Πάτρα και Αχαϊκόν Διευθυντήριον

Στην Πάτρα ο επαναστατικός αναβρασμός ήταν έντονος ένα μήνα περίπου πριν από τα γεγονότα των Καλαβρύτων. Από τις 20 Φεβρουαρίου, οι Τούρκοι άρχισαν να ανησυχούν γιατί οι «ραγιάδες» αρνήθηκαν να πληρώσουν το χαράτσι και άλλους φόρους. Οι ανησυχίες τους εντάθηκαν μετά την άρνηση του Παλαιών Πατρών Γερμανού να πάει στη Τριπολιτσά, όταν τον κάλεσε ο Σελήχ πασάς, παρά και τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις ότι θα ήταν ασφαλής. Οι Τούρκοι άρχισαν να φυγαδεύουν τις οικογένειες τους και τα τιμαλφή τους στο κάστρο της πόλης. Οι Έλληνες άρχισαν να φυγαδεύουν τις οικογένειες τους στα Επτάνησα και τις ορεινές περιοχές της επαρχίας.

Πάτρα και Αχαϊκόν Διευθυντήριον
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τον Σταυρό και ορκίζει τους αγωνιστές (Σύνθεση του Lapparini)

Στις 23 Μαρτίου οι Τούρκοι κάλεσαν σε σύσκεψη τους προξένους των ξένων δυνάμεων και τους προέτρεψαν να ασκήσουν την επιρροή τους, ώστε οι «ραγιάδες» να παραδώσουν τα όπλα. Στην πραγματικότητα ο σκοπός τους ήταν να εκφοβίσουν τους Επτανήσιους προξένους Ρωσίας, Αυστρίας και Σουηδίας, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν αναμεμειγμένοι στην εναντίον των Τούρκων συνομωσία.

Λίγες ώρες μετά τη σύσκεψη των προξένων, μια ομάδα από 30 ένοπλους Τούρκους (που σύντομα έγιναν 300) επιτέθηκε εναντίον της οικίας του προκρίτου Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, που θεωρείται ο πρωτεργάτης της κίνησης των Ελλήνων της πόλης για την Επανάσταση, και κατά της Μητρόπολης. Εξοργισμένοι επειδή τις βρήκαν κλειστές έβαλαν φωτιά, η οποία επεκτάθηκε γρήγορα στις διπλανές γειτονιές και στη γειτονιά των προξένων. Συγχρόνως κανονιοβολισμοί ρίχνονταν από το φρούριο εναντίον των ελληνικών οικιών. Σε λίγο, όμως, εμφανίστηκαν ένοπλοι Έλληνες στους δρόμους της πόλης, οι οποίοι έσπευσαν να οργανώσουν την άμυνα των Ελλήνων εναντίον των τουρκικών επιθέσεων. Πυρκαγιές και λεηλασίες κατέστρεψαν όλη τη νύχτα την πόλη.

Τελικά, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να κλειστούν στο φρούριο, ενώ από τα χαράματα της επόμενης μέρας (24 Μαρτίου) πλήθος ενόπλων Ελλήνων άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη από τα γειτονικά χωριά και να καταλαμβάνουν επίκαιρες θέσεις. Επικεφαλής ήταν οι πρόκριτοι της πόλης Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και Νικόλαος Λόντος. Από τους πρώτους μπήκαν στην πόλη οι οπλαρχηγοί Κουμανιώτες με τους ενόπλους, που τους ακολουθούσαν. Την επόμενη μέρα, 25 Μαρτίου, το πρωί, έφτασαν στην Πάτρα από τα Νεζερά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαΐμης με 500 άνδρες, Ο Ανδρέας Λόντος από το Αίγιο με 400 άνδρες, ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Κερνίκης Προκόπιος και άλλοι.

Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, και ενώ οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν από το κάστρο, συγκεντρώθηκαν οι Έλληνες και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έστησε τον Σταυρό, πάνω στον οποίο ορκίστηκαν οι Αγωνιστές αναφωνώντας «Ελευθερία ή Θάνατος». Την ίδια ώρα ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε την επαναστατική σημαία που είχε υψώσει δύο μέρες πριν στο Αίγιο.

Στην σύσκεψη των προκρίτων που ακολούθησε αποφασίστηκε να αρχίσει αμέσως η πολιορκία του κάστρου, η οποία οργανώθηκε συστηματικά. Αναφέρεται ότι κατασκευάστηκε οπλοποιείο και συστήθηκε νοσοκομείο από τον Ν. Γερακάρη. Αξίζει να σημειωθεί η συμβολή των Επτανήσιων στην πολιορκία του κάστρου της Πάτρας, σε έμψυχο αλλά και σε πολεμικό υλικό, καθώς και η οικονομική ενίσχυση τους στους πολιορκητές Έλληνες.

Παράλληλα οργανώθηκε μια επαναστατική επιτροπή που ανέλαβε τον συντονισμό των επιχειρήσεων. Η επιτροπή ονομάστηκε Επαναστατικό ή Αχαϊκό Διευθυντήριο και τέθηκε τιμητικά υπό την ηγεσία του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Μέλη της ήταν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Λόντος, Νικόλαος Λόντος, Κερκίνης Προκόπιος, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, Μπενιζέλος Ρούφος και ταμίας ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.

Στις 26 Μαρτίου το Αχαϊκό Διευθυντήριο απέδωσε σε όσους προξένους των ξένων δυνάμεων δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμη την πόλη την ακόλουθη διακοίνωση:

«Προς τους εν Πάτραις προξένους των ξένων επικρατειών

Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των χριστιανών βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε με τον έναν πότε με τον άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς, ή να αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθώμεν. Και τούτου ένεκα βαστούμε τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας και όχι μόνον δεν θέλουν μας εναντιωθεί αλλά και θέλουν μας συνδράμει και ότι έχουν εις μνήμην, ότι οι ένδοξοι πρόγονοι μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα. Διά τούτο ειδοποιούμεν την εκλαμπρότητα σας και σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε να ήμεθα υπό την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου τούτου κράτους».

Η απάντηση των προξένων ήταν ότι επιθυμούσαν να κρατήσουν ουδετερότητα και ότι θα διαβίβαζαν την διακοίνωση στις κυβερνήσεις τους.

Παράλληλα η επιτροπή αυτή με επιστολές στις μη επαναστατημένες ακόμη περιοχές τις προέτρεπαν να εξεγερθούν. Επίσης μοιράστηκαν λευκές σημαίες με το σύμβολο του Εφοδιαστικού των Ιερέων της φιλικής Εταιρείας και κατασκευάστηκε σφραγίδα με το σημείο του σταυρού, κυκλικά φύλλα δάφνης και επιγραφή «Σφραγίς ελευθερίας».

Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών

2 Σχόλια

  1. […] Η ιστορική, όμως, αλήθεια απέχει από τον θρύλο. Ούτε στις 25 Μαρτίου, ούτε στις 21 Μαρτίου που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση βρισκόταν κανείς στην Αγία Λαύρα. Λίγες μέρες μετά την άφιξη τους εκεί, στις 10 ή 13 Μαρτίου, όλοι οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι διασκορπίστηκαν στα ορεινά χωριά της Αχαΐας. Ειδικότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έμεινε στα Νεζερά ως την ημέρα των τουρκικών προκλήσεων στην Πάτρα. […]

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *