Ο Όθων
Ο Όθων (Γερμανικά: Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach, 1 Ιουνίου 1815 – 26 Ιουλίου 1867), γνωστός και ως Όθωνας, ήταν ένας Βαυαρός πρίγκιπας του Οίκου των Βίττελσμπαχ (ή Βιττελσβάχων), που έγινε ο πρώτος βασιλιάς του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ήταν ο μοναδικός μονάρχης της Ελλάδος που έφερε τον τίτλο «Βασιλιάς της Ελλάδος» (επίσημα Βασιλεύς της Ελλάδος), δεδομένου ότι οι επόμενοι, της Δυναστείας των Γλυξβούργων, είχαν τον τίτλο «Βασιλιάς των Ελλήνων» (επίσημα Βασιλεύς των Ελλήνων).
Ο Βίος του Όθωνα
Ο Όθων γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Παλάτι Μιραμπέλ του Σάλτσμπουργκ. Το πλήρες όνομα με το οποίο βαπτίσθηκε ήταν το Όθων Φρειδερίκος Λουδοβίκος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’, που ανήκε στη δυναστεία των Βίττελσμπαχ και της βασίλισσας Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σαξ – Άλτενμπουργκ. Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστατ.
Εκλογή του Όθωνα ως Βασιλιά της Ελλάδος
Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ι. Καποδίστρια (θεωρούνταν ρωσόφιλος), το 1830 η Αγγλία κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») της μεταβολής του πολιτειακού σχήματος της χώρας, την επιβολή μοναρχίας και τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε βασίλειο. Οι ίδιες όρισαν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1832) τον 17χρονο τότε Όθωνα Βασιλιά της Ελλάδας, ύστερα και από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας [γιου του δούκα της Σαξονίας-Κόμπουρκ-Ζάαλφελτ (Sachsen-Coburg-Saalfeld), Φραγκίσκου] που είχε επιλεγεί αρχικά Βασιλιάς της Ελλάδας και κατόπιν έγινε Βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου.
Το πρωτόκολλο εκλογής του Όθωνα (25 Απριλίου 1832) ως βασιλιά υπογράφηκε από τον λόρδο Υποκόμη Πάλμερστον (Αγγλία) και τους πρίγκιπες Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ (Γαλλία) και Κριστόπ φον Λίβεν (Ρωσία) και στάλθηκε για έγκριση στο βασιλιά Λουδοβίκο, ο οποίος εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του ελληνικού θρόνου από τον γιο του Όθωνα: Να επεκταθούν τα όρια του Βασιλείου μέχρι το Βόλο και την Άρτα και να προσαρτηθούν η Κρήτη και η Σάμος, να χορηγηθεί δάνειο 60.000.000 γαλλικά φράγκα, να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες), να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, να μην θεσπιστεί Σύνταγμα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον βασιλιά, ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης, ο τίτλος του Όθωνα να είναι «Βασιλεύς της Ελλάδος».
Οι προστάτιδες Δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν, υπό την εγγύησή τους, σε τρεις ισόποσες δόσεις. Δύο μήνες αργότερα (17 Ιουνίου 1832) καθορίστηκαν τα «οριστικά» σύνορα του νεοσύστατου Βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και την Φθιώτιδα, με οροθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές Όθρυς και Τυμφρηστός και κατέληγε στο Μαλιακό.
Διάγγελμα του Όθωνα
Στο διάγγελμα που απηύθυνε ο βασιλιάς Όθων προς τον ελληνικό λαό, κατά την άφιξή του στην Ελλάδα, υπογράμμιζε τα εξής:
«Έλληνες!
Προσκεκλημένος από την εμπιστοσύνη των ενδόξων και μεγαλόψυχων μεσιτών, μέσω της κραταιάς βοήθειας των οποίων αποπερατώσατε ενδόξως τον καταστροφικό πόλεμο, που διήρκησε υπέρ του δέοντος, προσκεκλημένος προσέτι και από την δική σας ελεύθερη εκλογή, ανεβαίνω στο θρόνο της Ελλάδας, για να εκπληρώσω όσες υποχρεώσεις ανέλαβα δεχόμενος το προσφερθέν μου Βασιλικό Στέμμα, τόσο προς εσάς, όσο και προς τις μεσιτεύουσες Μεγάλες Δυνάμεις.
Ανεβαίνοντας στο θρόνο της Ελλάδας, δίνω την πάνδημη βεβαίωση του να προστατεύω ευσυνείδητα την θρησκεία σας, να διατηρώ πιστώς τους νόμους, να διανέμεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστο και διαφυλάττω ακέραια μέσω της θείας βοήθειας εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίας σας, τις ελευθερίες και τα δικαιώματά σας».
Η Αθήνα
Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας από τις 18 Σεπτεμβρίου 1833 και η μεγαλύτερη πόλη της. Βρίσκεται στην Αττική, στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και είναι από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, με την καταγεγραμμένη ιστορία της να φθάνει ως το 3.200 π.Χ.
Η Αθήνα, πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους
Μετά την απελευθέρωση, με πρωτοβουλία του Βασιλιά Όθωνα, η Αθήνα χαρακτηρίζεται νέα πρωτεύουσα. Η Αθήνα ήταν μια μικρή ημιέρημη και μισοκατεστραμμένη πόλη (από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας), όταν έγινε πρωτεύουσα του νέου Βασιλείου της Ελλάδας το 1833. Το 1834 ανοικοδομείται και σχεδιάζεται η επέκταση της προς βορρά της παλαιάς πόλης, από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη, Έντουαρτ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) και τον βασιλικό σύμβουλο Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze). Ως πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, η Αθήνα υπήρξε τόπος γεγονότων-οροσήμων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Τις επόμενες δεκαετίες η Αθήνα ανοικοδομήθηκε κατά τα πρότυπα σύγχρονης πόλης.
Αρχιτεκτονική της Αθήνας
Η πόλη της Αθήνας ενσωματώνει αρχιτεκτονικούς ρυθμούς από το Νεοκλασικό μέχρι το μοντέρνο. Βρίσκονται συχνά στις ίδιες περιοχές, γιατί η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια των αρχιτεκτονικών ρυθμών.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα στην Αθήνα κυριάρχησε ο Νεοκλασικισμός, καθώς και ορισμένες παρεκκλίσεις του, όπως ο Εκλεκτικισμός, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι τα Παλαιά Ανάκτορα (σήμερα Βουλή των Ελλήνων) ήταν το πρώτο σημαντικό δημόσιο κτίριο που ανεγέρθηκε, μεταξύ 1836 και 1843. Αργότερα, στα μέσα και τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Χάνσεν και ο Έρνεστ Τσίλλερ συμμετείχαν στην κατασκευή πολλών νεοκλασικών κτιρίων, όπως η Ακαδημία και το Ζάππειο. Ο Τσίλλερ σχεδίασε επίσης πολλά ιδιωτικά αρχοντικά στο κέντρο της Αθήνας, που σταδιακά έγιναν δημόσια, συνήθως μέσω δωρεών, όπως το Ιλίου Μέλαθρον του Σλήμαν.
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών
Από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της εποχής της Βασιλείας του Όθωνα είναι η ίδρυση του Πανεπιστημίου. Ήδη από την εποχή της Αντοβασιλείας ο Μάουρερ είχε αρχίσει να καταρτίζει σχέδια και προγράμματα στηριζόμενος όμως στα πρότυπα γερμανικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Μετά την έκδοση του διατάγματος της 3ης Απριλίου 1833 που ανέθετε την αρμοδιότητα για τη σύσταση των «υψηλότερων εκπαιδευτικών καταστημάτων» στην επί «των εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως γραμματείαν», είχε προχωρήσει τη μελέτη και την εκπόνηση των σχετικών σχεδίων. Η ανάκληση όμως του Μάουρερ τον Ιούλιο του 1834 ανέστειλε τις εργασίες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου.
Η ίδρυση του Πανεπιστημίου πραγματοποιήθηκε με διάταγμα της 22ας Απριλίου 1837, στο οποίο δημοσιεύτηκε και ο οργανισμός του ιδρύματος. Τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα στις 3 Μαΐου 1837 στο κτίριο του Σταμάτη Κλεάνθη, το οποίο ορίσθηκε ως προσωρινή έδρα του. Ονομάστηκε με το όνομα του Όθωνα προς τιμή του. Το ίδρυμα αρχικά είχε τέσσερις σχολές, Φιλοσοφική, Θεολογία, Νομική και Ιατρική.
Σχεδόν αμέσως συστάθηκε επιτροπή για την ανέγερση του νέου πανεπιστημιακού κτιρίου, του οποίου ο θεμέλιος λίθος κατατέθηκε με ανάλογη λαμπρότητα στις 20 Ιουλίου 1839.
Πηγή: https://www.ekdotikeathenon.gr/istopia-toy-ellhnikoy-ethnoys-p16.html
Πηγή: https://el.wikipedia.org