοί θεσμοί και σχήματα.

Με την εξάπλωση της διακυβέρνησης των Σελτζούκων και την ίδρυση τζαμιών, ιεροσπουδαστηρίων, μοναστηριών και πανδοχείων σε όλη την επικράτεια των Σελτζούκων οι θεσμοί αυτοί άρχισαν βαθμιαία να μεταλλάσσουν τη μικρασιατική κοινωνία σύμφωνα με τα ισλαμικά πρότυπα. Ολόκληρο το σύστημα αυτών των θεσμών οργανώθηκε, υποστηρίχθηκε και αναπτύχθηκε με τα πλούτη που αφαίρεσαν οι κατακτητές από τους χριστιανούς.

Παρ΄ όλο που δεν έχουν διασωθεί λεπτομέρειες από τη ζωή των χριστιανών στη Σουλτανάτο του Ικονίου κατά τον 13ο αιώνα, είναι αρκετά γνωστή στις βασικές της γραμμές. Είναι δύσκολο να διατυπωθεί με βεβαιότητα ως ποιο βαθμό εφαρμόστηκαν από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία τα περιοριστικά μέτρα που είχε επιβάλλει ο Ομεϋάδης χαλίφης Ουμάρ στους χριστιανούς και στους Εβραίους.

Στους άπιστους που κατοικούσαν στις πόλεις δεν επιτρεπόταν να ανεγείρουν ναούς ή μονές ή να ανοικοδομήσουν κατεστραμμένες εκκλησίες. Απαγορευόταν επίσης στους άπιστους να παρέχουν άσυλο σε κατασκόπους και να διασπείρουν το μίσος για τους μουσουλμάνους, υποχρεώνονταν όμως να προσφέρουν στους πιστούς θέση στις συγκεντρώσεις τους. Επίσης απαγορευόταν στους άπιστους να ενδύονται όπως οι μουσουλμάνοι και υποχρεώνονταν να ενδύονται με τον δικό τους τρόπο και να φέρουν ζωνάρι. Στις κηδείες δεν επιτρεπόταν να θρηνούν τους νεκρούς με δυνατές κραυγές. Στις εκκλησίες οι καμπάνες έπρεπε να χτυπούν σε χαμηλό τόνο.

Ο τρόπος αφομοίωσης των άπιστων στο σελτζουκικό κράτος κατά τον 13ο αιώνα φαίνεται καθαρά σε διάφορους τομείς και στις επιμιξίες των Σελτζούκων σουλτάνων και των γηγενών χριστιανών αριστοκρατών. Αρκετοί σουλτάνοι είτε είχαν νυμφευθεί χριστιανές, είτε κατάγονταν από χριστιανή μητέρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν και σύζυγο και μητέρα χριστιανές. Επίσης ο Ιωάννης Κομνηνός, ανηψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνού νυμφεύτηκε με μία από τις κόρες του σουλτάνου, εγκαταστάθηκε στο Ικόνιο και προσηλυτίσθηκε στον μωαμεθανισμό.

Οι Σελτζούκοι, όταν κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία, έγιναν κύριοι μιας χώρας που υπήρξε το κέντρο της βυζαντινής αριστοκρατίας της περιοχής. Πολλά μέλη της αριστοκρατίας διέφυγαν τότε από τους Τούρκους κατακτητές και επανεγκαταστάθηκαν σε περιοχές που παρέμεναν ακόμη υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών. Η παρουσία όμως πολλών μελών των αριστοκρατικών οικογενειών της Μικράς Ασίας στις αυλές των Τούρκων φανερώνει ότι σημαντικό τμήμα της ελληνικής αριστοκρατίας ανέπτυξε καλές σχέσεις με τους Τούρκους. Από τους αριστοκράτες που παρέμειναν στη Μικρά Ασία, πολλοί διατήρησαν την χριστιανική πίστη, ενώ άλλοι ασπάσθηκαν τον μωαμεθανισμό. Ιδιαίτερα εξέχουσα θέση στους σελτζουκικούς κύκλους κατείχαν οι οικογένειες των Γαβράδων, των Μαυροζώμηδων και των Κομνηνών.

Οι σουλτάνοι είχαν οργανώσει στο κυβερνείο ιδιαίτερο νοταριακό γραφείο, για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων των γηγενών ελληνοφώνων και τη ρύθμιση των σχέσεων με το Βυζάντιο. Υπήρχαν Έλληνες φοροεισπράκτορες, Έλληνες μουσικοί στην αυλή και Έλληνες στρατιωτικοί αξιωματούχοι στα σελτζουκικά στρατεύματα, σπουδαιότερος από τους οποίους ήταν ο «κονόσταυλος», επικεφαλής των χριστιανικών στρατευμάτων. Ο Σελτζούκος σουλτάνος στρατολογούσε ιδιαίτερο σώμα από Ελλήνες υποτελείς του. Οι γηγενείς Έλληνες αποτελούσαν ζωτικό στοιχείο στη γεωργία του σουλτανάτου και από κοινού με τους μουσουλμάνους συμμετείχαν ενεργά στη βιοτεχνία και στο εμπόριο. Αναφέρεται στις πηγές ότι υπήρχαν στο σουλτανάτο Έλληνες αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, γιατροί, ξυλουργοί και υφαντουργοί.

Στον στρατιωτικό και διοικητικό τομέα οι χριστιανοί αφομοιώθηκαν εύκολα εξαιτίας του θεσμού των gulam, θεσμού ο οποίος συνέχισε να υφίσταται και κατά τους οθωμανικούς χρόνους, μέσω της στρατολογίας, γνωστής ως devsirme. Σύμφωνα με τον θεσμό αυτό, οι υπόδουλοι που είχαν ασπασθεί τον μωαμεθανισμό αναλάμβαναν υπηρεσία στον στρατό, στην κρατική διοίκηση και στις αυλές των διαφόρων μουσουλμανικών κρατών της Μικράς Ασίας.

Η χρησιμοποίηση των gulam από τους Σελτζούκους και αργότερα από τους Οθωμανούς ήταν συνέπεια των παραδοσιακών ισλαμικών διοικητικών σχημάτων. Επιπλέον ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι υπήρχαν πολυάριθμοι χριστιανοί νέοι στη Μικρά Ασία και στα σελτζουκικά και στα γειτονικά ελληνικά και αρμενικά εδάφη. Κύρια πηγή για την ανεύρεση νέων ήταν αναμφίβολα οι πόλεμοι, γιατί οι Σελτζούκοι βρίσκονταν σχεδόν ασταμάτητα σε πόλεμο με τους Έλληνες της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, τους Αρμενίους της Κιλικίας, τους Γεωργιανούς στον Καύκασο και στους πληθυσμούς της Κριμαίας.

Οι gulam μπορούσαν να αποκτηθούν είτε με δώρα είτε πιθανόν και με αγορά. Ακόμη προσέρχονταν στους Τούρκους έπειτα από εκούσια αποστασία ή λαμβάνονταν από αυτούς ως όμηροι από άλλα κράτη. Οι νέοι αυτοί, καθώς αποκόβονταν από το γνώριμο οικογενειακό περιβάλλον, προσηλυτίζονταν στον μωαμεθανισμό. Συχνά διαπαιδαγωγούνταν σε ειδικά ιδρύματα και στη συνέχεια κατατάσσονταν σε ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα ή χρησιμοποιούνταν στην αυλή και στην κρατική διοίκηση.

Οι gulam αφομοιώθηκαν τελείως στην κατεχόμενη από τους μουσουλμάνους Μικρά Ασία, όπως αποδεικνύει από την τεράστια συμβολή τους στον στρατιωτικό, διοικητικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό τομέα. Αν και συχνά δεν είχαν ισλαμική καταγωγή, απορροφήθηκαν πλήρως και κατά τη διάρκεια των αιώνων συνετέλεσαν στην ποσοτική και ποιοτική άνοδο του μουσουλμανικού στοιχείου εις βάρος τους χριστιανικού.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους