Πολιτισμοί πριν τους Ίνκας

Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν την χριστιανική εποχή, κατέβηκαν στα περουβιανά δάση πληθυσμοί από τον βορρά που ζούσαν αποκλειστικά με το κυνήγι και τη συλλογή καρπών. Από το 900 π.Χ περίπου, οι λαοί αυτοί άρχισαν να αναπτύσσουν πιο σύνθετες δομές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, με βάση τη μόνιμη και εντατική άσκηση της γεωργίας και της κτηονοτροφίας, ενώ σταδιακά απέκτησαν μεγαλύτερη εμπειρία στην αγγειοπλαστική, την υφαντουργία και τη μεταλλουργία. Στο Περού αναπτύχθηκαν πολιτισμοί με διαφορετικά χαρακτηριστικά ο καθένας: ο ιερός πολιτισμός των Τσαβίν, ο μυστηριώδης πολιτισμός των Παράκας, ο εξελιγμένος πολιτισμός των Βιρού, ο μεγαλοπρεπής πολιτισμός των Μότσε, ο αινιγματικός πολιτισμός των Νάσκα και οι αυτοκρατορικοί πολιτισμοί των Τιαουανάκο, Ουάρι και Τσιμού. Οι πολιτισμοί αυτοί, οι οποίοι άνθησαν από τον 10 αιώνα π.Χ. έως το 15ο αιώνα μ.Χ., χάθηκαν αμέσως μετά την εμφάνιση και την επικράτηση των Ίνκας, που προχώρησαν σε μια διαδικασία πολιτικής και πολιτισμικής αφομοίωσης των υπόδουλων λαών.

Πολιτισμοί πριν τους Ίνκα

Τσαβίν και Παράκας

Ο πολιτισμός των Τσαβίν αναπτύχθηκε μεταξύ του 1200π.Χ. και του 400 π.Χ. και είναι ο πρώτος στις Άνδεις με ομοιογενή εξάπλωση σε μια ευρύτατη περιοχή, στο βόρειο και στο κεντρικό τμήμα των ακτών και των υψιπέδων. Διαθέτει χαρακτηριστικά «υψηλού πολιτισμού», δηλαδή ενός πολιτισμικού σταδίου με οργανωμένες κοινωνικές δομές, ειδίκευση στην εργασία και συγκεκριμένο βαθμό ανάπτυξης της γεωργίας. Το όνομα του προέρχεται από την τοποθεσία Τσαβίν ντε Ουάνταρ, όπου ανακαλύφθηκε ένας μεγάλος λίθινος ναός με υπόγειους χώρους και άνδηρα. Στον ναό λατρευόταν ο θεός-ιαγουάρος, προς τιμήν του οποίου γίνονταν ανθρωποθυσίες, κυρίως γυναικών και παιδιών.

Πολιτισμοί πριν τους Ίνκα

Αυτός ο σημαντικός τόπος προσκυνήματος διατήρησε τη σπουδαιότητα του μέχρι την αυτοκρατορική εποχή των Ίνκα. Ωστόσο, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι το Τσαβίν ντε Ουάνταρ υπήρξε το κέντρο ανάπτυξης του αρχιτεκτονικού και καλλιτεχνικού στιλ που χαρακτηρίζει τους ναούς, τη λιθογλυπτική, την αγγειοπλαστική και τη χρυσοχοΐα του πολιτισμού αυτού.

Τα παλαιότερα δείγματα της τέχνης των Τσαβίν εμφανίζονται ξαφνικά σε όλη τους την τελειότητα, χωρίς τίποτα να προδίδει προηγούμενη εμπειρία. Τα επαναλαμβανόμενα ζωομορφικά μοτίβα, κυρίως άγριων ζώων όπως ο ιαγουάρος, έκαναν τους μελετητές να εκφράσουν ποικίλες υποθέσεις σχετικά με την καταγωγή και τις αιτίες διάδοσης αυτής της τεχνοτροπίας. Δεν είναι απίθανο να οφείλεται στην εισαγωγή μιας νέας λατρείας που θα συνδεόταν με την καλλιέργεια του αραβοσίτου.

Η παρακμή του πολιτισμού των Τσαβίν μεταξύ του 400 και του 200 π.Χ. εγκαινίασε μια μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας άνθησαν τοπικοί πολιτισμοί με σημαντική καλλιτεχνική δημιουργία. Ανάμεσα τους ο σπουδαιότερος ήταν ο πολιτισμός των Παράκας, ο οποίος αναπτύχθηκε σε μια εκτεταμένη περιοχή των νότιων ακτών το διάστημα 400-100π.Χ. Γύρω από την τοποθεσία Πίσκο ανακαλύφθηκαν νεκροπόλεις, με νεκρούς που είχαν ταριχευθεί και είχαν εναποτεθεί σε μεγάλα καλάθια, σε εμβρυϊκή στάση και τυλιγμένοι με υφάσματα σε πολλές στρώσεις.

Χάρη στο ιδιαίτερο ξηρό κλίμα του τόπου, τέτοιου είδους υφάσματα διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση, αποκαλύπτοντας την αρτιότητα ορισμένων χειροποίητων έργων, τη γνώση εξελιγμένων τεχνικών υφαντουργίας και κεντητικής, καθώς και ένα σύνολο εικονογραφικών θεμάτων που τα είχαν εμπνευστεί εξειδικευμένοι υφαντουργοί. Ακόμα και τα οργανικά κατάλοιπα που βρέθηκαν μέσα στους τάφους ήταν γενικά καλά διατηρημένα, επιτρέποντας στους ερευνητές να παρατηρήσουν κάποιες τεχνικές παραμορφώσεις στα κρανία των νεκρών: πρόκειται κυρίως για επιμηκύνσεις του κρανίου, μια πρακτική πολύ διαδεδομένη στις περιοχές της Κεντρικής Αμερικής.

Βιρού και Μότσε

Ο πολιτισμός των Βιρού αναπτύχθηκε μετά το 500π.Χ. στην ομύνυμη κοιλάδα, καθώς και στην κοιλάδα Τσικάμα, οι οποίες βρίσκονται στη βόρεια ακτή του Περού. Η σημαντική δημογραφική ανάπτυξη που σημειώθηκε στην κοιλάδα την περίοδο μετά την κατάρρευση του πολιτισμού των Τσαβίν συνδέεται στενά με την εντατικοποίηση της γεωργίας, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στα αρδευτικά έργα.

Πολιτισμοί πριν τους Ίνκα

Στην κοιλάδα του Βιρού μπορεί να μελετηθεί και η εξέλιξη των οχυρώσεων: οι παλαιότερες ανάγονται στη περίοδο που ακολύθησε αμέσως μετά την παρακμή των Τσαβίν. Τα οχυρά αυτά απαντώνται στα βουνά γύρω απότην κοιλάδα και προστατεύονται από τείχη. Αργότερα εμφανίστηκαν και μεγαλύτερα συγκροτήματα, μεταξύ των οποίων κα μερικές πυραμίδες, ενώ ορισμένες τοποθεσίες περιβλήθηκαν από τείχη για αμυντικούς λόγους. Από τα πολυάριθμα υπολείμματα οχυρώσεων συνάγεται ότι ίσως ο πολιτισμός αυτός βρισκόταν διαρκώς σε σύγκρουση με τους γειτονικούς λαούς.

Γύρω στο 200 π.Χ. ο πολιτισμός των Βιρού παραμερίστηκε από τον πολιτισμό των Μότσε. Ο τελευταίος ξεκινώντας από μια κοιλάδα βορειότερα από εκείνη των Βιρού, επεκτάθηκε σχεδόν σε όλες τις κοιλάδες της βορειοδυτικής ακτής, με τελικό στόχο το κέντρο του πολιτισμού των Τσαβίν.

Στον πολιτισμό των Μότσε συναντάται ο μοναδικός μεγάλος κρατικός μηχανισμός της προ-Ίνκας εποχής. Η οργάνωση και η διοίκηση είχαν τεθεί σε μια συγκεντρωτική και ικανή κυβέρνηση που προώθησε την υλοποίηση τεράστιων δημοσίων έργων, όπως υδραγωγείων, αρδευτικών καναλιών, φραγμάτων και δρόμων. Η άρχουσα τάξη διατηρούσε τον έλεγχο του νερού, το οποίο ήταν απαραίτητο για τη γεωργία, άρα και για τη συντήρηση ολόκληρου του πληθυσμού. Τα πήλινα αγγεία, ζωγραφισμένα με μεγάλο ρεαλισμό, προσφέρουν πλούσιες και σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή των Μότσε, για τη θρησκεία, για τη σχέση μεταξύ κυβερνόντων και πολιτών, για τα εθιμα και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής.

Οι αξιωματούχοι αποδίδονται κυρίως σε σκηνές μάχης και κυνηγιού ή σε θρησκευτικές τελετές. Οι απλοί πολίτες απεικονίζονται σε σκηνές πολέμου και σε θρησκευτικές τελετές, αλλά και σε άσκηση γεωργικών δραστηριοτήτων. Στην κεραμική αποδίδονται επίσης ερωτικές σκηνές και πρόσωπα που νοσούν από διάφορες ασθένειες ή είναι παραμορφωμένα και ακρωτηριασμένα. Εξέχουσα θέση στην εικονογραφία κατέχουν και τα πορτραίτα.

Οι πιο σημαντικές αρχιτεκτονικές μαρτυρίες είναι οι γιγαντιαίες πυραμίδες, οι οποίες είχαν θρησκευτική λειτουργία. Οι δύο μεγαλύτερες βρίσκονται στην κοιλάδα του ποταμού Μότσε και ονομάστηκαν Ιερό του Ήλιου και Ιερό της Σελήνης αντίστοιχα. Κατασκευασμένες από ωμές πλίνθους ξεραμένες στονήλιο, οι δύ ο πυραμίδες έχουν επιβλητικές διαστάσεις, ενώ στις κορυφές τους έχουν ανεγερθεί ναοί. Η Σελήνη ήταν η βασική θεότητα, όμως η θρησκεία των Μότσε περιελάμβανε και αναρίθμητους δαίμονες, ζωόμορφους, φυτόμορφους και ανθρωπόμορφους.

Οι Μότσε ήταν ικανοί υφαντουργοί και κατείχαν την τέχνη της μεταλλουργίας: επεξεργάζονταν τον χρυσό, το ασήμι, τον χαλκό, παρασκευάζαν κράματα χρυσού και αργύρου, έκαναν ενθέσεις πολύτιμων λίθων, αλλά δεν γνώριζαν τον ορείχαλκο.

Νάσκα

Στη νότια παράκτια ζώνη του Περού δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι αναπτύχθηκε ένα κράτος οργανωμένο ανάλογο εκείνου των Μότσε. Παρ’ όλα αυτά τα έργα καλλιτεχνών και τεχνιτών πιστοποιούν την ύπαρξη εξελιγμένων πολιτισμών. Λίγο νοτιότερα από την περιοχή των Παράκας, στην κοιλάδα των Νάσκα, βρέθηκαν υφάσματα και πήλινα αγγεία πολύ καλής κατασκευής, τα οποία, μαζί με άλα σημαντικά ευρήματα, οδήγησαν στον εντοπισμό ενός πολιτισμού που χρονολογείται μεταξύ του 200π.Χ. και του 600πΧ.

Πολιτισμός Νάσκα

Ο πολιτισμός των Νάσκα γνώρισε περιορισμένη αστική ανάπτυξη. Η πιο σημαντική πόλη ήταν το Καουάτσι, η πρωτεύουσα. Στην κοιλάδα Ακάρι βρέθηκαν υπολείμματα οχύρωσης. Η απουσία άλλων οχυρών υποδηλώνει ότι ο πολιτισμός των Νάσκα δεν είχε επεκτατικό χαρακτήρα, και, ως εκ τούτου, δεν εξαπλώθηκε πέρα από την κοιλάδα Ακάρι.

Η μεγάλη ιδιαιτερότητα του πολιτισμού αυτού είναι οι «γραμμές Νάσκα»: γεωμετρικά σχέδια και φανταστικές μορφές ζώων μήκους εκατοντάδων μέτρων, που φαίνονται καθαρά μόνο από ψηλά. Τα γεωγλυφικά των Νάσκα έχουν χαρακτεί σε ερημικά εδάφη, γα λόγους μέχρι σήμερα ανεξήγητους και από πρόσωπα που δύσκολα θα είχαν την ευκαιρία να δουν την τελική εικόνα των σχεδίων τους. Η πιο πιθανή υπόθεση είναι ότι οι γραμμές αυτές ήταν θρησκευτικά και αστρονομικά σύμβολα, γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε ότι οι κάτοικοι της πεδιάδας είχαν αξιόλογες γνώσεις τον τομέα της αστρονομίας.

Τιαουανάκο

Ο οικισμός των Τιαουανάκο από μικρό αγροτικό κέντρο που ήταν τον 2ο μ.Χ. αιώνα, την εποχή της ίδρυσης του κοντά στην λίμνη Τιτικάκα, εξελίχθηκε σε βασικό κέντρο ενός πολιτισμού που εξαπλώθηκε στα νότια υψίπεδα του Περού. Τα κατάλοιπα των Τιαουανάκο είναι από τα πιο επιβλητικά της περιοχής των Άνδεων και περιλαμβάνουν τέσσερα μεγάλα οικοδομήματα, πολλές μικρότερες κατασκευές και πολυάριθμα αγάλματα. Δύο από τα βασικά κτίσματα είναι πυραμίδες, κατασκευασμένες από τεράστιους ογκόλιθους. Ένα τρίτο μεγάλο κτίριο, το Καλασασάγια, αποτελείται από μια μεγάλη εξέδρα και ένα μεγάλο αίθριο. Στην είσοδο βρίσκεται η πιο γνωστή κατασκευή του χώρου, η Πύλη του Ήλιου: είναι φτιαγμένη από ένα μονόλιθο, ύψους τριών μέτρων και πλάτους 3,75 μέτρων, και κοσμείται από ένα ανάγλυφο που αποδίδει τον θεό Ήλιο.

Πολιτισμός Τιαουανάκο

Λόγω του μεγέθους των ογκόλιθων, η μεταφορά τους θα απαιτούσε τεράστια συλλογική προσπάθεια, από το οποίο υποθέτουμε μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού και μια σχετική κοινωνική οργάνωση. Η ανάπτυξη του πολιτισμού των Τιαουανάκο θα μπορούσε να αποδοθεί στα έσοδα που επέφερε η κτηνοτροφία και κυρίως η εκτροφή των λάμα. Η σφαίρα επιρροής των Τιαουανάκο εκτεινόταν από τη λίμνη Τιτικάκα και από την νότια Βολιβία ως την βορειοδυτική Αργεντινή. Η εξάπλωση αυτού του πολιτισμού επιβεβαιώνεται κυρίως από την κεραμική που βρέθηκε, χάρη στην οποία τεκμηριώνεται και η λατρεία του θεού Ήλιου. Η θεότητα αυτή και οι μύθοι που την περιέβαλλαν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη θρησκεία των Ίνκας.

Ουάρι

Ο πολιτισμός των Ουάρι πήρε το όνομα του από το σημαντικό κέντρο του που βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο του Περού. Αναπτύχθηκε παράλληλα με τον πολιτισμό των Τιαουανάκο και υιοθέτησε από αυτόν βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία συγχωνεύτηκαν με στοιχεία από τον πολιτισμό των Νάσκα. Έφτασε στο απόγειο της ακμής του από τον 7ο μ.Χ. μέχρι τον 11 μ.Χ. αιώνα.

Πολιτισμός Ουάρι

Χάρη στο πυκνό δίκτυο εμπορικών σχέσεων με τις ακτές και τις μετακινήσεις των καμηλιέρηδων και των εμπόρων μαλλιού, ο πολιτισμός των Ουάρι κατάφερε να κυριαρχήσει σε μια περιοχή που εκτεινόταν ως την Καχαμάρκα και την κοιλάδα Τσικάμα (βασίλειο των Μότσε) και έως την λεκάνη της Τιτικάκα στο νότο. Η εξάπλωση των Ουάρι, με την υποδούλωση των γειτονικών πληθυσμών και η δημιουργία μιας μεγάλης αυτοκρατορίας επιτεύχθηκαν κυρίως χάρη στον καλά οργανωμένο στρατό τους.

Στον πολιτισμό των Ουάρι οφείλεται η πρώτη ανάπτυξη πόλεων στην περιοχή των Άνδεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για πόλεις οχυρωμένες, περιβαλλόμενες από τείχη και χτιμένες στα πιο ψηλά σημεία των παράκτιων κοιλάδων, πιθανώς για λόγους αμυντικούς. Οι πόλεις αυτές, οι οποίες οικοδομήθηκαν με βάση το ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα, αντικατέστησαν τα μικρά κέντρα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το οδικό δίκτυο.

Σημαντικές είναι οι καινοτομίες των Ουάρι στον τομέα της θρησκείας. Επέβαλαν την λατρεία του Βιρακότσα ως μόνο θεού δημιουργού, η οποία αντικατέστησε σταδιακά τις άλλες λατρείες και αργότερα υιοθετήθηκε από τους Ίνκας. Οι ομοιότητες του Βιρακότσα με το θεό των Σκήπτρων των Τιαουανάκο μαρτυρούν στενούς δεσμούς ανάμεσα στα δύο αυτά κέντρα.

Όταν οι Ουάρι έφτασαν στη μεγαλύτερη εξάπλωση τους, γύρω στον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός τους κατέρρευσε: το πολιτικό τους κέντρο ξαφνικά εγκαταλείφθηκε και ο πληθυσμός διασκορπίστηκε σε αγροτικές εγκαταστάσεις. Η επιστροφή στο αγροτικό στάδιο πιθανόν να οφειλόταν στην ανικανότητα του διοικητικού μηχανισμού να κρατήσει υπό έλεγχο μια τόσο μεγάλη ηγεμονία.

Τσιμού

Ο πολιτισμός Τσιμού αναπτύχθηκε μεταξύ του 12ου και του 15ου αιώνα στην περιοχή όπου άνθησε ο πολιτισμός των Μότσε. Ήδη από τον 14ο αιώνα οι Τσιμού κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της παράκτιας κοιλάδας του βόρειου και κεντρικού Περού και το κράτος τους εκτεινόταν παράλληλα προς την ακτή σε μήκος σχεδόν 900 χιλιομέτρων. Το κράτος των Τσιμού στήριξε την ύπαρξη του στην εντατική άρδευση και ανέπτυξε ένα ισχυρό διοικητικό μηχανισμό, ικανό να υλοποιεί υδρευτικά έργα και να ελέγχει την συντήρησή τους.

Πολιτισμός Τσιμού

Ο πολιτισμός των Τσιμού γνώρισε σημαντική αστική ανάπτυξη: μεγάλες πόλεις ξεπήδησαν στη βόρεια ακτή του Περού, στις οποίες συγκεντρώθηκε η τάξη των ευγενών. Η μεγαλύτερη ανάμεσα τους ήταν η Τσαντσάν, χτισμένη εξ ολοκλήρου από πλίνθους και με πρωτότυπο πολεοδομικό σχέδιο. Δεν αναπτυσσόταν γύρω από ένα κέντρο, αλλά περιελάμβανε δέκα μικρά οικοδομικά συγκροτήματα που περιβάλλονταν από τείχη, σαν μικρές πόλεις μέσα στην πόλη, η καθεμία με το δικό της διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο και ξεχωριστά καλλιεργήσιμα εδάφη.

Η Τσαντσάν ήταν μια πραγματική μητρόπολη και την εποχή της ισπανικής κατάκτησης, παρότι θα είχε περιέλθει στην κυριαρχία των Ίνκας, αριθμούσε 50.000 έως 100.000 κατοίκους. Από την αισθητή μείωση των χωριών στις παράκτιες κοιλάδες σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους συμπεραίνεται ότι σημαντικό τμήμα του πληθυσμού θα είχε μεταφερθεί στην Τσαντσάν ή στις άλλες πόλεις. Το βασίλειο των Τσιμού είχε περίπου 500.000 κατοίκους.

Ο κρταικός μηχανισμός ήλεγχε τις εμπορικές επαφές με τον πληθυσμό των υψιπέδων και των γύρω περιοχών χάρη σε ένα καλά οργανωμένο οδικό δίκτυο και σε ένα πλέγμα διπλωματικών σχέσεων και συμμαχιών που προστάτευαν τα εδάφη από τον κίνδυνο ενδεχόμενης εισβολής των Ίνκας. Πράγμα που τελικά έγινε και οι Ίνκας υπέταξαν τους Τσιμού, καταλαμβάνοντας τις φυσικές πηγές και απειλώντας να καταστρέψουν τα αρδευτικά κανάλια. Έτσι έπληξαν μία από τις πιο ζωτικές περιοχές της περουβιανής ακτής.

Η καλλιτεχνική παραγωγή των Τσιμού δεν συμβαδίζει με το υψηλό επίπεδο της κρατικής οργάνωσης. Η κεραμική χαρακτηρίζεται από ογκώδεις φόρμες, ενώ η ποσότητα της γραπτής διακόσμησης δεν συγκρίνεται με εκείνη των Μότσε. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρυσοχοΐα, στα δημιουργήματα της οποίας περιλαμβάνονται αντικείμενα καθημερινής χρήσης και θαυμάσια κοσμήματα.

Με πληροφορίες από: nationalgeographic