Πολιτεύματα

Από το 700 ως το 500π.Χ. η βασιλεία καταλύθηκε στα περισσότερα ελληνικά κράτη. Τα βασιλευόμενα πολιτεύματα τα διαδέχθηκαν αβασίλευτες αριστοκρατίες. Οι ευρύτερες αριστοκρατίες έδιναν πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους ενήλικους ευγενείς. Υπήρχαν όμως και παραλλαγές περισσότερο ή λιγότερο στενές. Η περίπτωση της μονοπώλησης των πολιτικών δικαιωμάτων από το βασιλικό γένος είναι τόσο ακραία που δύσκολα μπορεί να υπαχθεί στον ορισμό της αριστοκρατίας. Αποτελεί ένα είδος ανάμεσα στην αριστοκρατία και στην συλλογική τυραννίδα και ανταποκρίνεται στην έννοια της «δυναστείας», κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη.

Πολιτεύματα

Αριστοκρατία

Καθαρές περιπτώσεις στενών αριστοκρατιών είναι εκείνες, όπου πολιτικά δικαιώματα έχουν: οι μερικές ευγενείς οικογένειες, ή οι αρχηγοί οικογενειών κατά την εποχή της εγκαθίδρυσης του πολιτεύματος και στη συνέχεια οι απόγονοί τους κατά τάξη πρωτοτοκίας, ή ως ένας ορισμένος αριθμός προσώπων που έμενε σταθερός, γιατί τα κενά αναπληρώνονταν με εισδοχή νέων μελών, πάντοτε ευγενών, έπειτα από ψήφο των παλαιών.

Οι αριστοκρατίες διατήρησαν τα προϋφιστάμενα επίπεδα εξουσιών: την εκκλησία, τη βουλή, έναν και περισσότερους άρχοντες (στη θέση των βασιλέων). Στην εκκλησία του δήμου συμμετείχαν μόνο οι ενεργοί πολίτες. Το σώμα συνερχόταν τακτικά, για να εγκρίνει χωρίς συζήτηση προτάσεις που του υποβάλλονταν από τη βουλή και τους άρχοντες, σχετικές με κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης, συμμαχίες και διαλύσεις συμμαχιών, σοβαρές εσωτερικές υποθέσεις. Η επιδίωξη της έγκρισης αυτών των προτάσεων από την εκκλησία απέβλεπε στην πρόσδοση μεγαλύτερου κύρους σε αυτές και στην απαλλαγή των αρχών που τις εισηγήθηκαν από ευθύνες, σε περίπτωση αποτυχίας. Στις στενές αριστοκρατίες τα νομοθετικά κείμενα είχαν επικεφαλής τη δήλωση ότι έτσι αποφάσισαν και η βουλή και ο δήμος.

Η εκκλησία δεν αντιμετώπιζε περιορισμό όταν λειτουργούσε ως δικαστήριο ή ως εκλογικός σύλλογος για την ανάδειξη βουλευτών ή αρχόντων. Το τελευταίο δικαίωμα δεν το είχαν όλες οι εκκλησίες κάτω από αριστοκρατικά καθεστώτα. Το βουλευτικό σώμα είχε αρμοδιότητες ακαθόριστες και απεριόριστες και δεν υφίστατο κανένα έλεγχο. Σε αρχαιότερες φάσεις των αριστοκρατικών καθεστώτων όταν δεν υπήρχαν ακόμη γραπτοί νόμοι, οι βουλευτές έκριναν χωρίς καμία δέσμευση, «αυτογνώμονα».

Ο αριθμός των αρχόντων ήταν πολύ περιορισμένος. Σε πολλές πόλεις κατά τη μετάβαση από τη βασιλεία στην αβασίλευτη αριστοκρατία ο κληρονομικός μονάρχης αντικαταστάθηκε από ένα μόνο αιρετό άρχοντα με μακρά διάρκεια παραμονής στην εξουσία. Αργότερα δημιουργήθηκαν περισσότεροι άρχοντες και μειώθηκε σε ένα έτος η διάρκεια παραμονής τους στην εξουσία.

Οι βουλευτές και οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικές αρμοδιότητες. Εφόσον ίσχυε το εθιμικό δίκαιο, οι υποθέσεις ήταν λίγες, η διαδικασία απλή, οι αποφάσεις λίγο-πολύ υποκειμενικές. Βαθμιαία δημιουργήθηκε η συνήθεια προσφυγής στη συνέλευση του δήμου για αναθεώρηση των αποφάσεων που εξέδιδαν οι βουλές και οι άρχοντες. Από τότε που κωδικοποιήθηκε το εθιμικό δίκαιο και περισσότερο από τότε που άρχισαν να εισάγονται νέοι νόμοι για νέες υποθέσεις, η διαδικασία έγινε περισσότερο περίπλοκη, επέβαλε την αναφορά στα νομικά κείμενα, περιεβλήθη με περισσότερες ευθύνες. Ένα μέρος του φορτίου ανέλαβαν νέες αρχές με αποκλειστικά δικαστικές αρμοδιότητες. Αλλά όλες οι σοβαρές υποθέσεις, καθώς και μερικές που ανέκαθεν δικάζονταν από τους ανώτατους άρχοντες ή από τη βουλή, παρέμειναν στη δικαιοδοσία τους.

Τα αριστοκρατικά καθεστώτα περιήλθαν γρήγορα σε κρίση και δέχθηκαν επιθέσεις τόσο από ευγενείς που επεδίωκαν να γίνουν τύραννοι, όσο και από ομάδες μη ευγενών που διαφωνούσαν με την αριστοκρατική φιλοσοφία και τις πρακτικές εφαρμογές της. Τα πιο πολλά κατέρρευσαν έπειτα από σύντομη και ταραγμένη σταδιοδρομία.

Τιμοκρατία

Στις πόλεις όπου πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν μόνο ορισμένες κατηγορίες ευγενών, οι υπόλοιποι ανέλαβαν δράση, για να γίνουν και ο ίδιοι ενεργοί πολίτες. Από τη στιγμή που παρέχονταν δικαιώματα ενεργού πολίτη και εκλογιμότητας στα αξιώματα της πολιτείας σε ορισμένες κατηγορίες μη ευγενών, το πολίτευμα μεταβαλλόταν από αριστοκρατικό σε άλλο είδος ολιγαρχίας, στο οποίο τα πολιτικά προνόμια δεν πήγαζαν από την «ευγένεια», αλλά από το «τίμημα», δηλαδή την αποτίμηση του πλούτου ή των εισοδημάτων των υποψηφίων που εξασφάλιζαν τις προϋποθέσεις να γίνουν δεκτοί «εντός πολιτείας» ή να ασκήσουν μια αρχή. Το πολίτευμα αυτό λεγόταν από τους αρχαίους «εκ τιμημάτων πολιτεία», «τιμοκρατική πολιτεία», «τιμοκρατία», «πλουτοκρατία», «ολιγαρχία».

Οι τιμοκρατίες είχαν τόσα πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις αριστοκρατίες, ώστε οι αρχαίοι αποκαλούσαν αριστοκρατίες και καθεστώτα καθαρά τιμοκρατικά. Μερικά τιμοκρατικά καθεστώτα επέβαλαν χρηματικές ποινές σε πλούσιους, που απέφευγαν να πηγαίνουν στις συνελεύσεις του δήμου ή δεν δέχονταν να εκλέγουν άρχοντες ή δικαστές. Αυτά τα μέτρα είχαν σκοπό να αποτρέψουν τη μείωση της επιρροής, των ευπορότερων στον προσανατολισμό των αποφάσεων της εκκλησίας και της διοίκησης.

Οι τιμοκρατίες αποτέλεσαν σημαντική πρόοδο σε σχέση με τις αριστοκρατίες. Πρώτα διεύρυναν τον κύκλο των «εντός πολιτείας». Έπειτα η βάση τους, το «τίμημα», ήταν ελαστική και εξελικτική, ενώ η βάση της αριστοκρατίας, η «ευγένεια» ήταν παγιωμένη. Οι «ευγενείς» είχαν αυτή τη ιδιότητα από τη γέννησή τους. Κανείς δεν την αποκτούσε εκ των υστέρων. Η εγκατάλειψη του κριτηρίου της «ευγένειας» αποτελούσε καταδίκη μιας πολιτικής φιλοσοφίας με βαθύτατες ρίζες στο παρελθόν και με ορισμένη ιερότητα. Ένω το τίμημα και όταν ακόμη έμενε πάγιο, επέτρεπε την είσοδο στον κύκλο των πολιτικά προνομιούχων όλων εκείνων που κατόρθωναν να φτάσουν στο απαιτούμενο περιουσιακό επίπεδο. Όταν πάλι υποβιβαζόταν, η αρχή της τιμοκρατίας έμενε άθικτη γεγονός που διευκόλυνε την λήψη αποφάσεων προς αυτήν την κατεύθυνση.

Για αυτούς τους λόγους οι τιμοκρατίες υπήρξαν περισσότερο ανθεκτικές από τις αριστοκρατίες και μερικές τουλάχιστον επαινούνται για την «ισονομία» τους και το κλίμα κοινωνικής και πολιτικής μετριοπάθειας που δημιούργησαν. Τα αριστοκρατικά και τιμοκρατικά καθεστώτα που δεν υπερνικούσαν τις κρίσεις τους, έστω και αυτοκαταργούμενα διέτρεχαν σοβαρούς κινδύνους είτε να ανοίξουν τον δρόμο σε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις είτε να υποκύψουν σε «τυράννους».

Τυραννίδα

Τυραννίδες εγκαταστάθηκαν σε πλείστα ελληνικά κράτη από την αρχαϊκή εποχή ως την ρωμαϊκή κατάκτηση. Κατά την αρχαϊκή εποχή εμφανίσθηκαν σε κράτη που παρουσίαζαν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 1) ήταν «πόλεις», όχι «κοινά» ή φυλετικά κράτη, 2) είχαν προηγουμένως πολιτεύματα αριστοκρατικά ή τιμοκρατικά. Επίσης παρατηρούνται τυραννίδες: α) σε πόλεις με οικονομική και εμπορική ανάπτυξη, β) σε πόλεις χωρίς εμπόριο και μέτρια βιοτεχνία, γ) σε χρόνους αρχαιότερους από την καθιέρωση του νομίσματος, δ) σε χρόνους μεταγενέστερους, δηλαδή οι συναλλαγές γίνονταν με νόμισμα.

Όλοι οι τύραννοι ήταν ευγενείς. Μερικοί είχαν διατελέσει άρχοντες των πόλεων τους ή είχαν αναπτύξει πολιτική δρστηριότητα. Τότε μόνο ευγενείς μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία, αλλά για συγκεκριμένο και προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, καθώς και με επιμερισμένες αρμοδιότητες. Ο υποψήφιος, όμως, τύραννος εξωθούσε τον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας στην έσχατη συνέπειά του: την ήθελε αδιαίρετη και για πάντα.

Οι τύραννοι συγκέντρωναν σε μεγαλύτερο βαθμό από τους συγχρόνους τους τη θέληση για δύναμη, πλούτο, πνευματικές και σωματικές απολαύσεις. Εκδηλώσεις αυτών των παρορμήσεων ήταν ως ένα βαθμό οι μεγαλειώδεις κατασκευές τους, ο πανήγυρεις, η πολυτέλεια. Οι τύραννοι είχαν συνείδηση ότι πραγματοποιούσαν επιθυμίες που είχαν και άλλοι, αλλά δεν ήταν σε θέση να τις ικανοποιήσουν.

Στην τυραννίδα οδηγούσαν τρεις δρόμοι: η κατοχή ενός πολιτικού αξιώματος με μεγάλη δύναμη, η άσκηση στρατιωτικής ηγεσίας, προ πάντων έπειτα από νικηφόρο πόλεμο, η «δημαγωγία», δηλαδή η κατάκτηση της εμπιστοσύνης των «εκτός πολιτείας» ή των απορότερων και η παρόξυνσή τους εναντίον των πολιτικά προνομιούχων ή πλουσίων. Μερικοί υποψήφιοι τύραννοι χρησιμοποίησαν συγχρόνως και την στρατιωτική δύναμη που διέθεταν και τη δημαγωγία.

Οι τύραννοι έπαιρναν την εξουσία πραξικοπηματικά. Μετά την επιτυχία του πραξικοπήματος, οι τύραννοι φρόντιζαν να στερεώσουν το καθεστώς τους: πρώτα με τη δημιουργία μισθοφορικού στρατού και εξόντωση ή εξορία των ηγετικών στοιχείων του παλιού καθεστώτος, έπειτα με τον συνεχιζόμενο διωγμό των αντιπολιτευομένων, με μέτρα που απέβλεπαν στην δημιουργία λαϊκής βάσης και μείωση των αφορμών δυσαρέσκειας.

Λίγοι τύραννοι επιδόθηκαν σε έργα που μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα, ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους, που ευνόησαν τις τέχνες, που έλαβαν μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, που επεδίωξαν να περιορίσουν τη σπατάλη και την επίδειξη πλούτου, που άφησαν κάποια ίχνη τους στους θεσμούς και που προώθησαν θετικά τις μεταγενέστερες εξελίξεις.

Η τυραννίδα δεν απέκτησε ρίζες, αλλά έμεινε ένα ασταθές καθεστώς. Το φαινόμενο κράτησε επί αιώνες, μερικές μάλιστα πόλεις γνώρισαν πολλούς τυράννους. Αλλά ανάμεσα στην εγκατάσταση και στο τέλος κάθε τυραννίδας χωριστά, δεν μεσολαβούσαν πολλά χρόνια. Ελάχιστες επέζησαν μετά τον θάνατο του ιδρυτή τους. Η διατήρηση των Κυψελιδών στην Κόρινθο επί 73 χρόνια και η επιβίωση των Ορθαγοριδών στη Σικυώνα επί μία εκατονταετία αποτελούν εξαιρέσεις.

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους