Mετά από τον εκσυγχρονισμό της Ιαπωνίας, αρκετοί Κινέζοι έστελναν τα παιδιά τους στην Ιαπωνία, για να εκπαιδευτούν στα εκεί πανεπιστημιακά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ιαπωνίας, τα οποία θεωρούνταν εφάμιλλα της Δύσης και ήταν δίπλα στην Κίνα. Ένας αριθμός Κινέζων πολιτών θεωρούσε ότι η Κίνα δεν έχει άλλο δρόμο, παρά να ακολουθήσει και εκείνη τον δρόμο του εκσυγχρονισμού. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στην Κίνα δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, προσπάθησαν να γίνουν τεχνικά έργα που να βοηθήσουν στην δημιουργία βιομηχανίας, την προσπάθεια να εκσυγχρονιστεί η εκπαίδευση και να αποκοπεί από τον κύκλο του Κομφούκιου και να μπει σε κύκλο δυτικοευρωπαϊκό.
Και καθώς μπαίνει ο νέος αιώνας, ο 20ος, οι ομάδες των εκσυγχρονιστών της Κίνας γίνονται πιο αποφασισμένες να αλλάξουν τη μοίρα της Κίνας, διότι πιστεύουν ότι χάνεται. Η Ιαπωνία λειτουργούσε σαν παράδειγμα, σαν θετικό παράδειγμα. Προσπάθειες έγιναν στην Κίνα, όμως ούτε είχαν τη συνολική συζήτηση μέσα από την οποία είχαν προκύψει στην Ιαπωνία και η Ιαπωνία είναι πολύ πιο μικρή και πιο νοικοκυρεμένη σε έκταση χώρα, έτσι τα πράγματα πιο εύκολα ωριμάζουν σε ένα πεπερασμένο επίπεδο πληθυσμού και έκτασης. Η Κίνα είναι τεράστια, είναι περίπλοκη, έχει άπειρο πληθυσμό.
Η Κίνα είναι μια χώρα με τεράστια προβλήματα, πολιτικά καταρχήν, διότι η κεντρική κυβέρνηση είναι τσακισμένη, ταπεινωμένη, έχει αποτύχει σε πολέμους, έχει αποτύχει σε διπλωματικές δράσεις, η χώρα υποφέρει, είναι σε διαφθορά, σε μετανάστευση. Και βέβαια, ήδη έχει αρχίσει ένα φαινόμενο το οποίο βασάνισε ακόμα πιο πολύ την Κίνα, ότι λόγω αυτής της διάλυσης των πραγμάτων βρήκαν την ευκαιρία μεμονωμένοι αρχηγοί στρατού, αξιωματούχοι του στρατού, να πάρουν την εξουσία σε διάφορες περιοχές και να την ασκούν με τρόμο και βία, αλλά και κανονικοί ληστές να ελέγχουν
τη ζωή των ανθρώπων και να μην μπορεί η κυβέρνηση να το αντιμετωπίσει και να το αναστρέψει.
Εκείνος ο οποίος αποδείχτηκε ο πιο σημαντικός δρων αυτού του κλίματος του εκσυγχρονισμού και της εκδυτικοποίησης της Κίνας ονομαζόταν Σουν Γιατ Σεν. Ο Σουν Γιατ Σεν είχε αποφασίσει ότι η Κίνα πρέπει να αποκτήσει δημοκρατικό πολίτευμα, όπως ήταν των δυτικών και τους θεσμούς που έχουν αυτοί οι λαοί, και απέναντί του είχε τον αυτοκράτορα της Κίνας, τον Που Γι.
Ο Που Γι είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κίνας, ο τελευταίος της δυναστείας των Μαντσού, δηλαδή Τσινγκ, το οποίο ήταν ένα παιδί στην ηλικία των 9 με 10 ετών. Μια τραγική περίπτωση, γιατί αυτό το παιδάκι έγινε αυτοκράτορας για να λύσει προβλήματα της μεγαλύτερης σε πληθυσμό χώρας στον κόσμο, στην πιο δύσκολη φάση αυτής της χώρας, προβλήματα δηλαδή για τα οποία ούτε ένας ενήλικας σοφός δεν θα έβρισκε εύκολα λύση, πόσο μάλλον ένα μικρό παιδί. Φυσικά, στην ουσία διοικούσαν σύμβουλοι.
Eπί της βασιλείας του Που Γι, έληξε ο θεσμός του αυτοκράτορα στην Κίνα, διότι ο Σουν Γιατ Σεν οργάνωσε επανάσταση, ανέτρεψε τον Που Γι, ο οποίος κατέφυγε στη Μογγολία. Οι Ιάπωνες, όταν κατέλαβαν τη Μαντζουρία το 1931, χρησιμοποίησαν τον Που Γι, ο οποίος βρισκόταν στη γη των προγόνων του, δηλαδή στη Μαντζουρία, και τον όρισαν αυτοκράτορα της Μαντζουρίας, θέλοντας να δείξουν ότι η Μαντζουρία έχει δικιά της υπόσταση. Στην ουσία ο Που Γι ήταν ο άνθρωπός τους στην περίπτωση αυτή.
Ο Σουν Γιατ Σεν είναι ένα πολύ σεβάσμιο πρόσωπο της κινέζικης ιστορίας. Ακόμη και στη σημερινή κομμουνιστική Κίνα η προσωπικότητα του μελετάται και τιμάται. Αυτός ήταν ένας καλλιεργημένος Κινέζος, δυτικοσπουδαγμένος. Είχε θαυμάσει τον προτεσταντισμό, στην ουσία είχε ασπαστεί τον προτεσταντισμό. Πίστευε ότι το ιδανικό πολιτικό παράδειγμα του κόσμου είναι οι θεσμοί της Αγγλίας, αλλά χωρίς τον βασιλιά. Πίστευε στη δημοκρατία την αβασίλευτη δημοκρατία. Η Αγγλία έχει βασιλιά, αλλά έχει δημοκρατία βεβαίως, βασιλευομένη δημοκρατία. Εκείνος πίστευε στην αβασίλευτη δημοκρατία, διότι πίστευε ότι ο θεσμός του αυτοκράτορα στην Κίνα έχει λήξει, έχει κάνει τον κύκλο του και έχει αποσαπίσει.
Και έτσι δημιούργησε ένα πολιτικό κόμμα, έφερε την Κίνα δηλαδή σε σημείο δημοκρατίας και επέτρεψε τη λειτουργία κομμάτων, την ίδρυση κομμάτων. Το δικό του κόμμα ονομαζόταν Κουομιτάνγκ, που στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πατριωτικό κόμμα Κίνας». Συνήθως αναφέρεται ως «εθνικιστικό κόμμα Κίνας».
Ο Σουν Γιατ Σεν ήταν ένας ικανός άνθρωπος και είχε γύρω του ικανά στελέχη, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετοί αυτοί οι δυτικόφρονες και εκσυγχρονιστές για να φέρουν την αλλαγή στην Κίνα, διότι η Κίνα ήταν εν διαλύσει. Και αποδείχθηκε ότι, καθώς κατέρρευσε και ο θεσμός του αυτοκράτορα, η Κίνα βρέθηκε σε πλήρη διάλυση και όλα αυτά τα φαινόμενα της τοπικής βίας, των περιφερειακών εγκληματιών οι οποίοι κυριαρχούσαν στην Κίνα, ακόμη περισσότερο εντάθηκαν. Ο Σουν Γιατ Σεν, παρ’ όλες του τις προσπάθειες, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με αυτή την τόσο δύσκολη κατάσταση. Συνέχιζε όμως να το προσπαθεί με το κόμμα του, το
Κουομιτάνγκ.
Δίπλα του είχε, λίγο αργότερα, ένα άλλο στέλεχος, τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ επρόκειτο να παίξει μεγάλο ρόλο στην πολιτική ιστορία της Κίνας. Λειτούργησε αρχικά δίπλα στον Σουν Γιατ Σεν. Ήταν στρατιωτικός καριέρας και είχε και ο ίδιος επίσης θαυμασμό για τους Δυτικούς. Πίστευε στον εκδημοκρατισμό της Κίνας. Τελικά ερωτεύτηκε την κόρη του Σουν Γιατ Σεν και εκείνη ερωτεύτηκε τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ. Έτσι συμπεθερέψανε αυτοί οι δύο και έπαιξαν ρόλο στο κόμμα του Κουομιτάνγκ. Ο δε Τσιάνγκ Κάι Σεκ, μετά τον θάνατο του Σουν Γιατ Σεν, τον διαδέχτηκε στην προεδρία του κόμματος του Κουομιτάνγκ, του πατριωτικού κόμματος Κίνας.
[…] ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ έχει ηττηθεί και τα στρατεύματα της Κουομιτάνγκ είτε έχουν κατασφαγεί, είτε, όσοι επέζησαν, διέφυγαν […]
[…] μικρό κράτος, το οποίο όμως είναι θνησιγενές διότι ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ είναι ισχυρός, σαφώς ισχυρότερος από τους […]
[…] διαφαίνεται μίααχτίδα αναδιαμόρφωσης της Κίνας και ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ πλέον, εκείνος ο οποίος έχει τη δεκαετία του ‘20 τα […]