Ποιος φταίει για την Μικρασιατική Καταστροφή;

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Μικρασιατική τραγωδία. Ακόμη όμως παραμένει αναπάντητο το ερώτημα για το ποιος φταίει για την Μικρασιατική Καταστροφή πραγματικά. Υπάρχουν πολλές πολλές απόψεις που βρίσκουν θιασώτες. Ίσως όλες να είναι σωστές. Ίσως η Μικρασιατική Καταστροφή να ήταν αποτέλεσμα πολλών λαθών, πολλών παραγόντων, πολλών συγκυριών.

Ποιος φταίει για την Μικρασιατική Καταστροφή;

Φταίει ο Βενιζέλος: Ο οποίος ανέλαβε τόσο τολμηρό εγχείρημα. Ο Βενιζέλος ήταν εκφραστής μιας ιστορικής στιγμής, που η αποκατάσταση των εθνοτήτων με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης είχε προβληθεί ως αρχή για την διευθέτηση όλων των αδικιών της ιστορίας σε βάρος των μειονοτήτων. Και ήταν ειλικρινής όταν μιλούσε για συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς στη Μικρά Ασία. Και ήταν τόσο προσεκτικός για τη δίκαιη μεταχείριση των «σύνοικων» πληθυσμών, ώστε υποστήριζε και την «μεροληψία» του Στεργιάδη υπέρ των Τούρκων. Επιπλέον περιόριζε τις επιδιώξεις του σε μια ζώνη που- αφού προσδιορίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών– πέρα από αυτή δεν εννοούσε να προχωρήσει.

Τον ίδιο καιρό, Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Ιταλοί τεμάχιζαν τη Μικρά Ασία χωρίς άλλο δικαίωμα παρά εκείνο της πυγμής. Απέναντι σε όλους αυτούς οι Έλληνες μπορούσαν να μιλούν για εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που χιλιάδες χρόνια ζούσαν στα μικρασιατικά εδάφη, ιδιαίτερα στα δυτικά παράλια, και είχαν πατρίδα τους την Ιωνία. Και ζητούσαν και εκείνοι την ένωση τους με την αρχαία μητρόπολη τους.

Ότι η οικονομική ενοποίηση των δύο πλευρών του Αιγαίου εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης ήταν πραγματικά ένα κίνητρο δράσης και πολιτικής απόφασης. Αλλά δεν ήταν το μόνο, ούτε ήταν καθοριστικό για την σύμπραξη των λαϊκών τάξεων.

Ότι η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για την αποστολή ελληνικού στρατού στην Σμύρνη είναι πιθανόν να προήλθε από την ανάγκη των ιδίων να ρυθμίσουν τα δικά τους θέματα ή και από την παρασκηνιακή παρέμβαση κάποιων άλλων παραγόντων για την προώθηση των εργασιών τους, ούτε αυτές οι παραδοχές εξαλείφουν ή μειώνουν τα ψυχοκίνητρα των πληθυσμών, που εκφραστής σε μια συγκεκριμένη στιγμή έγινε ο Βενιζέλος.

Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε ότι σκόπιμα έκανε τις εκλογές της 1/14 Νομεβρίου 1920 για να τις χάσει και να απαγκιστρωθεί προσωπικά και κομματικά-πολιτικά από την μικρασιατική «εμπλοκή». Είχε λήξει η θητεία της Βουλής των Λαζάρων και ήταν υποχρεωμένος ο Βενιζέλος να κάνει εκλογές τότε: γιατί τον πίεζε η αντιπολίτευση, τον δέσμευε το Σύνταγμα, γιατί το είχε ο ίδιος υποσχεθεί να προχωρήσει σε εκλογές, μόλις θα υπογραφόταν συνθήκη, γιατί ακόμη χρειαζόταν ανανέωση της λαϊκής εμπιστοσύνης, για να συνομιλεί ισότιμα με τους συναδέλφους του στην Αντάντ. Και διάλεξε την πιο ευνοϊκή γι΄ αυτόν στιγμή, την ώρα του διπλωματικού θριάμβου.

Φταίνε οι αντίπαλοι του Βενιζέλου: Οι οποίοι συνέχισαν το πόλεμο, ενώ προεκλογικά υπόσχονταν ειρήνη, που έφεραν τον βασιλιά και έδωσαν πρόσχημα στους συμμάχους να μας εγκαταλείψουν, που προέλασαν απερίσκεπτα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ οι Άγγλοι προστατεύονταν στο Τσανάκαλε (αρχαία Τρωάδα) από τους Έλληνες και οι Γάλλοι και Ιταλοί αποχώρησαν εύσχημα και γι΄ αυτούς αζήμια από τη Μικρά Ασία, ενισχύοντας παράλληλα και τον Κεμάλ. Επιπλέον οι διάδοχοι του Βενιζέλου δεν εκμεταλλεύτηκαν καμιά διπλωματική ευκαιρία για μια έντιμη απαγκίστρωση. Ούτε καν φρόντισαν για ένα σχέδιο σύμπτυξης, όταν έβλεπαν τα νέφη της καταστροφής πολύ κοντά.

Φταίνε οι δυτικοί σύμμαχοι: Οι οποίοι μας χρησιμοποήσαν, όσο χρειάζονταν τον ελληνικό στρατό για τα δικά τους συμφέροντα. Είναι εύκολο μέσα από τα γνωστά διπλωματικά γεγονότα να υφάνει κανείς εκ των υστέρων μια τέτοια ερμηνεία. Όμως τα κίνητρα της ανθρώπινης δράσης δεν είναι πάντα ορατά. Άλλωστε μπορεί να αντιπαρατεθεί η επίσης κυνική παραδοχή ότι οι Σύμμαχοι κοίταζαν τα συμφέροντα τους και δεν είναι γι΄ αυτό αξιόμεμπτοι. Εμείς οφείλαμε να είμαστε προσεκτικοί.

Φταίνε οι Μπολσεβίκοι: Οι οποίοι βοήθησαν τον Κεμάλ. Και αυτοί έκαναν τη δική τους εξωτερική πολιτική. Και δεν είχαν λόγους να ευνοούν τους Έλληνες που συμμετείχαν στην ουκρανική εκστρατεία το 1919.

Φταίνε οι Έλληνες κομμουνιστές: Οι οποίοι καλλιέργησαν στο μέτωπο κλίμα ηττοπάθειαςκαι φυγής. Είναι αλήθεια ότι εκδήλωσαν οι κομμουνιστές ιδεολογική αντίθεση με την μικρασιατική εκστρατεία. Τη θεώρησαν ιμπεριαλιστική, όπως και την ουκρανική εκστρατεία. Αλλά τότε η εκλογική τους δύναμη ήταν ασήμαντη και η επιρροή τους περιορισμένη. Η πραγματική αποδυνάμωση και κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ήταν αποτέλεσμα πράξεων και παραλείψεων της επίσημης ελληνικής ηγεσίας, κυρίως της πολιτικής, που αποφάσισε στην Κιουτάχεια προέλαση προς την Άγκυρα, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις και χωρίς να υπάρχει η ελπίδα να φτάσει η επιχείρηση στην πραγμάτωση του αντικειμενικού στόχου.

Όλες οι παραπάνω αιτιάσεις, εκτός του ότι είναι μονόπλευρες, χαρακτηρίζουν ως αίτια μερικά μόνο συμπτώματα. Στην πιθανότερη εκδοχή-συναίρεση θα μπορούσαν όλα αυτά να θεωρηθούν συναίτια προς ένα αποτέλεσμα. Φαίνεται όμως να διαφεύγει το πρώτο αίτιο: η αναδιανομή συμφερόντων από τα Στενά του Βοσπόρου ως τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλσσα. Μέσα στη δίνη της αναδιανομής αυτής μια δυναμική ελληνική παρουσία στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήταν κάρφος για όλους σχεδόν τους ενδιαφερόμενους και ήταν λογικό από την πλευρά τους να να συνεργήσουν, για να αποτρέψουν ένα τέτοιο κίνδυνο. Βοήθησαν και οι Έλληνες με σφάλματα, παραλείψεις και πολιτικές αντιδικίες.

Ο Κεμάλ από την πλευρά του, προσεγγίζοντας άλλοτε τους Σοβιετικούς, άλλοτε τους δυτικούς επιχειρηματικούς κύκλους εγαινίασε -μέσα σε συνθήκες ανάγκης και ρεαλισμού- την πολιτική της ουδετεροφιλίας, που σημαίνει ενεργή εκμετάλλευση της αντίθεσης των μεγάλων δυνάμεων. Τού το επέτρεπαν και οι περιστάσεις και η γεωγραφία του χώρου του. Αλλά και για την Τουρκία οι απώλεις δεν ήταν λίγες. Με πολύ κόπο κατάφερε να διασώσει τα απομεινάρια της παλιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας, που δεν διανεμήθηκε στους νόμιμους κληρονόμους, αλλά στις αποικιακές δυνάμεις.

Η Ελλάδα είχε το πλεονέκτημα να συνδέει την τύχη της εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο με τις νικήτριες του πολέμου δυνάμεις της Αντάντ. Προβάλλοντας όμως τις νόμιμες διεκδικήσεις της μέσα από τη συμμαχία της με τους νικητές, στήριζε ταυτόχρονα την πολιτική εκείνων των μεγάλων δυνάμεων, που προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Γι΄ αυτή τη συνέργεια η ευθύνη βαρύνει σχεδόν όλον τον Ελληνισμό. Δώσαμε στους συμμάχους τη δυνατότητα να μας «αξιοποιήσουν» με κυνισμό και να μας αφήσουν στην τραγωδία. Είμαστε θύματα της γεωγραφίας μας και της κρίσης της αποικιοκρατίας, αλλά και την πολιτικής μας.