Ο Παρμενίδης υποστήριξε την ύπαρξη του ενός, αλλά συγχρόνως απέρριπτε το μη ον ως μη νοητόν. Σύμφωνα με τον Παρμενίδη οι αισθήσεις, λόγω της αδυναμίας τους, αντιλαμβανόμενες τον κόσμο ως διαδικασία μεταβολής και κίνησης, φανερώνουν το ον ως μεταβαλλόμενο, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται ο κόσμος λανθασμένα ως εναλλαγή φωτός και σκότους.

Ακόμη, ο Παρμενίδης εισηγήθηκε την ονοματοκρατία, αφού υποστήριξε ότι «το λέγειν εξισούται προς το είναι». Οι σκέψεις μας είναι οι λογικές εικόνες των γεγονότων. Νους και ον ταυτίζονται απόλυτα οντολογικά, δεδομένου ότι χωρίς το είναι δεν θα βρει κανείς το νοείν, γιατί ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει κάτι άλλο, έξω από το είναι που να το νοήσει ο νους.
Από το «Περί φύσεως» έργο του Παρμενίδη έχουν διασωθεί 19 αποσπάσματα που συναποτελούν 144 στίχους. Στο ποίημα του ο Παρμενίδης παρουσιάζεται ως άνθρωπος που γνωρίζει μεν, αλλά μαθαίνει ωστόσο από τη θεά. Ο Παρμενίδης διαισθάνεται την έμφυτη λογικότητα του κάθε ανθρώπου με αποτέλεσμα να γράφει ότι εκλήθη ως άνθρωπος από την θεά να γνωρίσει την όντως αλήθεια.
Σύμφωνα με τον Σιμπλίκιο, οι Ελεατικοί φιλόσοφοι, «αρχηγός» των οποίων είναι ο Παρμενίδης, θεωρούσαν ότι υπάρχει μια διπλή υπόσταση, εξ ων η μία αφορά στο όντως ον, το οποίο είναι και νοητόν, η δε άλλη στο γινόμενον και αισθητόν. Το τελευταίο δεν το θεωρούν ως υπάρχον, αλλά ως ον κατά το φαινόμενον, κατά το δοκούν. Εξαιτίας αυτού ο Παρμενίδης τάσσει την αλήθεια για το ον και τη δόξα για το γινόμενο.
Ο Ελεάτης φιλόσοφος, όπως και ο Ξενοφάνης, ονομάζει το νοητόν ως όντως ον και υπάρχον, ενώ το κατ’ αίσθηση, επειδή αλλάζει συνεχώς, ως υπάρχον κατά το φαινόμενον. Η δράση δηλαδή του πυρός επί της γης, ή του θερμού επί του ψυχρού, έχει ως αποτέλεσμα αυτά που σχηματίζονται να μην μπορούν να λάβουν τον χαρακτηρισμό του όντος, αφού προέρχονται από φθορά, και λόγω της φθοράς θα μεταβληθούν σε κάτι άλλο, πλην όμως τη συγκεκριμένη στιγμή αυτά υπάρχουν.