Πόλεμοι των Ίνκας

Οι πόλεμοι των Ίνκας δεν ξεκίνησαν με την απόβαση των Ευρωπαίων. Οι ιστορικές αναφορές στην αυτοκρατορία των Ίνκας ξεκινούν με ένα βίαιο πόλεμο που έλαβε χώρα μεταξύ του 1430 και του 1440, με κύριους αντιπάλους τον πληθυσμό της κοιλάδας Κούσκο και τους Τσάνκα, ένα ισχυρό λαό των κεντρικών υψιπέδων.

Πόλεμοι των Ίνκας
Αταουάλπα

Ίνκας εναντίον Τσάνκα

Μία από τις παραδόσεις των Ίνκας αποδίδει τη σωτηρία της αυτοκρατορίας στον γιο του Γιάουαρ Ουάκακ, με τη στήριξη του γενειοφόρου θεού Βιρακότσα. Ο νεαρός στάλθηκε από τον βασιλιά πατέρα του στη Λα Πούνα για να βοσκήσει τα κοπάδια ως ποινή για την ασεβή συμπεριφορά του. Όταν μετανόησε, εμφανίστηκε στον Γιάουαρ ο θεός Βιρακότσα και του ανακοίνωσε την επικείμενη εισβολή των φοβερών Τσάνκα στο Κούσκο. Έτσι, ο πρίγκιπας ειδοποιήθηκε και κατόρθωσε να παρέμβει εγκαίρως, κατατροπώνοντας τους Τσάνκα. Μετά την θριαμβευτική επιστροφή του ανακηρύχθηκε «σάπα Ίνκας» και έλαβε το όνομα Βιρακότσα, προς τιμήν του θεού που τον είχε βοηθήσει.

Πατσακούτεκ

Ο Πατσακούτεκ ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες των Ίνκας. Στην διάρκεια της βασιλείας του ξεκίνησε μία κολοσσιαία επεκτατική εκστρατεία. Την εποχή της στέψης του, το κράτος του δεν είχε τίποτα παραπάνω από μια γεωργική κοινότητα. Στον θάνατό του η αυτοκρατορία ήταν η πιο ισχυρή της Νότιας Αμερικής. Πρώτα υπέταξε τα πιο μικρά κράτη, που βρίσκονταν γύρω από την κοιλάδα του Κούσκο, και έπειτα κατάφερε να κατακτήσει, εκτός από τα περουβιανά εδάφη, και τμήματα του Ισημερινού, της Κολομβίας, της Βολιβίας, της Χιλής και της Αργεντινής.

Για να μπορέσει να ελέγξει όλα τα εδάφη και τους υποταγμένους πολιτισμούς ακολούθησε διαφορετικές στρατηγικές. Δημιούργησε ένα στρατό αποτελούμενο από μέλη των υπόδουλων λαών, διοικούμενο από Ίνκας, ώστε να προσφέρει στους υπηκόους του τη δυνατότητα να συμμετάσχουν και οι ίδιοι σε άλλες κατακτήσεις. Μετέφερε ολόκληρες φυλές εκεί όπου ο πληθυσμός ήταν αραιός, ενώ εκτόπιζε τις φυλές που εξεγείρονταν.

Ο Πατσακούτεκ κατασκεύασε ένα σημαντικό οδικό δίκτυο, ενισχύοντας την ενότητα των αυτοκρατορικών εδαφών, και επέβαλε την κέτσουα ως μοναδική επίσημη γλώσσα. Οικοδόμησε ναούς, αστρονομικά παρατηρητήρια, αποθήκες για τα γεωργικά προϊόντα και, χάρη στα έσοδα από τους φόρους των υπηκόων, κατέστησε το Κούσκο μια πλούσια και θαυμαστή πόλη.

Η ίδρυση του Μάτσου Πίτσου ανάγεται στα χρόνια του Πατσακούτεκ. Λέγεται ότι ιδρύθηκε για να χρησιμοποηθεί ως έδρα της νέας αριστοκρατίας της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία το Μάτσου Πίτσου θα αποτελούσε μια γιάκτα, δηλαδή μία από τις πολλές εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν σε όλο το μήκος της βασιλικής οδού με σκοπό να ελεγχθεί και να οργανωθεί η οικονομία των διαφορετικών περιοχών που είχαν κατακτηθεί, ένα διοικητικό κέντρο όπου θα έμεναν οι γραφειοκράτες, οι κρατικοί υπάλληλοι, οι δούλοι και οι τεχνίτες.

Στην πραγματικότητα, το Μάτσου Πίτσου ήταν μία ξεχωριστή γιάκτα, χτισμένη σε έναν τόπο απόρθητο, σε μια περιοχή προσωπικής κυριαρχίας του ηγεμόνα Πατσακούτεκ και προσφιλές ενδιαίτημα της τάξης των ευγενών και καταφύγιο της ελίτ σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.

Τούπακ Γιουπάνκι και Ουάινα Κάπακ

Ο Τούπακ Γιουπάνκι συνέχισε τις κατακτητικές εκστρατείες που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του και υπό την καθοδήγησή του η αυτοκρατορία εξαπλώθηκε σημαντικά. Ο στρατός του έφτασε μέχρι την πόλη Κίτο στα βόρεια και μέχρι τη Λίμα στην παράκτια ζώνη, ενώ στο νότο κατέλαβε τμήματα της Βολιβίας, της βορειοδυτικής Αργεντινής και της βόρειας Χιλής. Μία από τις πιο σημαντικές νίκες ήταν εκείνη εναντίον του ισχυρού βασιλείου των Τσιμού χτυπώντας τους αιφνιδιαστικά.

Ο Ουάινα Κάπακ, διάδοχος του Τούπακ Γιουπάνκι, ανέβηκε στον θρόνο το 1493 και κατάφερε να κατακτήσει τον μακρινό Βορρά της νοτιανατολικής ηπείρου κυβερνώντας ως το 1527. Πέντε χρόνια αργότερα έφτασαν οι κονκισταδόρες. Διάδοχοι της αυτοκρατορίας ορίστηκαν οι δύο γιοι του βασιλιά, ο πρωτότοκος Ουάσκαρ και ο νόθος γιος Αταουάλπα.

Εμφύλιος πόλεμος των Ίνκας

Μετά τον θάνατο του Ουάινα Κάπκ, ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ του Ουάσκαρ, που ανακηρύχθηκε αμέσως βασιλιάς, και του Αταουάλπα. Η αντίθεση των δύο διαδόχων εκδηλώθηκε τη μέρα της στέψης όταν ο Αταουάλπα αρνήθηκε να συμμετάσχει στην τελετή προς τιμήν του ετεροθαλούς αδελφού του που είχε καταλάβει τον θρόνο, γι’ αυτό θεωρήθηκε από τον Ουάσκαρ προδότης. Ο Ουάσκαρ συγκέντρωσε στρατό και κήρυξε πόλεμο στον αδελφό του. Ο Αταουάλπα οργάνωσε με τη σειρά του ένα συμπαγές στράτευμα για την αντιμετώπιση του επικείμενου κινδύνου και το έστειλε στο Κούσκο. Όλοι οι γιοι και οι υποστηρικτές του Ουάσκαρ εξολοθρεύτηκαν και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε μαζί με την στρατιωτική του ακολουθία.

Ο Αταουάλπα ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στο Κούσκο για την τελετή στέψης όταν δύο Ινδιάνοι τον επισκέφτηκαν στην οικία του. στο Τουμιμπαμάμπα και τον ειδοποίησαν για την άφιξη από τη θάλασσα, κάποιων βιρακότσα, δηλαδή γενειοφόρων αντρών, με τη συνοδεία ζώων που έμοιαζαν με πρόβατα δηλαδή αλόγων. Επρόκειτο για την εκστρατεία του Φρανθίσκο Πιθάρο.

Η άφιξη των γενειοφόρων αντρών ερμηνεύτηκε από τον Αταουάλπα ως επιστροφή του Βιρακότσα, του γενειοφόρου θεού των Ίνκας. Γι’ αυτό αποφάσισε να μην μεταβεί στο Κούσκο, αλλά να συναντήσει τον Ουάσκαρ που είχε μεταφερθεί αιχμάλωτος μαζί με την ακολουθία του στην πόλη Καχαμάρκα.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic