Ο Τσιμαμπούε (Cimabue, Σεπτέμβριος 1240 – 24 Ιανουαρίου 1302), γνωστός επίσης με το πραγματικό του όνομα Τσέννι ντι Πέπο (Τζοβάννι) Τσιμαμπούε (Cenni di Pepo (Giovanni) Cimabue) ή Μπενβενούτο ντι Τζουζέππε (Benvenuto di Giuseppe), ήταν Ιταλός ζωγράφος με καταγωγή από τη Φλωρεντία. Θεωρείται ο τελευταίος σημαντικός Ιταλός καλλιτέχνης που ακολούθησε τη βυζαντινή τεχνοτροπία, η οποία κυριάρχησε στην πρώιμη μεσαιωνική ιταλική ζωγραφική. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν τα ψηφιδωτά που φιλοτέχνησε, ενώ ο ίδιος θεωρείται ως ο καλλιτέχνης που ανακάλυψε τον Τζιότο του οποίου υπήρξε πιθανά δάσκαλος. Το έργο του έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν μεταγενέστεροι ζωγράφοι, όπως ο Τζιότο και ο Ντούτσιο, κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Ο σύγχρονός του Δάντης εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο του και τον είχε κατατάξει ανάμεσα στους μείζονες Ιταλούς ζωγράφους της εποχής, όπως έκανε πολύ μεταγενέστερα και ο Τζόρτζιο Βαζάρι.
Ο Βίος του Τσιμαμπούε
Ο Τσιμαμπούε γεννήθηκε στην Φλωρεντία από ευγενική οικογένεια. Σύμφωνα με την κρίση του πατέρα του αλλά και άλλων το παιδί είχε ένα εξαιρετικά καθαρό μυαλό, γι’ αυτό έπρεπε να σπουδάσει τις επιστήμες. Έτσι, όταν μεγάλωσε το έφερε ο πατέρας του σ’ ένα συγγενή, που δίδασκε γραμματική στις νέες μοναχές στη Santa Maria Novella. Όμως ο νεαρός Τσιμαμπούε, αντί να επιδίδεται στις επιστήμες, περνούσε όλη την ημέρα ζωγραφίζοντας πάνω στα βιβλία και σε άλλα φύλλα χαρτιού ανθρώπους, άλογα, σπίτια και κάθε είδους φαντασίες και σε αυτήν την κλίση του υπήρξε τυχερός. Γιατί οι τότε προύχοντες της πόλης κάλεσαν στην Φλωρεντία μερικούς Έλληνες ζωγράφους, οι οποίοι έπρεπε να αναζωπυρώσουν τη σβησμένη τέχνη, κα αυτοί ιστόρησαν μεταξύ των άλλων και το παρεκκλήσιο των Gondi στη Santa Maria Novella, του οποίου η οροφή και οι τοίχοι έχουν τώρα πια καταστραφεί. Αφού ο Τσιμαμπούε έκανε τα πρώτα του βήματα στην τέχνη που τόσο του άρεσε, άφηνε συχνά τα μαθήματα του και παρακολουθούσε τους ζωγράφους στο έργο τους. Γ’ αυτό πίστεψαν και αυτοί, όπως ο πατέρας του ότι, ότι έχει ταλέντο ζωγράφου και ότι μπορούσε, αν αφιερωνόταν στη ζωγραφική, να ελπίζει σ’ ένα λαμπρό μέλλον. Έτσι τον παρέδωσαν, για μεγάλη του χαρά, σε εκείνους τους καλλιτέχνες, προκειμένου να διδαχθεί την τέχνη τους, και με συνεχή προσπάθεια αλλά και χάρη στο ταλέντο του κατάφερε να ξεπεράσει και αυτούς τους δασκάλους του σε ό,τι αφορά το σχέδιο και το χρώμα. Γιατί αυτοί δεν δούλευαν με βάση το ωραίο, αρχαίο ελληνικό τρόπο, αλλά, όπως το βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα στα έργα τους, με τον χονδροειδή και σκληρό τρόπο της εποχής τους, χωρίς να προσπαθούν στο ελάχιστο για οποιαδήποτε καλυτέρευση.
Η τέχνη του Τσιμαμπούε
Ο Τσιμαμπούε τους μιμήθηκε βέβαια, αλλά εξευμένισε και τελειοποίησε την τέχνη τους, έτσι ώστε το όνομα του και τα έργα του τίμησαν την πόλη όπου γεννήθηκε. Αυτό μαρτυρούν πολλές εικόνες που ζωγράφισε στη Φλωρεντία, όπως ο πίνακας μπροστά στο βωμό της Santa Croce. Ύστερα ζωγράφισε πάνω σε χρυσό καμβά, όσο καλύτερα μπορούσε τον Άγιο Φραγκίσκο εκ του φυσικού, κάτι νέο για την εποχή του, και γύρω γύρω ιστορίες από τη ζωή του Αγίου σε είκοσι μικρές εικόνες, γεμάτες από μικρές μορφές πάνω σε χρυσό καμβά. Ανέλαβε ένα μεγάλο πίνακα για τους μοναχούς της Vallombrosa, στο μοναστήρι για της Santa Trinita, στη Φλωρεντία. Κόπιασε πολύ προκειμένου να ανταποκριθεί στη φήμη που είχε αποκτήσει και παρουσίασε καλύτερες επινοήσεις και ωραίες πόζες. Η εικόνα αυτή έδειχνε μια Παναγία με το Βρέφος στην αγκαλιά της και πολλούς αγγέλους τριγύρω που την υμνούσαν, και όλα αυτά πάνω σε χρυσό καμβά. Όταν τελείωσε αυτό το έργο, πήρε από τον ηγούμενο παραγγελία να ζωγραφίσει πάνω σε ξύλο έναν μεγάλο Εσταυρωμένο.
Ο Τσιμαμπούε στην Ασίζη
Με αυτά τα έργα απλώθηκε παντού η φήμη του Τσιμαμπούε και έτσι τον κάλεσαν στην Ασίζη, όπου μαζί με μερικούς Έλληνες ζωγράφους ιστόρησε ένα τμήμα της οροφής της Κάτω Εκκλησίας και επάνω στους τοίχους ζωγράφισε την ιστορία του Χριστού και εκείνη του Αγίου Φραγκίσκου, ενώ ξεπέρασε κατά πολύ με την τέχνη του εκείνους τους Έλληνες ζωγράφους. Έτσι πήρε θάρρος. Άρχισε να νωπογραφεί μόνος του την Άνω Εκκλησία και στην κύρια κόγχη, πάνω στο βωμό, σε τέσσερα τμήματα ζωγράφισε σκηνές από το βίο της Θεοτόκου, και μάλιστα την Κοίμηση της, ύστερα την Ανάληψη της και τελικά την Στέψη της με πλήθος αγγέλων, ενώ στα πόδια της βρίσκονται άγιοι. Ζωγράφισε επίσης στα πέντε σταυροθόλια της ίδιας εκκλησίας πολλά ιερά θαύματα.
Όταν τελείωσε η οροφή, ζωγράφισε, στην αριστερή πλευρά της εκκλησίας, το επάνω τμήμα του τοίχου σε φρέσκο. Αυτό το πολύ μεγάλο, πλούσιο και πραγματικά εξαίρετο έργο πρέπει να εντυπωσίασε τους πάντες εκείνη την εποχή, ύστερα από τον λήθαργο της τέχνης. Επιστρέφοντας στη Φλωρεντία ο καλλιτέχνης ζωγράφισε στο Chiostro (αυλή με κιονοστοιχίες) του μοναστηριού Santo Spirito -όπου η μια πλευρά της εκκλησίας ήταν ζωγραφισμένη με τον ελληνικό τρόπο- τρία τόξα με θέματα από τη ζωή του Χριστού, τα οποία είναι αναμφίβολα πολύ ωραία δοσμένα.
Για την εκκλησία Santa Maria Novella ζωγράφισε την εικόνα της Παναγίας, η οποία είχε τοποθετηθεί μεταξύ του παρεκκλησίου των Ruccellai και εκείνο των Bardi da Vernio. Αυτό το έργο έχει μεγαλύτερο μέγεθος από οποιοδήποτε άλλο παλαιότερο, και μερικοί άγγελοι που περιβάλλουν τη Θεοτόκο δείχνουν πως ο Τσιμαμπούε δούλευε ακόμη κατά τον ελληνικό τρόπο, αν και με τα περιγράμματα αλλά και με τη μέθοδο πλησίαζε περισσότερο προς τη νεότερη τεχνοτροπία. Ως τότε δεν είχε δει κανείς κάτι καλύτερο και γι’ αυτό η εικόνα αυτή ξε σήκωσε τόσο θαυμασμό, ώστε μεταφέρθηκε με εορταστική πομπή από το σπίτι του Τσιμαμπούε στην εκκλησία με πολλή μεγαλοπρέπεια και με μουσική από τρομπέτες, ενώ ο ίδιος ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα για την προσπάθεια του αυτή.
Το τέλος του Τσιμαμπούε
Ο Τσιμαμπούε έφυγε από αυτόν τον κόσμο στα 62 του, αφού ανάστησε στην κυριολεξία τη ζωγραφική. Θάφτηκε στη Santa Maria del Fiore και στον τάφο του υπάρχει η εξής επιγραφή:
«Credidit ut Cimabos picturae castra tenere, Sic tenuit vivens, nunc tenet astra poli».
«Όπως πίστευε ο Τσιμαμπούε ότι κρατά τα κάστρα της ζωγραφικής, έτσι τα κρατούσε ζωντανά. Τώρα κρατά τα άστρα του ουρανού».
Πηγή: Καλλιτέχνες της Αναγέννησης, μεταφ. Στέλιος Λυδάκης, εκδ. Κανάκη