Ο Τυρταίος έζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. Κάποια παράδοση έλεγε πως καταγόταν από τις Αφίδνες της Αττικής και ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με κάποιο χρησμό του μαντείου των Δελφών, τον είχαν στείλει στην Σπάρτη, για να εμψυχώσει τους Σπαρτιάτες που χρειάζονταν στρατηγό στην εποχή του δύσκολου για τη Σπάρτη Β΄Μεσσηνιακού πολέμου (640π.Χ.-620π.Χ.). Είναι όμως σχεδόν βέβαιο πως ο Τυρταίος ήταν Σπαρτιάτης, και μάλιστα όχι μόνο ποιητής αλλά ίσως και στρατηγός των Λακεδαιμονίων κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Στο ελεγειακό ποιητικό του έργο συγκαταλέγεται το ποίημα του οι «Υποθήκες», δηλαδή συμβουλευτικά ποιήματα. Ακόμη είχε συνθέσει και εμβατήρια, δηλαδή πολεμικά τραγούδια.

Ο Τυρταίος γράφει
Υποθήκη
Δε λογαριάζω ουδέ αψηφώ κανένα των ανθρώπων
εγώ για τάχος των ποδιών ή δυναμοχεριά,
κι αν έχει την κορμοστασιά και τη γροθιά Κυκλώπων
μα κι αν νικά στο τρέξιμο της Θράκης το Βοριά,
κι αν έχει από τον Τιθωνό πιότερα τούτος κάλλη,
κι από τον Μίδα τον πολύ πιο πλούσιος να γενεί,
και να ξεπερνά τον Πέλοπα στην αρχοντιά την άλλη
και αν έχει τη γλυκόλαλη τ΄ Αδράστου τη φωνή
και αν έχει πάσα χάρη του, χωρίς λεβεντιά να ΄χει!
γιατ΄ άνδρας τούτος δεν είναι -του κάκου- αν δε μπορεί να
τους ματωμένους σκοτωμούς να βλέπει μες στη μάχη
και στον εχθρό όλο πιο κοντά να πάει και να βαρεί.
Ναι, τούτη είν΄ παλικαριά, τ΄ατίμητο στεφάνι,
π΄αξίζει πρώτα να φορεί στον κόσμο κάθε νιος
γιατί και της πατρίδας του και όλων καλό θα κάνει
σαν προσπερνά από τες γραμμές και μπαίνει ομπρός ομπρός
και ντροπιασμένο τι θα πει φευγιό μηδέ το ξέρει
και όλη του βάλει την ψυχή εκεί και τον θυμό
και δίνει του συντρόφου του θάρρος πολύ και χέρι,
αυτός είναι στον πόλεμο ο άνδρας που τιμώ!
Των αντιμάχων γρήγορα τπυς λόχους θα σκορπίσει,
αυτός της μάχης σταματά το κύμα, την ορμή.
Και πάλι όποιος ανάμεσα στους πρώτους ξεψυχήσει,
καμάρι της πατρίδας του και των γονιών τιμή,
με κάμποσες λαβωματιές στα στήθη τα πανώρια
ή με πληγές στη μέση τπυ μπροστά -μόνο μπροστά!-
τούτον μαζί μοιρολογούν και γέροντες κι αγόρια
και το χωριό του ολάκερο τη θλίψη του βαστά
και ο τάφος του πασίγνωστος, καθώς και τα παιδιά του
και των παιδιών του τα παιδιά και όλη η γενιά μαζί
κι η δόξα δεν ξεγράφεται ποτές ή τ΄όνομα του
και μες στο χώμα γίνεται αθάνατος και ζει
εκείνος που σαν πολεμά και μάχεται και στέκει,
για την πατρίδα, τα παιδιά σαν άνδρας σκοτωθεί!
Αν γλιτώσει το βαρύ του χάρου το πελέκι
και πάρει νίκης ζηλευτής τιμή με το σπαθί,
χαρά του! όλοι τον ΄παινούν, ίδια και νιοι και γέροι
και με πολλά φθάνει καλά την ώρα της θανής.
Όσο γερνάει και πιο πολύ ο κόσμος τόνε ξέρει
κανένας δεν τον αδικεί, δεν τον φθονάει κανείς,
καθένας προσηκώνεται να του παραχωρήσει
την πρώτη θέση, ως κι οι πιο παλαιοί και διαλεχτοί.
Το λοιπόν τούτη την τιμή ν΄αξιωθεί αν πασχίσει
κάθε άνδρας, κι από πόλεμο ποτέ μην τραβηχτεί.