Κεντρική ιδέα στην αντίληψη των Ρώσων για τους νεκρούς και στο τι τους συμβαίνει μετά θάνατον είναι η διάκριση ανάμεσα σε «καλό και «κακό» θάνατο. Ο καλός θάνατος έρχεται στα γεράματα, όταν ορίζει ο Θεός, ενώ ο ετοιμοθάνατος περιτριγυρίζεται από την οικογένεια του. Αυτή η κατηγορία νεκρών αναφέρεται ως «ροντίτελι» («γονείς» ή «πρόγονοι»). Οι ροντίτελι θάβονται σε ιερό έδαφος μετά το πέρας όλων των τελετουργιών που έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν ασφαλές και γρήγορο πέρασμα στη μετά θάνατον ζωή.
Οι ψυχές τους φεύγουν για να κριθούν από τον Δημιουργό και στέλνονται για σύντομη διαμονή στον παράδεισο ή στην κόλαση, όπου η μοίρα τους μπορεί να επηρεαστεί από τις προσευχές των ζωντανών. Ενώ περιμένουν την Δευτέρα Παρουσία και την Τελική Κρίση, μνημονεύονται τακτικά στις επιμνημόσυνες δεήσεις στο νεκροταφείο. Οι ροντίτελι δεν στοιχειώνουν τους ζωντανούς ούτε με σωματική ούτε με πνευματική μορφή, χωρίς όμως να λείπουν οι εξαιρέσεις.
Σύμφωνα με την αντίληψη των χωρικών το σώμα διατηρεί τις αισθήσεις του μέχρι την ταφή και δεν πρέπει να ενοχλείται ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Το μοιρολόι δεν πρέπει να αρχίζει αμέσως μετά τον θάνατο, επειδή η υπερβολική έκφραση θλίψης μπορεί να ξυπνήσει τον νεκρό. Ένα δάκρυ, σύμφωνα με το λόγια του μοιρολογιού, «μπορεί να διαπεράσει τη μητέρα γη, να φτάσει το καπάκι του νέου φέρετρου της μητέρας μου, να αγγίξει την καρδιά της και εκείνη να ακούσει το αγαπημένο της παιδί».
Μςρικές φορές αρκεί να ευχηθεί κανείς για να τον νεκρό να ξαναζήσει και αυτό να συμβεί. Η παράλειψη μερικών σημαντικών επικήδειων πράξεων, όπως η ανάγνωση από το Ψαλτήρι για τρεις μέρες κα τρεις νύχτες δίπλα στη σορό, καθώς και η ανάρμοστη συμπεριφορά προς το νεκρό, για παράδειγμα η ταφή ενός άνδρα με τα λερωμένα ρούχα της δουλειάς, μιας κοπέλας με ψηλά τακούνια ή το να πιει κανείς τη βότκα για το επικήδειο τραπέζι πριν την κηδεία, μπορούν να κάνουν τον νεκρό να αναστηθεί.
Το να προκαλέσει κανείς τους νεκρούς ή να τους φερθεί βλάσφημα πιθανόν να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα. Στην αγροτική βόρεια Ρωσία μέχρι σχετικά πρόσφατα συνηθιζόταν να ντύνεται κάποιος νεκρός και να τελούνται παρωδίες κηδειών ως μέρος των χριστουγεννιάτικων παιχνιδιών. Το «πτώμα» συνήθως παιζόταν από έναν νεαρό, ο οποίος ντυνόταν στα άσπρα, με ασπρισμένο πρόσωπο και κυνόδοντες σαν του βρυκόλακα. Έχουν καταγραφεί όμως περιπτώσεις όπου χρησιμοποιήθηκε πραγματικό πτώμα. Αυτά τα και άλλα παρεμφερή θέματα θίγονται σε κείμενα, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο νεκρός τιμωρούσε παρόμοια καμώματα. Ένα αγόρι που κάποτε τυλίχθηκε με σάβανο την περίοδο των Χριστουγέννων οδηγήθηκε σε ένα βάλτο από ένα θυμωμένο πτώμα, που τον παρέδωσε εκεί στον Διάβολο. Ένα άλλο αγόρι που έβαλε στοίχημα να σφίξει το χέρι ενός νεκρού, δεν κατάφερε να ξεφύγει ποτέ από την νεκρική χειραψία.
Σε ένα παραμύθι ένα παράτολμο κορίτσι καυχάται ότι δεν φοβάται τίποτα. Παρακινημένη από τους φίλους της μετακίνησε μια ιερή εικόνα από την πόρτα της εκκλησίας και τους την έφερε να την δουν. Αφού επέστρεψε την εικόνα στην εκκλησία, πέρασε μέσα από το νεκροταφείο τη νύχτα, όπου έκλεψε από ένα πτώμα, που καθόταν πάνω σε έναν τάφο, το πουκάμισο. Ο νεκρός ήρθε να ζητήσει αυτό που του ανήκε. Της χτυπούσε το παράθυρο μέχρι να λαλήσει ο πετεινός.
Υπήρχε και μια άλλη κατηγορία νεκρών, τους οποίους φοβούνταν πολλοί οι χωρικοί. Η μοίρα τους ήταν διαφορετικοί από εκείνη των ροντίτελι. Ήταν άνθρωποι που είχαν πεθάνει πρόωρα. Αυτή η κατηγορία περιελάμβανε όλους όσοι είχαν δολοφονηθεί ή είχαν πεθάνει από ατύχημα, καθώς και τους αυτόχειρες και τα θύματα των επιδημιών. Εφόσον δεν μπορούσαν να περάσουν στον άλλο κόσμο πριν έρθει η κανονική τους ώρα να πεθάνουν, ήταν καταδικασμένοι να παραμείνουν στη γη για όλο αυτό το διάστημα.
Οι χωρικοί τούς ονόμαζαν μερτβιάκι (τυμβωρύχοι) ή ζαλόζνι (σκεπασμένοι), πιθανόν γιατί δεν θάβονταν κανονικά, αλλά τους πετούσαν στο χαντάκι ή τους άφηναν πάνω στο έδαφος και τους σκέπαζαν με κλαδιά, πέτρες και υπολείμματα. Οι ζαλόζνι προκαλούσαν φρίκη και αηδία. Πιστευόταν ότι η ιερή γη δεν δεχόταν τα σώματά τους. Γι΄αυτό και πολλά κείμενα αναφέρονταν σε φέρετρα που ξερόβαλλαν από τη γη παρά τις επανειλημμένες ταφές.
Η παρουσία των ροντιτέλι κάτω από τη γη υποτίθεται ότι είχε ευεργετική επίδραση στη γονιμοποίηση της φύσης. Όταν η γη ζεσταινόταν την άνοιξη και φυσούσαν ήπιοι άνεμοι, οι χωρικοί έλεγαν ότι «ακούγονται οι ροντίτελι μας να αναστενάζουν». Οι ζαλόζνι, από την άλλη πλευρά, κατηγορούνταν ότι προκαλούσαν ξηρασίες και χαλαζοθύελλες που κατέστρεφαν τις καλλιέργειες.
Σε ένα ξόρκι του 19ου αιώνα εναντίον της ξηρασίας από την επαρχία του Σιμπίρσκ, ο εξορκιστής οραματίζεται τον τάφο ενός μέθυσου: «Το φέρετρο βρίσκεται πάνω από τη γη… Η γη δεν το δέχεται… Τα σύννεφα του Θεού το προσπερνούν, δεν πέφτει καθόλου βροχή σε ακτίνα επτά φορές τα είκοσι βέρστια γύρω από αυτό τον αιρετικό».
Δεν είχαν απαραίτητα όλοι οι ζαλόζνι κακόβουλες προθέσεις. Μερικοί επέστρεφαν εξαιτίας ενός δεσμού που κόπηκε τραγικά από πρόωρο θάνατο. Ένας νέος άνδρας και μια νέα γυναίκα έρχεται να δικεδικήσει ή τον/την σύντροφο που του/της είχαν υποσχεθεί σε γάμο. Φίλοι που ορκίστηκαν ο ένας στον άλλον να παραβρεθεί στο γάμο του άλλου «ζωντανός ή νεκρός» κρατούσαν την υπόσχεση τους. Υπάρχουν επίσης λυπητερές ιστορίες για μητέρες που πέθαναν στη γέννα αφήνοντας ορφανά τα μωρά τους. Την ημέρα τα μωρά δεν πεινάνε, αλλά το βράδυ ο πατέρας ακούει το μωρό να θηλάζει και να λικνίζεται στην κούνια.
Όμως ακόμα και αυτοί οι καλοπροαίρετοι νεκροί μοιάζουν απαίσια αλλαγμένοι. Τα μάτια τους λάμπουν απειλητικά, τα δόντια τους τρίζουν. Η παρέμβαση τους σπάνια φέρνει καλό. Το μωρό πεθαίνει, η χήρα που την επισκέφθηκε ο νεκρός σύζυγός της μαραίνεται, την κοπέλα που την διεκδίκησε ο νεκρός εραστής της την βρίσκουν νεκρή στον τάφο του.