«πόλις»

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον όρο «πόλις» για να δηλώσουν τον ένα από τους δύο τύπους κρατών τους. Πολλά κράτη απέκτησαν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του τύπου κατά τη διάρκεια του 8ου π.Χ., αλλά τον 7ο αιώνα ή αργότερα.

Η «πόλις» που έγινε κράτος

Ποια γνωρίσματα είχε ένα αρχαίο κράτος που χαρακτηριζόταν ως «πόλις»; Ο Αριστοτέλης είχε δώσει πολλούς ορισμούς που μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες. Στους ορισμούς της πρώτης ομάδας η «πόλις» χαρακτηρίζεται: «κοινωνία», «ανώτερο είδος κοινωνίας», «τέλεια και αυτάρκης κονωνία σύνθετη από γένη και κώμες», «κοινωνία αυτάρκης, σύνθετη από κώμες, που έχει σκοπό την επιβίωση και την ευζωίαν των μελών της». Οι ορισμοί της δεύτερης όμαδας συμπίπτουν στο ότι ταυτίζουν την «πόλιν» με τους πολίτες της: «πόλις» είναι «οι πολίτες», «μια ομάδα πολιτών ικανών να έχουν αυτάρκεια ζωής», «μια κοινωνία πολιτών ισότιμων μεταξύ τους». Από αυτούς τους ορισμούς κανείς δεν συσχετίζει την «πόλιν» ως κράτος με την «πόλιν» ως οικιστική μονάδα. Επίσης κανένα άλλο αρχαίο κείμενο δεν υπαινίσσεται τέτοια σχέση.

Αρχαία χωρία που αναφέρουν συγκεκριμένα κράτη ως «πόλεις», δεν ταυτίζουν τα κράτη αυτά με μία πόλη. Τα πιο πολλά σχηματίζουν κατηγορίες στις οποίες η πόλη δεν αποτελεί βασικό γνώρισμα: πλεονάζουν τα κράτη που είχαν μία πόλη και έναν αριθμό από κώμες, άλλα δεν είχαν καμία πόλη αλλά μόνο κώμες. Ακόμη παρατηρείται αυτός ο όρος για «κοινά», δηλαδή για ομοσπονδίες κρατών.

Όλα τα ελληνικά κράτη που επέζησαν από τη μυκηναϊκή εποχή ή που ιδρύθηκαν από τις μεταναστεύσεις είχαν φυλετική δομή. Λίγα όμως συνέπιπταν με ένα φύλο. Τα πιο πολλά κάλυπταν τμήματα φύλων και μάλιστα μικροσκοπικά, άρα είχαν χάσει από τη στιγμή της ίδρυσής τους ένα από τα γνωρίσματα του φυλετικού κράτους.

Πολλές δεκάδες κοινοτήτων, δωρικών στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Ρόδο, ιωνικών και αιολικών στο ανατολικό Αιγαίο, σχημάτισαν από την ίδρυσή τους ανεξάρτητα κρατίδια, μολονότι συνόρευαν με άλλες συγγενικές κοινότητες. Η τάση για αυτονομία ήταν τόσο δυνατή, ώστε εκδηλώθηκε ακόμη και σε αποικίες που ιδρύθηκαν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά από τη μητρόπολη.

Μόνο οι Ίωνες της Ασίας ανέπτυξαν παράλληλα μια αντίρροπη τάση με την συγκρότηση ενός κοινού, που όμως δεν έθιξε την αυτονομία των μελών του, ούτε τα εμπόδισε να πολεμήσουν μεταξύ τους. Αλλά και τα δωρικά και τα αιολικά κράτη διεξήγαγαν περισσότερους, μακρύτερους και σκληρότερους πολέμους με συγγενείς παρά με ξένους. Τα μέλη αυτών των αντιπάλων κοινοτήτων είχαν επίγνωση της συγγένειας τους, αλλά υπερίσχυε το αίσθημα του τοπικού πατριωτισμού.

Μέσα στα στενά όρια αυτών των κρατιδίων, με ένα μοναδικό οικισμό ή με ένα κύριο και λίγους δευτερεύοντες, οι πολίτες άρχισαν να συνδέονται πιο στενά μεταξύ τους και πιο άμεσα με το κράτος. Έτσι μειωνόταν ο ρόλος των ενδιάμεσων ομάδων, όπως οι φυλές και φρατρίες, που δεν είχαν πια να επιτελέσουν όλες τις λειτουργίες που τους ανήκαν στα πλαίσια ενός φυλετικού κράτους, μεγάλου σε πληθυσμό και έκταση.

Ο ρόλος των ίδιων αυτών μονάδων, που αποτελούσαν βασικά συστατικά των φυλετικών κρατών, περιορίσθηκε επίσης από την ενίσχυση της οικογένειας απέναντι στην αμέσως ανώτερη της μονάδα, το γένος, καθώς επεκτάθηκε η διανομή κλήρων ως το επίπεδο των οίκων και σε κράτη που κατά την ίδρυσή τους είχαν μοιράσει γαίες ως το επίπεδο των γενών.

Την οικονομική αυτονομία της οικογένειας ακολούθησε η μεταβίβαση πολλών άλλων δραστηριοτήτων από το γένος στην οικογένεια, και πιο συγκεκριμένα στον αρχηγό της οικογένειας: απόδοση τιμών σε εφέστιες και έρκειες θεότητες, αποφάσεις σχετικές με γάμους, άσκηση πειθαρχικής δικαιοδοσίας, διαχείριση της περιουσίας. Κύριοι των πράξεων τους σε όλα αυτά τα επίπεδα, παίρνοντας πρωτοβουλίες, απολαμβάνοντας ή υφιστάμενοι τις συνέπειες τους, οι αρχηγοί οικογενειών απομακρύνονταν διανοητικά και ψυχολογικά από τους προγόνους τους και ωρίμαζαν για τον ρόλο του πολίτη.

Όλες αυτές οι μεταβολές απομάκρυναν τα κράτη από την καθαρή μορφή του φυλετικού κράτους και προπαρασκεύαζαν τα πνεύματα για τον επερχόμενο μετασχηματισμό, καθώς και την εκμετάλλευση των μελλλοντικών πολιτικών δυνατοτήτων, αλλά δεν αρκούσαν για να πραγματοποιηθεί η «πόλις». Τα κράτη πήραν μορφή «πόλεως» όταν έγιναν σε αυτά ορισμένες θεσμικές αλλαγές, λίγες και όχι θεαματικές, αλλά αποφασιστικές, που κατέστησαν εφικτή τη συμμετοχή στον δημόσιο βίο, έστω και ενός μικρού μέρους, των πολιτών.

Τον χαρακτήρα «πόλεως» απέκτησαν τα κράτη, όταν πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον οι ακόλουθες θεσμικές αλλαγές: μεταβλήθηκε η βουλή σε σχετικά αντιπροσωπευτικό και πραγματικά νομοθετικό σώμα, καθιερώθηκε το αιρετό των μελών της βολής και άλλων αρχών έστω και από ενα μέρος του δήμου, άρχισε η σύγκληση τακτικών συνελεύσεων του δήμου.

Τα συμβούλια των γερόντων στα φυλετικά κράτη σχηματίζονταν από τους αρχηγούς των μεγάλων τμημάτων του φύλου (φρατρίες) και η επίδρασή τους στη διοίκηση του κράτους ήταν αποτέλεσμα μεταβλητών συνθέσεων των θεωρητικών δικαιωμάτων τους που απέρρεαν από το σχετικό εθιμικό δίκαιο με τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε αυτά τα σώματα και τους βασιλείς.

Στα φυλετικά κράτη ο βασιλιάς συγκαλούσε τον δήμο κατά την κρίση του, σπάνια και άτακτα. Στις «πόλεις» οι εκκλησίες συνέρχονταν απαραίτητα σε τακτές ημέρες, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, και έκτακτα στα ενδιάμεσα διαστήματα, αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Η καθιέρωση τακτικών συνεδριάσεων της εκκλησίας προσέδωσε σε αυτό το σώμα μεγαλύτερη ισχύ, αν και δεν διευρύνθηκαν τα δικαιώματά του.

Ωστόσο η εισαγωγή αιρετών αρχών και η καθιέρωση του αιρετού των μελών της βουλής, άνοιξε νέους δρόμους συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, έστω και αν το εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε από την αρχή στο σύνολο των πολιτών, αλλά σε ένα μέρος του.

Η αριστοκρατία των «πόλεων»

Στα κράτη που πήραν τη μορφή «πόλεως» κατά τον 8π.Χ. αιώνα, σημειώθηκε την ίδια εποχή άνοδος των ευγενών. Σε μερικά εγκαταστάθηκαν από τότε αβασίλευτα αριστοκρατικά καθεστώτα. Οι θεσμικές μεταβολές που κατέστησαν «πόλεις» τα ελληνικά κράτη έχουν αριστοκρατικό χαρακτήρα. Επεβλήθηκαν από τους ευγενείς κατά την εποχή της ανόδου τους και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν από τους ίδιους για την διεύρυνση των κατακτήσεων τους.

Πρώτη και κύρια αποστολή των φυλετικών βασιλέων ήταν η αρχιστρατηγία. Όσον καιρό οι βασιλείς ήταν αιρετοί, οι συνελεύσεις των πολεμιστών ανέθεταν αυτό το αξίωμα σε ένα από τους ευγενείς του φύλου με κριτήριο τις ικανότητες που είχε επιδείξει ως πολεμιστής και ηγέτης. Από τότε που η βασιλεόοα έγινε κληρονομική εμφανίζονταν κατά καιρούς περιπτώσεις βασιλέων που υστερούσαν ως προς αυτά τα προσόντα, σε σύγκριση με υφισταμένους τους.

Έπειτα από σειρά στρατιωτικών ατυχιών που κλόνιζαν ανεπανόρθωτα το βασιλικό κύρος και δημιουργούσαν κλίμα ανησυχίας, διάφορες κοινότητες κατέληγαν στο να αφαιρέσουν από τις βασιλικές αρμοδιότητες την αρχιστρατηγία και να δημιουργήσουν ένα ιδιαίτερο αξίωμα στρατιωτικού αρχηγού, αιρετό, το οποίο περιερχόταν σε ένα δοκιμασμένο μέλος της αριστοκρατίας. Αυτό το μέτρο υπήρξε ένα βαρύ πλήγμα για τον βασιλικό θεσμό και προετοίμασε την πτώση του.

Η αριστοκρατία, από τον 8π.Χ. αιώνα και έπειτα ανερχόταν ως οικονομική δύναμη και έδειχνε όχι μόνο την πρόθεση να μετάσχει ευτύτερα στη διοίκηση των κοινών αλλά και τις απαιτούμενες ικανότητες. Είναι πιθανόν μαζί τους να συμμάχησε και η νεά κοινωνική ομάδα των πλουσίων χωρίς τίτλους ευγενείας που σχηματιζόταν τότε.

Έχοντας την πρωτοβουλία και τη δύναμη να επιβάλλουν τις θελήσεις τους, οι ευγενείς κατόρθωναν να εισάγουν τις θεσμικές εκείνες μεταβολές που χρειάζονταν, για να αυξήσουν το βάρος και την έκταση της πολιτικής επιρροής τους. Έτσι οι θεσμοί που ανήκαν σε αυτούς μεταβάλλονταν βαθμιαία, μαζί με τη μορφή του κράτους. Αντίθετα ο βασιλικός θεσμός, έχοντας περιέλθει σε θέση αμυνόμενου, όχι μόνο υφίστατο απώλειες, αλλά και βρισκόταν σε αδυναμία προσαρμογής. Έτσι υπερβαλλόταν μαζί με το φυλετικό κράτος.

Σε άλλα ελληνικά κράτη φυλετικού τύπου, όπου αντικειμενικές συνθήκες και υποκειμενικές ικανότητες επέτρεπαν στους βασιλείς να αναλάβουν την πρωτοβουλία, η πολιτειακή εξέλιξη ήταν διαφορετική: σχηματίσθηκαν ισχυρές μοναρχίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα κράτη των Μακεδόνων και των Μολοσσών.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους