Ανάμεσα σε αυτούς που πιθανότατα θα γίνονταν ρεβενάντ, δηλαδή φαντάσματα, ήταν οι μάγοι και όσοι πέθαναν με πολλές αμαρτίες στη ψυχή τους. Πιστευόταν ευρέως ότι οι πρώτοι έκαναν συμφωνία με τον διάβολο και ότι μετά το θάνατό τους οι ψυχές τους πήγαιναν κατευθείαν στην Κόλαση και στη φύλαξη του Διαβόλου.
Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, η αγωνία του θανάτου γι΄αυτούς τους διαβολικούς ανθρώπους ήταν ασυνήθιστα παρατεταμένη και βίαιη, καθώς οι δαίμονες πάλευαν να βγάλουν την απρόθυμη ψυχή. Για να απαλυνθεί η αγωνία του θνήσκοντος, υπήρχαν τρόποι να αποσπάσουν την προσοχή των διαμόνων για λίγο, όπως με το να τους ζητήσουν να μαζέψουν λιναρόσπορους που είχαν σκόπιμα σκορπίσει σε σωρό κοπριάς. Η αμαρτωλή ψυχή και οι διώκτες της ενθαρρύνονταν να φύγουν με διάφορους τρόπους: με το να ανοιχθεί το μπουρί της σόμπας, με το να αφαιρεθεί το ένατο καδρόνι της σκεπής ή με το να μεταφερθεί ο μάγος στα λουτρά, όπου άνοιγαν την οροφή και την στερέωναν με ένα κλαδί λεύκας.
Για να μειωθεί η πιθανότητα να βρεθεί με τους «ανήσυχους» νεκρούς, ο μάγος φρόντιζε να μεταδώσει τη μυστική του γνώση πριν πεθάνει σε κάποιον πρόθυμο μαθητή του. Όμως ακόμα και τότε οι διάβολοι μπορούσαν να ξαναζωντανέψουν το πτώμα σκαρφαλώνοντας μέσα του από το στόμα ή φτιάχνοντας ένα ζόμπι από την αποσυντεθειμένη σάρκα. Για να αποτρέψουν αυτού του είδους τις επιστροφές της σάρκας, έλεγαν ότι έπρεπε να χύσουν καυτό νερό πάνω στο πτώμα. Επίσης, συνιστούσαν να κόβουν τους αχίλλειους τένοντες και να καρφώνουν ένα παλούκι λεύκας στην καρδιά οποιουδήποτε υποπτεύονταν ότι θα γινόταν ρεβενάντ.
Οποιαδήποτε εντολή αφήνε πίσω του ο θνήσκων μάγος έπρεπε να τηρείται κατά γράμμα. Το παραμύθι «Ο αιρετικός σύζυγος και οι ληστές», που καταγράφηκε σε ένα χωριό στον ποταμό Πετσόρα στην επαρχία του Αρχάγγελου το 1900, αφορά έναν χωρικό που παρήγγειλε στη σύζυγό του να λιβανίσει το σώμα του για τρεις μέρες μετά το θάνατό του. Εκείνη, όμως, παρέλειψε να το κάνει την τρίτη μέρα και ο «αιρετικός», δηλαδή μάγος, άνδρας της άρχισε να ξυπνά. Τρομοκρατημένη από τη θέα του πτώματος να κάθεται στον πάγκο όπου τον είχαν αποθέσει και να ακονίζει τα δόντια του με πέτρα, ζήτησε άσυλο στη εστία με τους δύο γιους της, αφήνοντας πίσω την κόρη της.
Ο μάγος καταβρόχθισε πρώτα τις πάνες του μωρού και έπειτα έφαγε το κοριστάκι. Η εστία έμοιαζε αρζικά με ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, αλλά τελικά ο μάγος κατάφερε να αρπάξει το μωρό από τη μητέρα του. Η σύζυγος και ο άλλος γιος σώθηκαν από τον Άγιο Γεώργιο, του οποίου το όνομα επικαλούνταν παραδοσιακά στα ξόρκια κατά της μαγείας και του κακού ματιού. Ο Άγιος Γεώργιος εμφανίστηκε ύστερα από παράκληση της χήρας, χτύπησε τον μάγο με το σκήπτρο του και τον διέταξε να κατέβει στο κολαστήριο της Κόλασης.
Αυτή η ιστορία αποκαλύπτει την ανάγκη των ρεβενάντ για τροφή. Η προσωποποιημένη μορφή του θανάτου είναι επίσης πεινασμένη, όπως φανερώνουν τα λόγια του μοιρολογιού: «Ήρθε, αυτή η διαβολική φόνισσα, κρύα από τη μπλε θάλασσα κα πεινασμένη από το χέρσο χωράφι». Οι ρωσικές λαϊκές διηγήσεις υποδηλώνουν επανειλημμένα, ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τους νεκρούς που περπατούν είναι η όρεξη τους για σάρκα ή, πιο σπάνια, για αίμα. Εξ ού και το παραμύθι για τον χωρικό που καθώς περνούσε έξω από το νεκροταφείο το σούρουπο προσφέρθηκε σε ένα ξένο να τον μεταφέρει με την άμαξά του. Όταν έφτασαν στο χωριό, ο ξένος προσπάθησε να μπει σε πολλά σπίτια, αλλά τα βρήκε σφαλισμένα εναντίον του με το σήμα του σταυρού. Μόνο ένα ήταν απροστάτευτο και σε αυτό ο ξένος ικανοποίησε τον πόθο του για αίμα βγάζοντας ένα κουβά αίμα από τον γέροντα και το αγόρι που έμεναν εκεί.