Ο Όμηρος (8ος αιώνας π.Χ.)

Ο Όμηρος φέρεται ως ο δημιουργός των ποιητικών κειμένων της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, από τα πρώτα κείμενα της Ιστορικής περιόδου της αρχαίας Ελλάδας, γνωστά ως «Ομηρικά Έπη». Η Ιλιάδα αποτελείται από 15.693 στίχους και αναφέρεται στις τελευταίες πενήντα μία (51), αποφασιστικής σημασίας ημέρες του πολέμου της  Τροίας, ο οποίος συνολικά διήρκεσε, σύμφωνα με το μύθο, 10 χρόνια. Η Οδύσσεια αποτελείται από περίπου 12.110 στίχους και περιγράφει τον δεκαετή αγώνα του Οδυσσέα για τον νόστο (επιστροφή στην πατρίδα του Ιθάκη μετά την κατάληψη της Τροίας).

Ο Όμηρος, έργο του Ρέμπραντ
Ο Όμηρος, έργο του Ρέμπραντ

Η ζωή και το έργο του Ομήρου

Διαθέτουμε επτά βίους του Ομήρου που προέρχονται από την αρχαιότητα. Η καταγωγή του φαίνεται πως ήταν από την Ιωνία και θρυλείται ότι επτά πόλεις ερίζουν για την καταγωγή του, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο. Ως γονείς του αναφέρονται ο Μαίων και η Κριθηίδα και λέγεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Μελησιγένης, επειδή γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης και ότι πήρε αργότερα το όνομα «Όμηρος», είτε επειδή ήταν τυφλός (στα Αρχαία Ελληνικα «ως μη ορων»), είτε επειδή ήταν όμηρος των Κολοφωνίων στον πόλεμο με τη Σμύρνη. Σύμφωνα με τους βίους του, περιόδευσε απαγγέλλοντας τα έργα του στις ελληνικές πόλεις, απέκτησε μεγάλη φήμη, αλλά σε ένα διαγωνισμό με τον Ησίοδο στη Χαλκίδα δεν πήρε βραβείο, επειδή προτιμήθηκε ο Ησίοδος ως ποιητής που εξυμνούσε την ειρήνη. Ως τόπος θανάτου του παραδίδεται η Ίος.

Εκτός από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, στην αρχαιότητα αποδόθηκαν στον Όμηρο και άλλα έπη του τρωικού κύκλου, αρκετοί θρησκευτικοί ύμνοι, η επική παρωδία Βατραχομυομαχία και μια κωμική διήγηση για έναν χαζό ήρωα, τον Μαργίτη. Στον Όμηρο αποδίδονται και δύο προφανώς ψευδεπίγραφα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας (VII 153 και XIV 147).

Η σύγχρονη έρευνα, και ειδικότερα όσοι δέχονται ότι ο Όμηρος μπορεί να θεωρηθεί πραγματικό πρόσωπο, τοποθετεί τη ζωή του στον 8ο αι. π.Χ. και θεωρεί πιθανό ότι ήταν Ίωνας ραψωδός, συνεχιστής μιας μακραίωνης παράδοσης ηρωικών αφηγήσεων, που συνέθεσε την Ιλιάδα γύρω στο 750 π.Χ. και την Οδύσσεια (αν όντως συνέθεσε και τα δύο έργα) γύρω στα 710 π.Χ.

Το ομηρικό ζήτημα

Η Αποθέωση του Ομήρου σε γλυπτό. Μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχίλαου της Πριήνης. 3ος αιώνας π.Χ., Βρετανικό μουσείο
Η Αποθέωση του Ομήρου σε γλυπτό. Μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχίλαου της Πριήνης. 3ος αιώνας π.Χ., Βρετανικό μουσείο

Υπό τον όρο «ομηρικό ζήτημα» ομαδοποιούνται πολλά ερωτήματα που έχουν σχέση με την πατρότητα, τον τρόπο σύνθεσης και την καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Ειδικότερα, έχουν τεθεί τα θέματα:

  • Ήταν πραγματικό πρόσωπο ο Όμηρος; Πότε έζησε, πώς συνέθεσε ή έγραψε τα έργα του και ποια είναι αυτά;
  • Ποια από τα γεγονότα, τοποθεσίες και πρόσωπα που αναφέρει ο Όμηρος έχουν ιστορικό υπόβαθρο; Μετά την ανακάλυψη των ερειπίων της Τροίας και των Μυκηνών αυτό το ερώτημα άρχισε να αποκτά μεγάλο βάρος.
  • Τα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα είναι έργα του ίδιου ποιητή; Κάποιες υφολογικές αλλά και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των δύο ποιημάτων καθιστούν πιθανό το γεγονός να μην γράφτηκαν από τον ίδιο συγγραφέα, χωρίς κάτι τέτοιο να μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα.
  • Τα κείμενα είναι ενιαίες ποιητικές συλλήψεις ή αποτελούνται από διάφορα στρώματα; Αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι τα σημερινά κείμενα προέρχονται από συνένωση πολλών τμημάτων ή επέκταση παλαιοτέρων. Απέναντι σε αυτήν την «αναλυτική» θεωρία τάσσονται οι «ενωτικοί» που υποστηρίζουν ότι στο καθένα μπορεί να διακριθεί μία συνεπής λογοτεχνική σύλληψη και πραγμάτωση από ένα άτομο. Η σύγκριση με προφορικά έπη έδειξε ότι οι προφορικοί ποιητές, με τεχνικές που δεν είναι οικείες σε μια εγγράμματη κοινωνία, μπορούν να συνθέσουν και να απομνημονεύσουν ποιήματα μεγάλης έκτασης.
  • Από την προφορική θεωρία, προκύπτει το ερώτημα ποια ήταν η συμβολή της γραφής στη σύνθεση των ποιημάτων: καταγράφηκαν την εποχή που συνετέθηκαν κατά τη διάρκεια της απαγγελίας, υπαγορεύτηκαν από τον ποιητή ή επιβίωσαν προφορικά και καταγράφηκαν αργότερα;

Προφορικότητα και γραφή

Διαφορετική κατεύθυνση δόθηκε στην ομηρική έρευνα από τη σύγκριση με τις τεχνικές της προφορικής ποίησης. Φιλόλογοι βασισμένοι στη διαπίστωση ότι τα δύο έπη εμφανίζουν στερεότυπες σκηνές και εκφράσεις, που συχνά επαναλαμβάνονται αυτούσιες, αξιοποίησαν έρευνες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα δύο κείμενα παρουσιάζουν ανάλογη τεχνική, αφού βασίζονται σε ένα σύνολο στερεότυπων μικρότερων ή μεγαλύτερων φράσεων (λογοτύπων) και τυποποιημένων σκηνών.

Σήμερα είναι εν μέρει αποδεκτό το γεγονός ότι οι τεχνικές στις οποίες βασίστηκε η σύνθεση των δύο επών είναι οι τεχνικές της προφορικής ποίησης, όπως είχαν διαμορφωθεί τους προηγούμενους αιώνες. Η παράδοση τροφοδότησε τον ποιητή τους με μια ειδική τεχνητή διάλεκτο, με στοιχεία διαφόρων εποχών και περιοχών και πολλά συνώνυμα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετικές μετρικές θέσεις, ένα σύνολο λογοτύπων που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις του στίχου, τυπικές σκηνές και τυποποιημένα ευρύτερα επεισόδια. Η συμβολή της γραφής στη σύνθεση ή την καταγραφή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι δύσκολο να καθοριστεί και έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις: μπορεί ο ποιητής να χρησιμοποίησε τη γραφή για να κάνει ένα σχέδιο της δομής και της σύνδεσης διαφόρων επεισοδίων, ή να υπαγόρευσε σε κάποιον το ποίημα. Είναι βέβαιο ότι και τους επόμενους αιώνες τα έπη είχαν συντηρηθεί τουλάχιστον στην προφορική παράδοση και απαγγέλλονταν, αλλά δεν έχουμε απτές αποδείξεις παρά μόνον ισχυρές ενδείξεις περί του αν υπήρχε κάποιο παγιωμένο γραπτό κείμενο.

Όπως όμως γνωρίζουμε μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Γραφής Β απεδείχθη ότι η ΓΓΒ όχι μόνον ήταν καθαρά Ελληνική γλώσσα της Μεσομινωικής περιόδου (ΜΜ) γύρω στο 1850 π.Χ., αλλά απόγονος της Γραμμικής Γραφής Α και της εικονογραφικής, περί των οποίων γνωρίζουμε αδρομερώς μόνον το «terminus ante quem» (το χρονολογικό πλαίσιο πριν) και όχι το «terminus post quem» (το χρονολογικό πλαίσιο μετά). Δεδομένου ότι κατά την ΜΜ περίοδο και έπειτα είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητος ότι η Ελληνική γλώσσα ομιλείτο και εγράφετο στον χώρο του Αιγαίου 500 έως 700 χρόνια τουλάχιστον πριν την συμβατική χρονολογία κατά την οποίαν ο Όμηρος συνέθεσε τα δύο μεγάλα του έπη. Επί τη βάσει όμως του ζητήματος της ηλικίας της Ελληνικής γλώσσης εμπλέκεται και η Δωρική διάλεκτος (δωρίς), η οποία χαρακτηρίζεται από αρχαϊσμούς οι οποίοι δεν εμφανίζονται στην Γραμμική γραφή και το ζήτημα περί της «καθόδου» ή «επιστροφής» τους στον Ελλαδικό χώρο από τον Βορρά πριν ομαλοποιηθεί στις γραμμικές γραφές.

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι δεν έχει βρεθεί κάποιο κείμενο, είτε ιστορικό είτε λογοτεχνικό είτε έστω επιστολή από την μία πόλη σε κάποια άλλη γραμμένο σε διάλεκτο προ του Ομήρου αλλά ίσως πρέπει να θεωρήσουμε την ύπαρξή του τουλάχιστον πολύ πιθανή, καθώς οι αναλογίες με άλλους συγχρόνους τους λαούς καθιστούν πολύ πιθανό το να χρησιμοποιούσαν την γραφή για τέτοιους σκοπούς. Άρα η επιστημονική έρευνα δεν αποκλείει αλλά τουναντίον αποδέχεται ότι η γραφή υπήρχε στην Ελλάδα πολύ πριν από αυτήν του Ομήρου με ένα κενό 400 χρόνων (1150-750 π.Χ.) μεταξύ των τελευταίων επιγραφών σε ΓΓΒ και των επιγραφών σε αλφαβητικό σύστημα. Εύλογη λοιπόν η υπόθεση ότι μπορεί να έγινε κάποια μεταγραφή όπως έχουμε βρει να γίνεται από την εικονογραφική στην Γραμμική.

Από τον 6ο αι. π.Χ. μαρτυρείται και μια επαγγελματική ένωση ραψωδών που ονομάζονταν «ὁμηρίδες», οι οποίοι απήγειλλαν κάποια εκδοχή των επών, αλλά δεν γνωρίζουμε αν είχαν στην κατοχή τους κάποιο γραπτό κείμενο. Σημαντική θεωρείται στο θέμα της παγίωσης του ομηρικού κειμένου η συμβολή του Πεισιστράτου που λέγεται ότι καθιέρωσε απαγγελίες του Ομήρου στη γιορτή των Παναθηναίων με βάση ένα σταθερό κείμενο (η λεγόμενη «πεισιστράτεια διόρθωση»).

Γλώσσα και μέτρο που χρησιμοποίησε ο Όμηρος

Το μέτρο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος. Βάση του είναι ο δακτυλικός πους, δηλαδή μια μονάδα που αποτελείται από μία μακρόχρονη συλλαβή και δύο βραχύχρονες (που μπορεί να αντικατασταθούν από μία μακρόχρονη). Ο κάθε στίχος απαρτίζεται από έξι πόδες. Οι πέντε πρώτοι είναι δάκτυλοι και ο έκτος αποτελείται από δύο συλλαβές, την πρώτη υποχρεωτικά μακρόχρονη και τη δεύτερη αδιάφορη. Συνολικά ένας δακτυλικός στίχος μπορεί να αποτελείται από δώδεκα έως δεκαεπτά συλλαβές. Υπάρχει μια ισχυρή νοηματική παύση περίπου στο μέσον του στίχου, καθώς και άλλες μικρότερες που χωρίζουν τον στίχο έως και σε τέσσερις μικρές νοηματικές ενότητες.

Η γλώσσα του Ομήρου είναι τεχνητή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε, αλλά κατανοητή απ’ όλον τον ελληνόφωνο κόσμο. Το υλικό της προέρχεται από διάφορες διαλέκτους και χρονικές περιόδους. Βάση είναι η ιωνική διάλεκτος όπως είχε διαμορφωθεί τον 8ο αι. π.Χ. στα παράλια της Μικράς Ασίας. Υπάρχουν ακόμη πολλά αιολικά στοιχεία αλλά και τύποι παλαιότεροι αναγόμενοι στη μυκηναϊκή εποχή. Δωρικά στοιχεία δεν υπάρχουν, ενώ κάποιοι αττικοί τύποι ενδέχεται να είναι μεταγενέστερες προσθήκες. Η ύπαρξη πολλών συνώνυμων τύπων οι οποίοι προέρχονταν από ποικίλες διαλέκτους ή περιόδους παρείχε μετρικές ευκολίες στον ποιητή, αφού ανάλογα με τη θέση του στίχου μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία από πολλές νοηματικά ισοδύναμες λέξεις. Για παράδειγμα η προσωπική αντωνυμία σοῦ είχε ισοδύναμους τύπους τα σεῖοσέθενσέοσεῦτεοῖο.

Λογότυποι και τυπικές σκηνές

Από την προφορική επική παράδοση ο Όμηρος είχε κληρονομήσει ένα σύνολο στερεοτυπικού υλικού το οποίο προσάρμοζε ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Η μικρότερη τυπική μονάδα είναι οι σύντομες φράσεις που αποτελούνται από ένα όνομα και επίθετο. Ανάλογα με τη θέση του στίχου, προκύπτουν διάφοροι συνδυασμοί όπως Παλλὰς Ἀθήνηγλαυκῶπις Ἀθήνηθεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη. Κάποιες φορές τα τυπικά επίθετα χρησιμοποιούνται ακόμη και όταν τα νοηματικά συμφραζόμενα δεν επιτρέπουν τη χρήση τους. Μεγαλύτερης έκτασης λογότυποι χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την αρχή και το τέλος μιας ομιλίας, την μετακίνηση ενός ήρωα ή τα γεγονότα των μαχών.

Εκτός από τις εκφραστικές στερεοτυπίες, υπήρχαν και τυποποιημένες ακολουθίες πράξεων για να περιγράψουν εκτενή γεγονότα όπως η θυσία, η ικεσία, η υποδοχή ενός φιλοξενούμενου, ένα γεύμα, μία μονομαχία. Για παράδειγμα η αφήγηση μιας αριστείας, δηλαδή μιας σειράς κατορθωμάτων ενός ήρωα, βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρότυπο: πρώτα περιγράφεται ο εξοπλισμός του ήρωα. Όταν αρχίζει η μάχη, ο πρωταγωνιστής σκοτώνει κάποιους εχθρούς σε μονομαχίες και έπειτα επιτίθεται εναντίον του εχθρικού στρατού τον οποίο ωθεί σε φυγή. Η καταδίωξη διακόπτεται όταν αυτός πληγώνεται, αλλά με προσευχή σε ένα θεό θεραπεύεται, επιστρέφει στη μάχη και μονομαχεί με τον αρχηγό των εχθρών. Τον σκοτώνει και ακολουθεί μάχη των δύο παρατάξεων για το πτώμα, το οποίο αποκτούν τελικά οι φίλοι του νεκρού με θεϊκή παρέμβαση. Παρά την τυποποίηση, κάθε φορά που εμφανίζονται τυπικές σκηνές υπάρχουν διαφορές στις λεπτομέρειες ανάλογα με τις ανάγκες.

Πηγή: A Companion to Homer, A. Wace & Fr. Stubbings, εκδ. Καρδαμίτσα

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/Όμηρος

6 Σχόλια

Ο σχολιασμός είναι απενεργοποιημένος.