Στις 30 Σεπτεμβρίου ο φρούραρχος Γιάννης Γκούρας σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι. Ο Καραϊσκάκης ανέθεσε στον Κριεζώτη να μπει με το σώμα του στην Ακρόπολη. Τελικά ο Κριεζώτης το καταφέρνει στις 12 Οκτωβρίου 1826. Έξω από την Ακρόπολη συνεχίζονται οι πολεμικές επιχειρήσεις. Στις 17 Νοεμβρίου οι πολιορκημένοι ζήτησαν από την κυβέρνηση πολεμοφόδια. Την επικίνδυνη επιχείρηση ανεφοδιασμού των πολιορκημένων ανέλαβε ο Γάλλος φιλέλληνας Φαβιέρος με μια τακτική, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φαβιερική».

Ο αρχηγός του τακτικού στρατού, που ήταν στρατοπεδευμένος στα Μέγαρα, με τους άνδρες του, τους φιλέλληνες και τους πυροβολητές, 480 άνδρες συνολικά, που ήταν όλοι φορτωμένοι με ένα σακίδιο από πυρίτιδα, τη νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου προχώρησαν, σιωπηλά από τους Τρεις Πύργους, όπου είχαν αποβιβασθεί, προς την Ακρόπολη. Το σώμα αυτό έφθασε απαρατήρητο ανατολικά του λόφου του Φιλοπάππου. Τότε στις μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα αντιλήφθηκαν τους άνδρες της φάλαγγας πρώτοι οι Τούρκοι σκοποί του λόφου, και αμέσως μετά οι άνδρες του ορύγματος που άρχιζε από το λόφο των Μουσών και κατέληγε στο θέατρο του Διονύσου, και άρχισαν να τους πυροβολούν. Αμέσως ο Φαβιέρος παροτρύνοντας τους άνδρες τράβηξε το σπαθί του και όρμησε προς τις υπώρειες της Ακρόπολης.
Οι άνδρες του βαλλόμενοι από τα αριστερά τους και κατά μέτωπο από τους εχθρούς του ορύγματος έπεφταν τρέχοντας με εφ’ όπλου λόγχη μέσα σε αυτό, μάχονταν σώμα με σώμα και κατευθύνονταν προς το Ωδείο, όπου βρίσκονταν το πρώτο ελληνικό οχύρωμα που φυλαγόταν από τους άνδρες του Κριεζώτη.
Η επιχείρηση αυτή του Φαβιέρου ήταν η ωφελιμότερη και η ενδοξότερη από όλες τις πράξεις του, γιατί με αυτή κατόρθωσε να εφοδιάσει τους υπερασπιστές της Ακρόπολης με πυρίτιδα και να μπορέσουν να αντέξουν την πολιορκία για έξι ακόμη μήνες. Ο Φαβιέρος ήθελε αμέσως να επιστρέψει στα Μέγαρα, αλλά οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν την έξοδο από την Ακρόπολη. Τελικά παρέμεινε και το σώμα του έγινε μέρος της φρουράς και έπιασε τις πιο επικίνδυνες θέσεις, το Ωδείο (Σερπεντζέ) και το Λεοντάρι απέναντι από το λόφο του Αρείου Πάγου.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών