Σάντκο και Σούχμαν

Ο Σάντκο ήταν ένας φτωχός μουσικός από το Νόβγκοροντ, στις όχθες της λίμνης Ίλμεν. Μια μέρα έπαιζε το γκούσλι του, ένα όργανο που μοιάζει με σαντούρι, ο υδρόβιος τσάρος γοητεύτηκε από τη μελωδία και τον προέτρεψε να βάλει στοίχημα με τους πλούσιους εμπόρους του Νόβγκοροντ ότι θα έπιανε ένα χρυσό ψάρι στη λίμνη. Ο Σάντκο κέρδισε το στοίχημα, με τα χρήματα έχτισε ένα στόλο και έγινε και ο ίδιος έμπορος. Ξέχασε όμως το χρέος ευγνωμοσύνης του προς τον υδρόβιο τσάρο.

Σάντκο και Σούχμαν
Ο υδρόβιος τσάρος με τις κόρες του

Μια μέρα, γυρνώντας από μια επιτυχημένη εμπορική συναλλαγή με τα πλοία του γεμάτα χρυσό, ασήμι και μαργαριτάρια, βρήκε το στόλο του ακινητοποιημένο από τη νηνεμία. Ο Σάντκο πρότεινε να ρίξουν κλήρο για να δουν ποιος από το πλήρωμα θα θυσιαζόταν και χειρίστηκε με πονηράδα τη διαδικασία, ώστε να μην κληρωθεί και πεταχτεί ο ίδιος στη θάλασσα. Το τέχνασμα του όμως απέτυχε και ο Σάντκο συνειδητοποίησε ότι η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. «Για δώδεκα χρόνια ταξίδευα στη θάλασσα. Δεν πλήρωσα φόρο και τα οφειλόμενα στον τσάρο της θλασσας. Δεν βούτηξα ψωμί και αλάτι στη γαλάζια θάλασσα του Χβαλίνσκ (μεγάλο άνογμα του ποταμού Βόλγα). Τώρα ο θάνατος έχει έρθει για να πάρει τον Σάντκο».

Όταν έφτασε τελικά στον βυθό της θάλασσας, ο Σάντκο για τιμωρία υποχρεώθηκε να παίξει το γκούσλι, ενώ ο τσάρος της θάλασσας χόρεψε προκαλώντας καταστροφικές θαλασσοταραχές. Πολλά πλοία χάθηκαν και πολλοί Ρώσοι ναυτικοί πνίγηκαν. Μόνο η θαυματουργή επέμβαση του Αγίου Νικολάου, που λυπήθηκε πολύ με αυτήν την τρελή σφαγή ορθόδοξων ψυχών έσωσε την κατάσταση. Ο Άγιος υπέδειξε στον Σάντκο να σπάσει τις χορδές του γκούσλι.

Ο μπογκατίρ (ιππότης) Σούχμαν καυχήθηκε ότι θα έπιανε έναν λευκό κύκνο, ζωντανό και χωρίς λεκέ από αίμα, για να τον κάνει δώρο στον πρίγκιπα Βλαδίμηρο. Στην άκαρπη αναζήτηση του ταξίδεψε πολύ μακριά, μέχρι που τελικά έφτασε στις όχθες της «Μητέρας Νέπρα» (μιας θηλυκής μορφής του ποταμού Δνείπερου). Εκεί πρόσεξε κάτι περίεργο στο ποτάμι: δεν έρρεε διαυγές και γοργό, όπως παλαιότερα, αλλά τα νερά του ήταν ανακατεμένα με λάσπη.

Η Νέπρα μίλησε στον ιππότη με ανθρώπινη φωνή και του εξήγησε ότι μια ρδή Τατάρων έχει κατασκηνώσει στις όχθες της και ετοιμάζεται να επιτεθεί στο Κίεβο. Κάθε μέρα χτίζουν γέφυρες για να περάσουν το ποτάμι και κάθε νύχτα το ποτάμι φουσκώνει θυμωμένο και τις γκρεμίζει. Αλλά τώρα η Μητέρα Νέπρα νιώθει τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.

Ολομόναχος ο ιππότης Σούχμαν επιτίθεται στους Τατάρους και σφάζει όλους εκτός από τρεις, οι οποίοι τον περιμένουν να επιστρέψει στην όχθη το ποταμού και τον πληγώνουν με τα βέλη τους. Όταν ο Σούχμαν επέστρεψε στο Κίεβο χωρίς τον κύκνο που είχε υποσχεθεί, και μάλιστα αναγγέλλοντας την εισβολή των εχθρών, ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος δεν τον πίστεψε και τον έριξε στη φυλακή. Ταραγμένος από αυτήν την προδοσία ο Σούχμαν αυτοκτόνησε. Αφαίρεσε τους επιδέσμους από φύλλα παπαρούνας από τα τραύματα του και άφησε το αίμα να τρέξει ασταμάτητα. «Ρέε ποταμέ Σούχμαν», αναφώνησε ο ιππότης, «από το ζεστό αίμα μου, το ζεστό αίμα μου, που χύθηκε μάταια».