Άγνωστα παραμένουν τα ιστορικά γεγονότα τα οποία γύρω στο 1900π.Χ. έφεραν την απότομη μεταβολή, που μαρτυρούν τα παλαιά ανάκτορα των Μινωιτών και η περιοχή γύρω από αυτά. Η οικοδόμηση μεγάλων ανακτόρων στα μινωικά κέντρα που δέσποζαν στην κεντρική και στην ανατολική Κρήτη δείχνει συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια βασιλέων και νέο σύστημα διακυβέρνησης. Φαίνεται ότι ορισμένα γεγονότα οδήγησαν σε μια απότομη μεταβολή, τα οποία γεγονότα δεν ήταν απαραίτητο να διαδραματιστούν στην Κρήτη.

Την ίδια εποχή νέα φύλα εγκαθίστανται στην Μικρά Ασία και την ηπειρωτική Ελλάδα, στην αρχή με βαθμιαίες διεισδύσεις, αργότερα με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μετανάστευση. Ίσως οι Κρήτες τοπάρχες να βεβαιώθηκαν ότι μόνο μια συγκεντρωτική εξουσία θα μπορούσε να αναχαιτίσει τον κίνδυνο προώθησης των εισβολέων στον νησιωτικό κόσμο. Οι βασιλείς που είχαν συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια τους είχαν αναδειχθεί από τους τοπάρχες ή είχαν καταφέρει να επιβληθούν ανάμεσα στους αρχηγούς των σημαντικών για την οικονομία του τόπου περιοχών.
Τα παλαιά ανάκτορα οικοδομήθηκαν από την αρχή σαν εξαιρετικά πολυσύνθετα κτίρια που μαρτυρούν την συγκέντρωση της εξουσίας των βασιλέων, την ύπαρξη ιεραρχίας τάξεων που κορυφωνόταν στο πρόσωπο τους, την ανάπτυξη ζωής που ελεγχόταν από το ανάκτορο, μια γραφειοκρατική διοίκηση πολύ στενά εξαρτημένη από τα ανακτορικά ιερά και την οργάνωση εκλεκτής παραγωγής μέσα σε ανακτορικά εργαστήρια. Η δύναμη της Κρήτης στερεώθηκε με τη συνεργασία όλων των μινωικών ανακτορικών κέντρων. Διαφορετικά ο ανταγωνισμός που θα ξεσπούσε αναπόφευκτα ανάμεσα τους θα οδηγούσε σε εσωτερικές διαμάχες και πολέμους.
Τα παλαιά ανάκτορα επιβίωσαν για περίπου 200 χρόνια, από το 1900π.Χ. ως το 1700π.Χ., όμως σε αυτό το διάστημα καταστράφηκαν τρεις φορές, την τελευταία τόσο ριζικά που θεωρήθηκε περιττό να χτιστούν στο ίδιο σχέδιο με χρησιμοποίηση των ερειπίων. Γι’ αυτό επισχώθηκαν και τα νεά κτίρια χτίστηκαν σε κάπως ψηλότερο επίπεδο. Αντίθετα, οι δύο προηγούμενες καταστροφές δεν ήταν ολοκληρωτικές και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν στο ίδιο σχεδόν σχέδιο, με χρησιμοποίηση των τμημάτων που είχαν κάπως διατηρηθεί.

Τα τεχνικά έργα που εξυπηρέτησαν τις ανάγκες των παλαιών ανακτόρων προξενούν κατάπληξη. Τα συστήματα αποχέτευσης ήταν από τότε πολύ καλά οργανωμένα. Είχε εφαρμοσθεί η αρχή της συγκέντρωσης των ακάθαρτων νερών με μικρούς πέτρινους αγωγούς που με την κατάλληλη κλίση αποχέτευαν σε έναν κεντρικό οχετό. Πολλές φορές σε ορισμένα σημεία διασταυρώνονταν τρεις ή τέσσερις αγωγοί. Σε άλλα σημεία χρησιμοποίησαν το περιφερικό σύστημα: μικρά καναλάκια κατέληγαν σε έναν κεντρικό οχετό που προχωρούσε κυκλικά με μικρή κλίση προς όλους τους υπαίθριους χώρους μαζεύοντας τα νερά. Κάθετοι αγωγοί αποχέτευαν τα νερά από τις ταράτσες των επάνω ορόφων. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν εγκαταστάσεις που εξασφάλιζαν το πόσιμο νερό και το νερό για τη λάτρα των ανακτόρων.
Έξω από τα παλαιά ανάκτορα υπήρχαν ορισμένα κτίρια-εξαρτήματα που προορίζονταν για εξυπηρέτηση ιδιαίτερων αναγκών. Σην Κνωσό ένα τέτοιο κτίριο αποτελούσε είδος «κρύπτης» με μονολιθικούς στύλους, που ίσως χρησιμοποιήθηκαν γαι θρησκευτικές μυστηριακές τελετουργίες. Πολύ όμως πιο σημαντικό ήταν το συγκρότημα που συνδεόταν με το ανάκτορο στα Μάλια: πρόκειται για μια σειρά από κρύπτες που επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ήταν εφοδιασμένες με ειδώλια σε όλο το μήκος των τοίχων. Υπήρχαν μικρά εσωτερικά στηρίγματα και οι τοίχοι και τα δάπεδα σκεπάζονταν από κονιάματα με ζωηρά χρώματα. Σκάλες οδηγούσαν στις κρύπτες από τα δωμάτια του πάνω ορόφου. Αμέσως έξω από τον όροφο απλωνόταν μια ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή, που προοριζόταν για συγκεντρώσεις, αφού σε ορισμένα σχηματίζονταν είδος κερκίδων.
Όσον αφορά τη φυλετική σύνθεση της κοινωνίας στην εποχή των παλαιών ανακτόρων, ο μεσογειακός τύπος που κατοικεί στην Προανακτορική Περίοδο συνεχίζει να κατοικεί και στην Παλαιοανακτορική Περίοδο. Ο ίδιος φορέας δεσπόζει στην εξέλιξη του Μινωικού Πολιτισμού. Με την ίδρυση όμως των ανακτορικών κέντρων και την δημιουργία μεγάλων πόλεων σημειώθηκε ουσιαστική μεταβολή στην κοινωνική οργάνωση. Οι χωριστές τάξεις, που διαμορφώθηκαν, οργανώθηκαν συστηματικά και ιεραρχήθηκαν κατά βαθμίδες που κορυφώνονταν στον βασιλιά. Οι διαφορές στις οικήσεις ανάμεσα στους αγροτικούς, βιοτεχνικούς ή λιμενικούς-εμπορικούς οικισμούς είναι σημαντικές και είναι φοβερό ότι ο πλούτος και η συγκέντρωση σε λίγα χέρια βασικών αγαθών αδηγούν σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις.

Η συγκεντρωτική οργάνωση της πολιτικής διοίκησης που βεβαιώνετα από την οργάνωση των ανακτόρων, υποτάσσει τις κοινωνικές τάξεις σε μια ιεραρχία που σκοπός είναι η εξυπηρέτηση κατά τον καλύτερο τρόπο του κοινωνικού συνόλου. Σε αυτήν την ιεραρχία καθοριστικό ρόλο έπαιξε η θρησκεία και η οργάνωση του ιερατείου στην κορυφή του οποίου ήταν η βασιλική οικογένεια.
Τον στενό δεσμό των ανακτόρων με τη θρησκεία αποκαλύπτει η μορφή τους. Από την ίδρυση τους μέγαλα τμήματα, στην δυτική πτέρυγα, ήταν αφιερωμένα στη θεότητα και είχαν αποκτήσει χαρακτήρα ιερού. Το πολιτικό σύστημα που δέσποζε στην πρώτη οργανωμένη κοινωνία, ήταν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, θεοκρατικό. Αυτό σημαίνει ότι οι βασιλείς κυβερνούσαν εν ονόματι της θεότητας και ότι από την θεότητα αυτή αντλούσαν το κύρος και την δύναμή τους. Οι βασικοί νόμοι θα ήταν κατά βάση θεϊκοί νόμοι και γι’ αυτό από όλους σεβαστοί. Από την Παλαιοανακτορική Εποχή είναι ολοφάνερη η ευνομία που κυριαρχούσε στην Κρήτη. Μια τέτοια ευνομία, που εξηγεί την πραγματικά μοναδική ισορροπία δυνάμεων, θα ήταν δύσκολο να εξασφαλισθεί χωρίς οργάνωση κατά βάση θεοκρατικού χαρακτήρα.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους