Ο χρόνος νοείται χριστιανικά ως το πλαίσιο στο οποίο ξεδιπλώνεται η αποκάλυψη του Θεού και συντελείται η σωτηρία του ανθρώπου και ο αγιασμός της κτίσεως και της ιστορίας. Έχει δηλαδή σωτηριολογική σημασία, συνδεόμενος πάντα με την ανάπτυξη του σχεδίου της «θείας οικονομίας». Γι΄ αυτό και δεν νοείται κυκλικά, ως ατέρμονη ανακύκληση αλλά γραμμικά. Η ροή του είναι ανεπανάληπτη με γεγονότα μοναδικά και σωτήρια, «εφ’ άπαξ» και «εις το διηνεκές».
Κέντρο και «εντελέχεια» του γραμμικού-ευθύγραμμου-χρόνου είναι ο Χριστός, το Α και το Ω της ιστορίας, η Αρχή και το Τέλος. Η χριστιανική προοπτική είναι μόνιμα εσχατολογική και από αυτό αντλούν το περιεχόμενο τους οι περί χρόνου αντιλήψεις της Εκκλησίας.
Ως τον 6ο και 7ο αιώνα ο χριστιανικός κόσμος χρησιμοποιούσε τα τοπικά ή εθνικά ημερολόγια και χρονολογούσε με το σύστημα των εθνικών. Λόγω της σχέσης του με την Παλαιά Διαθήκη, από τον χριστιανικό κόσμο γινόταν δεκτός ο εβραϊκός προσδιορισμός της ηλικίας του κόσμου, που απέχει από τον υπολογισμό της επιστήμης.
Το 691μ.Χ. καθορίστηκε με τον 3ο κανόνα της «εν Τρούλλω» Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο χριστιανικός προσδιορισμός της ηλικίας του κόσμου, με υπολογισμό της κτίσεως (δημιουργίας) το 5508 πριν την ενανθρώπιση του Χριστού. Αυτό έγινε δεκτό από όλον τον χριστιανικό κόσμο, που είχε ήδη αρχίσει να διαφοροποιείται, πολιτικά στην αρχή και πνευματικά-πολιτιστικά αργότερα, σε «ανατολικό» και «δυτικό». Ο πρώτος χριστιανικός χρονολογικός προσδιορισμός είναι «από κτήσεως κόσμου».
Η υπάρχουσα στην παγκόσμια χριστιανική κοινωνία ελευθερία φαίνεται από τον καθορισμό των εορτών ήδη στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Με βάση το ηλιακό ημερολόγιο, το ιουλιανό, που άρχισε να εφαρμόζεται το έτος 45π.Χ. καθορίστηκαν οι χριστιανικές εορτές. Έτσι, η σύλληψη του Πρόδρομου ορίστηκε στις 23 Σεπτεμβρίου και η σύλληψη του Ιησού Χριστού (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου) σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση έξι μήνες μετά, στις 25 Μαρτίου. Αντίστοιχα η Γέννηση του Προδρόμου στις 24 Ιουνίου και του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, με προϋπόθεση τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια.
Τα κριτήρια δηλαδή είναι πνευματικά και όχι κοσμικά ή επιστημονικά. Ακόμη, στις 23 Σεπτεμβρίου είχε ορισθεί η αρχή της Ινδίκτου (αρχή του εκκλησιαστικού έτους) ως το 460 οπότε και μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Η τελευταία ημερομηνία ισχύει μέχρι σήμερα.
Η ίδια ελευθερία φαίνεται στη μετακίνηση χριστιανικών εορτών. Τα Χριστούγεννα μέχρι το 336μ.Χ. γιορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τα Θεφάνια. Το έτος αυτό όμως στη Δύση μεταφέρθηκε η γιορτή στις 25 Δεκεμβρίου, για την αντιμετώπιση κυρίως των εορτών του Μίθρα-θεού Ήλιου, που λάμβαναν χώρα κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Στην Ανατολή η νέα ημερομηνία εισήχθη το 380. Ακολούθησε και ο προσδιορισμός των ημερομηνιών και των άλλων εορτών, που συνδέονται με τα Χριστούγεννα.
Το Πάσχα είναι ένα κλασικό παράδειγμα της ελευθερίας που βρίσκουμε στον καθορισμό των χριστιανικών εορτών. Το χριστιανικό Πάσχα συνδέεται τυπολογικά με το ιουδαϊκό και καθιερώθηκε από τους Αποστόλους ως «ανάμνηση» της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Το περιεχόμενο όμως της εορτής και η ημέρα του εορτασμού της προκάλεσε σοβαρά προβλήματα. Οι ιουδαΐζοντες χριστιανοί τόνιζαν το γεγονός της Σταύρωσης και γιόρταζαν τη 14η του μήνα Νισάν μαζί με τους Εβραίους της Μικράς Ασίας. Αντίθετα οι εξ εθνών Χριστιανοί τόνιζαν την Ανάσταση του Χριστού και συνέδεσαν το Πάσχα με την Κυριακή, την αναστάσιμη ημέρα της εβδομάδας, μετά τη 14 Νισάν, για να μην συμπίπτει με το ιουδαϊκό Πάσχα.
Λόγω διαφωνιών Ανατολής και Δύσης, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο ορίστηκε ο εορτασμός του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, ώστε να μην συμπίπτει ποτέ με το εβραϊκό. Από τον 7ο αιώνα άρχισαν να συντάσσονται ειδικοί πίνακες, τα Πασχάλια, που καθορίζουν την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα σε μακρά σειρά ετών. Η λαϊκή έκφραση «έχασα τα αυγά και τα πασχάλια» σημαίνει σύγχυση στον προσδιορισμό κάποιου πράγματος και αρχίζει με τις διαφοροποιήσεις στην ημερομηνία του Πάσχα.
[…] Η χρονολόγηση από τη Γέννηση του Ιησού Χριστού αρχίζει τον 6ομ.Χ. αιώνα. Το νέο σύστημα ήταν έμπνευση του Διονύσιου του Μικρού ή Βραχέως, Σκύθη μοναχού, κανονολόγου και χρονολόγου. Περί το 500 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και ασχολήθηκε με χρονολογικά ζητήματα (πασχάλιοι πίνακες). […]