Οι πόλεμοι κατά των Βουλγάρων του Βασιλείου Β’ ήταν σκληρότατοι, διήρκεσαν τριάντα περίπου χρόνια (986-1018) και κατέληξαν σε θρίαμβο του Βασιλείου Β’, ο οποίος ακριβώς εξαιτίας αυτού του θριάμβου πήρε το όνομα Βουλγαροκτόνος.

Πόλεμοι κατά των Βουλγάρων
Κομητόπουλοι
Ο Ιωάννης Τσιμισκής, αφού νίκησε τους Ρώσους που είχαν εισβάλει στη Βουλγαρία, στη συνέχεια διέλυσε το βουλγαρικό κράτος αναγκάζοντας τον βασιλιά των Βουλγάρων Βόρι Β’ να παραιτηθεί από το θρόνο του και να αρκεστεί στον τίτλο του μαγίστρου που του απένειμε ο Ι. Τσιμισκής. Με τη διάλυση του βουλγαρικού κράτους τα σύνορα της αυτοκρατορίας προωθήθηκαν και πάλι μέχρι τον Δούναβη.
Όμως ο πολεμικός βουλγαρικός λαός δεν ήταν δυνατόν να δαμαστεί ολοκληρωτικά μόνο και μόνο επειδή εξουδετερώθηκε ο βασιλιάς του. Οι δυνάμεις της επαρχιακής βουλγαρικής αριστοκρατίας τέθηκαν επικεφαλής βουλγαρικής αντίστασης στη δυτική Βουλγαρία και στη σημερινά Σκόπια, περιοχές που δεν είχαν καταληφθεί από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Ακριβώς στις περιοχές αυτές γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το επαναστατικό κίνημα των «Κομητόπουλων», δηλαδή των γιων του κόμητος Νικολάου, ο οποίος ήταν Βυζαντινός διοικητής της Μακεδονίας πριν γίνει αντάρτης.
Κατά τον καθηγητή Ζακυνθινό: «Η αφετηρία αυτού του κινήματος είναι σκοτεινή και αμφισβητούμενη. Αμφισβητούμενα είναι ωσαύτως τα αφορώντα εις την καταγωγήν και την προσωπικότητα του πρωταγωνιστού αυτού του βασιλέως των Βουλγάρων Σαμουήλ. Ουχ ήττον, νεώτεραι έρευναι απέδειξαν ότι η επανάστασις, ήτις εδημιούργησε την δυτικήν εστίαν της Βουλγαρικής αντιστάσεως, τίθεται χρονικώς μετά τον θάνατον του Ιωάννη Τσιμισκή. Μετά το τέλος 976 ο Σαμουήλ, ως επίτροπος του Συνεωνίδου βασιλέως Ρωμανού μέχρι 997, ακολούθως δε ο βασιλεύς των Βουλγάρων απέβη ο μέγας αντίπαλος του Βασιλείου Β’ εν τη Χερσονήσω του Αίμου».
Οι βυζαντινές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Κομητόπουλοι ήταν τέσσερις: Δαυίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ. Μια σύγχρονη των γεγονότων αρμενική πηγή παραδίδει ότι οι Κομητόπουλοι ήταν δύο (Σαμουήλ και Δαυίδ), ήταν Αρμένιοι ως προς την καταγωγή και υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι. Η θεωρία αυτής της αρμενικής πηγής είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη γιατί έρχεται σε αντίφαση με αξιόπιστες βυζαντινές πηγές, οι οποίες αναφέρουν ότι ο Νικόλαος ήταν Βούλγαρος κόμης.
Η ανταρσία ξεκίνησε από την περιοχή της Πρέσπας και αργότερα μεταφέρθηκε στην Αχρίδα. Οι επιθέσεις εναντίον των αυτοκρατορικών εδαφών άρχισαν μετά τον θάνατο του Ι. Τσιμισκή, δηλαδή μετά το 976, όταν η βυζαντινή Μικρά Ασία ήταν αναστατωμένη από την επανάσταση του Βάρδα Σκληρού (976-979).
Όταν ο εκθρονισμένος Βούλγαρος τσάρος Βόρις πληροφορήθηκε την εξέγερση των ομοεθνών του, δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αδελφό του Ρωμανό. Όμως κατά τη διάβαση των συνόρων ο Βόρις σκοτώθηκε κατά λάθος από έναν Βούλγαρο σκοπό, ο οποίος τον εξέλαβε ως Βυζαντινό επειδή φορούσε «στολήν ρωμαϊκήν», δε Ρωμανός κατόρθωσε να διασωθεί και να φθάσει στη Βιδύνη κοντά στον Δούναβη. Όμως δεν ήταν δυνατόν να διεκδικήσει τον βουλγαρικό θρόνο γιατί τον είχαν ευνουχίσει. Τελικά ο θρόνος περιήλθε στον νεότερο από τους Κομητόπουλους, τον Σαμουήλ, ο οποίος διέθετε εξαιρετικές στρατηγικές ικανότητες, ακόρεστη φιλοδοξία και εύνοια της τύχης (997).
Από τους αδελφούς, ο μεν Δαυίδ σκοτώθηκε σε σύγκρουση με Βαλάχους νομάδες, ο Μωυσής σκοτώθηκε ενώ πολιορκούσε τις Σέρρες, ενώ ο Ααρών θεωρήθηκε προδότης (φίλος των Ελλήνων) και δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον αδελφό του Σαμουήλ.
Έτσι, ο νεότερος γιος του κόμητος Νικολάου, ο Σαμουήλ έμεινε μόνος επικεφαλής του κινήματος το οποίος διήρκεσε πάνω από 40 χρόνια. Ο Σαμουήλ απέβλεπε στην ανασύσταση του παλαιού βουλγαρικού κράτους. Επωφελούμενος από την απασχόληση των Βυζαντινών με την κατάπνιξη της ανταρσίας του Βάρδα Σαμουήλ. Επιχείρησε επιδρομές κατά τη διάρκεια των ετών 977 έως 986, κατά τις οποίες κατέλαβε περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας και πλησίασε στην Πελοπόννησο. Από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που έπαθαν μεγάλες καταστροφές ήταν η Λάρισα, η οποία κατελήφθη από τον Σαμουήλ έπειτα από μακρόχρονη πολιορκία (986). Ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης μαζί με το λείψανο του πολιούχου Αγίου Αχιλλείου μεταφέρθηκε στην Πρέσπα, που ήταν η αρχική πρωτεύουσα του κράτους του Σαμουήλ. Αργότερα μεταφέρθηκε κοντά στην Αχρίδα, όπου εγκαταστάθηκε και το βουλγαρικό πατριαρχείο, που το είχε καταργήσει ο Ι. Τσιμισκής και το επανίδρυσε ο Σαμουήλ.
Ο Ostrogorsky παρατηρεί τα εξής: «Ο Σαμουήλ έγινε ιδρυτής του ισχυρού τσαρικού κράτους, με κέντρο της Πρέσπα και αργότερα την Αχρίδα. Σιγά σιγά συνένωσε υπό το σκήπτρο του όλες τις περιοχές της Μακεδονίας ως την Θεσσαλονίκη, τα παλαιά εδάφη της Βουλγαρίας από τον Δούναβη ως την οροσειρά των Βαλκανίων καθώς επίσης τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τμήμα της Αλβανίας με το Δυρράχιο και τελικά τη Ρασκία και τη Διόκλεια. Το νέο κράτος από πολιτική και εκκλησιαστική άποψη αποτελούσε συνέχεια του κράτους του Συμεών και του Πέτρου και θεωρήθηκε τόσο από τον Σαμουήλ όσο και από τους Βυζαντινούς ως το βουλγαρικό κράτος γενικά. Την εποχή εκείνη εκτός από το Βυζάντιο, μόνο η Βουλγαρία κατείχε τα παραδοσιακά δικαιώματα μιας βασιλικής (τσαρικής) ηγεμονίας με δικό της πατριαρχείο. Ο Σαμουήλ ιδιοποιήθηκε τελείως αυτές τις δύο παραδόσεις. Στην πραγματικότητα όμως το κράτος του Σαμουήλ διέφερε ουσιαστικά από το παλαιό κράτος των Βουλγάρων. Κατά τη σύνθεση και το χαρακτήρα του ήταν ένα καινούργιο και ιδιόμορφο κατασκεύασμα. Το κέντρο βάρους του τώρα είχε μεταφερθεί τελείως στη Δύση και στο νότο και η Μακεδονία αποτέλεσε τώρα τον πραγματικό πυρήνα του.» Από εκείνη της εποχή η Μακεδονία αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Βούλγαρους και του Σλάβους.
Μέχρι το 986 ο Βασίλειος Β’ ήταν απασχολημένος με εσωτερικά ζητήματα και είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει τις βαλκανικές επαρχίες του κράτους στο έλεος του Σαμουήλ. Όμως το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Βασίλειος αποφάσισε να αντιμετωπίσει ο ίδιος την κρίσιμη κατάσταση στη Χερσόνησο του Αίμου. Αφού τέθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού, διά της κοιλάδας του Έβρου και διά των δύσβατων δυσχωριών της Ροδόπης εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος. Αντικειμενικός στόχος της εκστρατείας ήταν να καταλάβει την Τριαδίτζα (αρχαία Σαρδική, σημερινή Σόφια).
Αφού άφησε τον στρατηγό Λέοντα Μελισσηνό να φυλάει τα στενά που βρίσκονται γύρω από τη Φιλιππούπολη, ο ίδιος συνέχισε την πορεία του και έφτασε στο Στοπόνιο εξήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από τη Σαρδική, όπου και στρατοπέδευσε. Από εκεί προχώρησε προς την Σαρδική, την οποία πολιόρκησε επί είκοσι ημέρες χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία και να υποχωρήσει προς τα νότια.
Κατά την υποχώρησή του παγιδεύτηκε από τους Βούλγαρους σε μια βαθιά χαράδρα στη λεγόμενη Πύλη του Τραϊανού στις 16 Αυγούστου 986. Η ήττα του αυτοκρατορικού στρατού ήταν βαριά. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν και «ελαφυραγώγησαν« το βυζαντινό στρατόπεδο. Ο Βασίλειος παρά την γενναιότητα που επέδειξε δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει τους απείθαρχους στρατιώτες του, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο ίδιος και οι στρατηγοί του σώθηκαν με δυσκολία από τους Βούλγαρους που έφτασαν μέχρι την σκηνή του αυτοκράτορα όπου βρήκαν το σκήπτρο και το στέμμα του.
Διασχίζοντας ο Βασίλειος με τα υπολείμματα του στρατού του δύσβατες οροσειρές διέφυγε στην Φιλιππούπολη όπου τον περίμενε με το απόσπασμα του ο στρατηγός Λέων Μελισσηνός. Δεν ήταν όμως δυνατόν να αναδιοργανώσει τον στρατό του και γι’ αυτό επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη. Η ήττα αυτή των Βυζαντινών είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα γιατί έδωσε όλη την άνεση στον Σαμουήλ να οργανώσει ανενόχλητος τις δυνάμεις του και να διευρύνει εντυπωσιακά τα σύνορα του κράτους, τόσο προς τον Εύξεινο Πόντο όσο και προς την Αδριατική.
Μετά την επιτυχή αντιμετώπιση των επαναστάσεων στην Ανατολή και μετά από τη διευθέτηση της ρωσικής απειλής, ο Βασίλειος επανήλθε και πάλι στο μέτωπο της Βαλκανικής κατά τις αρχές του 991. Διά μέσου των θεμάτων Θράκης και Μακεδονίας φθάνει στη Θεσσαλονίκη για να αποδώσει ευχαριστήρια στο μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο. Είχε ήδη αποκαταστήσει διπλωματικές επαφές με τον άρχοντα της Κροατίας Στέφανο Drzislav και με τον Σέρβο άρχοντα της Διόκλειας Ιωάννη Vladimir, στους οποίους είχε παραχωρήσει τίτλους και προνόμια. Με τις επαφές αυτές απέβλεπε στο να παρακινήσει τους Κροάτες και τους Σέρβους να προσβάλουν τον Σαμουήλ εκ των όπισθεν.
Η εκστρατεία αυτή του Βασιλείου Β’ διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Η υπεροχή του Βυζαντινού στρατού στις πεδινές περιοχές ανάγκασε το βουλγαρικό στρατό να αποσυρθεί νικημένος. Ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ρωμανός-Συμεών, γιος του Πέτρου, συνελήφθη αιχμάλωτος, ενώ ο Σαμουήλ διέφυγε. Με τον ίδιο τρόπο ο Βασίλειος αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μακεδονία και κατέλαβε πολλά φρούρια, ανάμεσα τους και τη Βέροια την οποία είχαν χάσει οι Βυζαντινοί το 989.
Και ενώ ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος στο βουλγαρικό μέτωπο, έφθασαν δυσάρεστες ειδήσεις από τη Συρία, όπου είχαν εισβάλει οι Φατιμίδες και απειλούσαν την Αντιόχεια. Αναγκάστηκε να διακόψει τις νικηφόρες επιχειρήσεις στη Βαλκανική και να στραφεί στο ανατολικό μέτωπο.
Ο Σαμουήλ εκμεταλλευόμενος την απομάκρυνση του Βασιλείου Β΄ από το βαλκανικό μέτωπο επιχείρησε νέες επιδρομές. Αυτή τη φορά βάδισε κατά της Θεσσαλονίκης την οποία δεν κατάφερε να κυριεύσει, κατόρθωσε όμως να παγιδεύσει το Βυζαντινό διοικητή της πόλης Γρηγόριο Ταρωνίτη και να τον φονεύσει (995). Ο διάδοχος του, Ιωάννης Χάλδος, συνελήφθη αιχμάλωτος.
Τον ίδιο χρόνο ο Σαμουήλ ανακατέλαβε την Βέροια. Ο Βασίλειος έστειλε δομέστικο των Σχολών της Δύσης τον στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό. Το 997 ο Σαμουήλ αφού συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, στράφηκε προς τα νοτιοδυτικά και αφού πέρασε τα Τέμπη μέσω της Θεσσαλίας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Αττικής εισέβαλε στην Πελοπόννησο λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα.
Μάχη του Σπερχειού
Κατά του Σαμουήλ βάδισε τότε ο Νικηφόρος Ουρανός, ο οποίος από τη Θεσσαλονίκη πέρασε στη Λάρισα όπου άφησε την βαριά αποσκευή του. Από εκεί με ταχύτατη πορεία προχώρησε προς τα νότια, διέσχισε την πεδιάδα των Φαρσάλων και αφού πέρασε τον Απιδανό ποταμό και προχώρησε ακόμη νοτιότερα, στρατοπέδευσε κοντά στις όχθες του Σπερχειού ποταμού, ο οποίος εκείνες τις μέρες ήταν πλημμυρισμένος λόγω των βροχοπτώσεων. Στην απέναντι όχθη ήταν στρατοπεδεύσει οι Βούλγαροι, οι οποίοι επέστρεψαν από τη ληστρική επιδρομή φορτωμένοι με αμέτρητα λάφυρα που είχαν αρπάξει από τις ελληνικές περιοχές.
Η διάβαση του ποταμού θεωρήθηκε τρόπον τινά αδύνατη. Πεπεισμένος ως προς αυτό ο Σαμουήλ χαλάρωσε την επιτήρηση των αντιπάλων του και τη φρούρηση του στρατοπέδου του. Όμως το γεγονός αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Νικηφόρος Ουρανός, ο οποίος ερευνώντας προσεκτικά το ποτάμι βρήκε ένα πέρασμα από το οποίο οδήγησε τον στρατό του στα νώτα των Βουλγάρων, εκ των οποίων άλλοι δεν αντιστάθηκαν καθόλου λόγω του αιφνιδιασμού, άλλοι προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα από το ποτάμι και παρασύρθηκαν από το ορμητικό ρεύμα του, άλλοι έτρεχαν προς το βουνό, αλλά τους έφθαναν οι Έλληνες ιππείς και τους σκότωναν, ενώ τέλος οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν να βγουν από τις σκηνές τους.
Ο Σαμουήλ και ο γιος του Γαβριήλ Ραδομηρός προσποιήθηκαν τους νεκρούς μέσα στη σκηνή τους με αποτέλεσμα να γλυτώσουν τον θάνατο. Την επόμενη νύχτα διέφυγαν και περνώντας από τα βουνά της Αιτωλίας και της Πίνδου έφθασαν στη Βουλγαρία. Όλοι οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν και οι αμύθητοι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βούλγαροι επανήλθαν στους Βυζαντινούς.
Η σημασία της νίκης του Σπερχειού υπήρξε πολύ σημαντική για τρεις λόγους: 1) Για πρώτη φορά ο Βυζαντινός στρατός κατόρθωσε να συντρίψει τους αντιπάλους του, οι οποίοι μέχρι τότε απέφευγαν να συγκρουστούν μαζί του σε ανοιχτή μάχη, 2) οι νότιες επαρχίες της Αυτοκρατορίας απαλλάχτηκαν οριστικά από τις βουλγαρικές επιδρομές και 3) το θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων μετατέθηκε προς βορράν.