Ο Φώτιος ο Μέγας (810μ.Χ.-893μ.Χ.) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σέργιος, άνδρας γνήσια Ορθόδοξος όπως λέει ο ίδιος ο Φώτιος και η μητέρα του Ειρήνη, μια γυναίκα φιλόθεος και φιλάρετος. Ο αδελφός της μητέρας του είχε παντρευτεί την αδελφή της εικονόφιλης αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ενώ ο πατέρας του ήταν αδελφός του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Ο Φώτιος έλαβε αξιόλογη μόρφωση και αφιερώθηκε στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και της πατερικής γραμματείας των οκτώ πρώτων αιώνων. Κατά τη δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), η οικογένεια του Φωτίου υπέστη διώξεις για τα εικονοφιλικά της φρονήματα, ενώ ο ίδιος ο Φώτιος αφορίστηκε για την προσήλωσή του στην τιμή των εικόνων. Μετά όμως το θρίαμβο της Ορθοδοξίας (843) και την οριστική αναστήλωση των εικόνων, αποκαταστάθηκε στην εκκλησιαστική κοινωνία και στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867) πήρε διάφορα αυλικά αξιώματα.

Το ιστορικό πλαίσιο της ζωής του Φωτίου
Από το έτος 847, στον πατριαρχικό θρόνο είχε αναρρηθεί ο Ιγνάτιος ο οποίος είχε ευνουχιστεί και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να δεχθεί το μοναχικό σχήμα σε μικρή ηλικία. Η εκλογή του Ιγνατίου, η οποία έγινε επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας ικανοποίησε τους ισχυρούς Στουδίτες μοναχούς, γιατί ο Ιγνάτιος, ως μοναχός κι εκείνος, είχε παρόμοιες με αυτούς απόψεις. Όταν όμως αργότερα άλλαξε το πολιτικό καθεστώς με την προώθηση του στρατηγού Βάρδα, αδελφού της Θεοδώρας, στο αξίωμα του καίσαρα και την ανάληψη πρωτοβουλιών από το Μιχαήλ Γ’ που είχε ενηλικιωθεί, η συνεργασία της πολιτικής ηγεσίας με τον πατριάρχη έγινε δύσκολη. Ο λόγος ήταν η υποστήριξη του Βάρδα στην αντίπαλη του Ιγνατίου παράταξη, η οποία θεωρούσε ότι η εκλογή του, αν και αποδεκτή, έγινε με την ισχυρή επιρροή της Θεοδώρας. Η οριστική ρήξη ήρθε όταν ο πατριάρχης Ιγνάτιος κινήθηκε βεβιασμένα και δέχθηκε τις συκοφαντίες εναντίον του Βάρδα (για ανήθικες σχέσεις με τη χήρα του γιου του), με συνέπεια να του απαγορεύσει τη Θεία Κοινωνία.
Η ανοιχτή αυτή σύγκρουση ήρθε σε μια στιγμή που η ενηλικίωση του νεαρού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ είχε ισχυροποιήσει τον Βάρδα, ο οποίος στην κατάλληλη ευκαιρία, κατηγόρησε τον Ιγνάτιο για οργάνωση συνωμοσίας, αναγκάζοντάς τον να παραιτηθεί από τον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Έτσι, αναζητήθηκε νέος πατριάρχης και ως καταλληλότερος θεωρήθηκε ο Φώτιος, ο δυνατότερος νους της εποχής εκείνης, έξοχος πολιτικός και ικανότατος διπλωμάτης, ο οποίος δέχθηκε ύστερα από πολλούς δισταγμούς. Από λαϊκός σε πέντε μέρες πέρασε απ’ όλους τους ιερατικούς βαθμούς και αναγορεύθηκε πατριάρχης στις 25 Δεκεμβρίου του 858. Η κατάσταση ήταν εύθραυστη εξαιτίας των συνεχών προκλήσεων προς το πρόσωπο του Φωτίου από την πλευρά των οπαδών του Ιγνατίου. Έτσι, το επίκεντρο της διαμάχης έγινε η κανονικότητα της εκλογής του Φωτίου. Τότε, οι οπαδοί του πρώην πατριάρχη, με επικεφαλής τους μοναχούς της μονής Στουδίου, ζήτησαν την παρέμβαση του πάπα Νικολάου, ο οποίος με τη σειρά του εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή για να λύσει οριστικά υπέρ της Δυτικής Εκκλησίας ζητήματα εκκλησιαστικής επιρροής.
Όταν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανερχόταν ο Φώτιος, στον παπικό θρόνο ανέβαινε παράλληλα ο πάπας Νικόλαος Α’ (858-867). Όταν, ο Φώτιος έστειλε μια επιστολή στον Πάπα για να του γνωστοποιήσει την ανάρρησή του, ο Νικόλαος αποφάσισε πως πριν τον αναγνωρίσει θα ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα τη διαμάχη μεταξύ του νέου Πατριάρχη και του κύκλου του Ιγνατίου. Γι’ αυτό, το 861 έστειλε αντιπροσώπους του (λεγάτους), στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φώτιος, που δεν ήθελε νέες διαμάχες, υποδέχτηκε με σεβασμό τους παπικούς αντιπροσώπους προσκαλώντας τους να προεδρεύσουν στη Σύνοδο που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσει το θέμα που ανέκυψε μεταξύ αυτού και του Ιγνατίου. Οι λεγάτοι συμφώνησαν και μαζί με την υπόλοιπη Σύνοδο αποφάσισαν πως ο Φώτιος ήταν ο νόμιμος Πατριάρχης. Όταν όμως οι λεγάτοι επέστρεψαν στη Ρώμη, ο Νικόλαος διακήρυξε πως είχαν υπερβεί την εξουσία που διέθεταν και αποκήρυξε την απόφασή τους. Ήταν προφανές πως Νικόλαος υπολόγιζε ότι το καθεστώς του Ιγνατίου θα ήταν ευνοϊκότερο και ασθενέστερο σε σχέση με αυτό του Φωτίου και θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα σχέδιά του. Έτσι, δύο χρόνια μετά συνήλθε μία σύνοδος στη Ρώμη, η οποία αθώωσε τον Ιγνάτιο και καταδίκασε τον Φώτιο. Το πλήγμα αυτό, μαζί με την όξυνση των διεκδικήσεων του Πάπα στη Βουλγαρία, ανάγκασε το Φώτιο να ανταποδώσει. Δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την εκλογή του Νικολάου ως μη αρμόδιος, οπότε έπρεπε να μετατοπίσει το όλο θέμα στο δογματικό τομέα, και κυρίως, στο ζήτημα του Filioque. Έτσι, το 867 ο Φώτιος ανέλαβε δράση. Έγραψε μια Εγκύκλιο Επιστολή στους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής, καταγγέλλοντας το Filioque και αυτούς που το χρησιμοποιούν. Μετά την αποστολή της επιστολής, ο Φώτιος συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (879-880), η οποία αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο, χαρακτηρίζοντάς τον ως αιρετικό.
Η εκθρόνιση του Φωτίου επί Βασιλείου Α΄
Στο κρίσιμο αυτό σημείο, ανέβηκε στο βυζαντινό θρόνο ο Βασίλειος Α’ (867-886). Άνθρωπος χωρίς ηθικούς φραγμούς και υπέρμετρα φιλόδοξος, δολοφόνησε τον Βάρδα και τον ίδιο τον πατριό του, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ για να πετύχει το στόχο του. Η άνοδος του Βασιλείου Α’ στο θρόνο έφερε σοβαρές μεταβολές. Αν και ο Μιχαήλ Γ’ είχε κρατήσει έναντι του πάπα μια διαλλακτική πολιτική, που ευνοούσε όμως τις απόψεις της Ανατολής, ο Βασίλειος Α’, προσανατολισμένος στην ανάγκη συνεργασίας με τη Δύση ώστε να σταματήσει η προέλαση των Αράβων, ακολούθησε διαφορετική πολιτική. Θέλοντας να εξευμενίσει τον πάπα και να αποκτήσει στήριγμα στους οπαδούς του Ιγνάτιου που είχαν ερείσματα στην Ανατολή, εκθρόνισε τον Φώτιο ο οποίος περιορίστηκε στη μονή της Σκέπης του Βοσπόρου, ενώ ο Ιγνάτιος επανεγκαταστάθηκε στον θρόνο (23 Νοεμβ. 867). Οι αποφάσεις και οι μεταβολές αυτές έγιναν δεκτές με ιδιαίτερη ικανοποίηση από τον πάπα, που τότε τύχαινε να είναι ο Αδριανός Β΄ ο οποίος είχε διαδεχτεί το 867 τον αποθανόντα Νικόλαο. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Αδριανός ζήτησε την πραγματοποίηση νέας συνόδου στην Κων/πολη η οποία θα επικύρωνε την καταδίκη του Φωτίου. Όντως, η σύνοδος αυτή πραγματοποιήθηκε το 869-870 (η γνωστή ως «αντι-Φωτιανή» σύνοδος, η οποία θεωρήθηκε ως 8η Οικουμενική για τους δυτικούς) και αντέστρεψε τις αποφάσεις του 867: αναθεμάτισε τον Φώτιο και όσοι επίσκοποι χειροτονήθηκαν από αυτόν ή παρέμειναν πιστοί σε αυτόν καθαιρέθηκαν και όσοι από τους μοναχούς ή λαϊκούς παρέμειναν πιστοί οπαδοί του αφορίσθηκαν.
Υπήρξαν όμως και άλλες αλλαγές. Η ίδια Σύνοδος του 869-70 ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να αποφασίσει για την κατάσταση της Βουλγαρικής Εκκλησίας, και αυτός φυσικά αποφάσισε πως αυτή θα πρέπει να προσκολληθεί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επιφέροντας πλήγμα στην επιβολή του Παπικού πρωτείου. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας, διαβλέποντας πως η Ρώμη θα του παρείχε ακόμη λιγότερη ανεξαρτησία απ’ ο,τι το Βυζάντιο, δέχτηκε την απόφαση, οι Γερμανοί ιεραπόστολοι απελάθηκαν και «δεν ξανακούστηκε πλέον στα ορια της Βουλγαρίας το Filioque».
Ο Φώτιος πάντως πήρε το δρόμο της εξορίας και της απομόνωσης, στερούμενος και τα βιβλία του ακόμη ενώ οι ομόφρονές του αρχιερείς επίσης εξορίστηκαν ή παραγκωνίστηκαν, χωρίς όμως η εκκλησιαστική ένταση να καταλαγιάσει. Γρήγορα ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε το λάθος του, και αναγνωρίζοντας ότι τα προσκείμενα στον Φώτιο στελέχη ήταν περισσότερα και ικανότερα να βοηθήσουν την αυτοκρατορία, τον ανακάλεσε από την εξορία και του ανέθεσε και την εκπαίδευση των παιδιών του. Μετά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, οι Φώτιος και Ιγνάτιος συμφιλιώθηκαν, και πλέον, όταν ο Ιγνάτιος πέθανε το 877, η άνοδος και πάλι του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο ήταν δεδομένη.
Ο Φώτιος στην όγδοη Οικουμενική Σύνοδο
Ο Φώτιος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Ιγνατίου, χωρίς άλλη κανονική διαδικασία. Επιθυμία του ήταν φυσικά να αποκαταστήσει το πρόσωπό του από τις εναντίον του διατυπωθείσες συκοφαντίες κατά τη σύνοδο του 869-870. Για το λόγο αυτό, συγκάλεσε μεγάλη σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε τους άλλους πατριαρχικούς θρόνους να στείλουν αντιπροσώπους. Στο μεταξύ, ο πάπας της διαιρέσεως Αδριανός Β’ είχε πεθάνει (872) και διάδοχός του ήταν ο Ιωάννης Η’ (872-882) ο οποίος δέχθηκε την ακύρωση των εναντίον του Φωτίου αποφάσεων της παπόφιλης συνόδου και απέστειλε αντιπροσώπους. Πράγματι, η καλούμενη και ως όγδοη Οικουμενική Σύνοδος του 879-880 που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη (υπό την προεδρία του Φωτίου και όχι των παρισταμένων τριών παπικών αντιπροσώπων) «ανεγνώρισεν ως κανονική την πρώτη εκλογήν του Φωτίου».
Αν και η Ορθόδοξη Εκκλησία, θεωρώντας ότι θεμέλιο της πίστεώς της αποτελούν οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι, δεν αναγνώρισε επίσημα ως όγδοη τη σύνοδο του 879, εν τούτοις αυτή φέρει όλα τα γνωρίσματα μίας Οικ. Συνόδου. Η Σύνοδος αυτή, ασχολήθηκε με την έκδοση δογματικής αποφάσεως, Όρου Πίστεως, με τον οποίο καθόρισε ότι το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να μείνει αμετάβλητο εναντίον κάθε αλλοιώσεως και παραχαράξεως και ειδικά εναντίον της λατινικής προσθήκης της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, γνωστής πλέον ως Φιλιόκβε. Ο Όρος Πίστεως «συνετάχθη και ανεγνώσθη εις την στ’ συνεδρίαν της Συνόδου, η οποία έγινεν εις το αυτοκρατορικόν ανάκτορον…υπεγράφη από όλους τους συμμετασχόντας Πατέρας αυτής, σύνολον 383, από τον αυτοκράτορα και από τους αντιπροσώπους του Πάπα».
Όμως, παρά την λαμπρή, πορεία του Φωτίου, κατά τη διάρκεια της οποίας συνεχίστηκε το ιεραποστολικό έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ολόκληρη σχεδόν την Ανατολική Ευρώπη, ενώ αποκαταστάθηκε η κανονική τάξη τόσο στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως όσο και στις σχέσεις της με τον παπικό θρόνο, το τέλος της δεύτερης πατριαρχίας του έμελε να είναι άδοξο.
Η δεύτερη εκθρόνιση του Φωτίου
Το έτος 886 ο Βασίλειος Α’ πέθανε σε ηλικία 74 ετών και ως διάδοχος ανήλθε στο θρόνο ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, μαθητής του Φωτίου. Με τρόπο πράγματι ανάρμοστο για ένα τόσο αξιόλογο πατριάρχη, επαναλήφθηκε η εκθρόνιση του Φωτίου η οποία ήταν πλέον οριστική. Παρουσιάστηκαν στην Αγία Σοφία, κατά τη θεία λειτουργία, δυο ανώτατοι υπάλληλοι, οι οποίοι ενώπιον του λαού ανέγνωσαν το κείμενο της παραίτησης, στην οποία είχε εξαναγκαστεί ο Φώτιος για λόγους που δεν είναι ακόμη εξακριβωμένοι.
Είναι ασφαλώς άξιο απορίας πώς ο μαθητής του Φώτιου, Λέων, διαφύλαξε μια τέτοια μοίρα στον δάσκαλο του. Κάποιοι μιλούν για απωθημένα της μαθητείας του Λέοντα, άλλοι για καθαρά πολιτικά αίτια και άλλοι για το γεγονός ότι ο Φώτιος είχε ταχθεί με το μέρος του πατέρα του Λέοντα, Βασίλειου Α’, προς τον οποίο ο Λέων βρισκόταν σε σοβαρή αντίθεση.
Τελικά, ο Φώτιος αποσύρθηκε στην μονή των Αρμενιανών της Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισε την προσφιλή του συγγραφική δραστηριότητα μέχρι τον θάνατο του στις 6 Φεβρουαρίου του 893. Η μνήμη του εορτάζεται στις 6 Φεβρουαρίου καθώς η Εκκλησία τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων για τις υπηρεσίες του στην ανατολική Εκκλησία, τη διάδοση της Ορθοδοξίας και την υπεράσπιση της υγιούς δογματικής και εθιμικής παραδόσεως.
Ο Φώτιος ως λόγιος
Ο Φώτιος αγαπούσε ιδιαίτερα τη μελέτη και τις πνευματικές αναζητήσεις. Η φήμη της λογιότητάς του φαίνεται ότι προσείλκυε πολλούς φιλομαθείς νέους και ο Φώτιος διατηρούσε εκλεκτό κύκλο μαθητών, τους οποίους δίδασκε κατ’ οίκον. Ο Φώτιος θα ήταν εξέχουσα προσωπικότητα και μόνο ως εκκλησιαστικός άνδρας, εάν δεν ήταν συγγραφέας, αλλά και μόνο ως συγγραφέας, εάν δεν ήταν εκκλησιαστική προσωπικότητα. Αναδείχθηκε σημαντικός λόγιος και δάσκαλος, συντελεστής της αναβίωσης των ελληνικών γραμμάτων κατά τον 9ο αιώνα. Άνθρωπος που συνδύαζε την ελληνική παιδεία και τη χριστιανική ευσέβεια και γνώση, μαχητικός και διορατικός, αντάξιος των αναγκών και των κινδύνων της εποχής του. Ο σημαντικός Ρωμαιοκαθολικός ιστορικός Francis Dvornik, παραδέχεται: «Αν τα συμπεράσματα μου είναι σωστά, είμαστε έτοιμοι ακόμη μια φορά να αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο του Φωτίου ένα μεγάλο εκκλησιαστικό άνδρα, ένα μορφωμένο ανθρωπιστή και ένα γνήσιο χριστιανό, που με πολλή γενναιοδωρία συγχωρεί τους εχθρούς του και κάνει πάντοτε το πρώτο βήμα στη συμφιλίωση». Ο Μέγας Φώτιος άφησε ένα πλούσιο συγγραφικό έργο.
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2017/10/i-zoi-ke-to-ergo-tou-megalou-fotiou/