Ο συμβολαιογράφος είναι ένα εκτενές αφήγημα, μια νουβέλα που εξιστορεί μια μελοδραματική ρομαντική ιστορία. Δεν επιμένει στην περιγραφή των ηθών ή των ιδιαίτερων συνθηκών ζωής σε εκείνη την περίοδο. Σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα του ο Συμβολαιογράφος είναι ένα από τα τρία ‘’ελληνικά’’ του έργα. Ο πρόλογος και ο επίλογος του διηγήματος αποτελούν «το επαληθευτικό πλαίσιο της ιστορίας». Για τον νεοελληνιστή Roderick Beaton αυτή η «ρεαλιστική ιστορία δολοπλοκίας, αγωνίας και ρομάντζου», μπορεί άνετα να συμπεριληφθεί στην ομάδα εκείνη των μυθιστορημάτων των Collins και του Poe «και μεταξύ των πρώτων αστυνομικών μυθιστορημάτων που γράφτηκαν ποτέ».
Ο συμβολαιογράφος
Α΄
Όσοι των Ελλήνων κατά την αρχήν της Ελληνικής Επαναστάσεως απήλαυσαν της ενθουσιώδους φιλοξενίας των Κεφαλλήνων, ενθυμούνται ίσως εις Αργοστόλιον, την πρωτεύουσαν της νήσου, τον συμβολαιογράφον Τάπαν, γέροντα ρικνόν, κυφόν, αναφαλατίαν, σεσηρός γελώντα, και καλύπτοντα υπό πράσινα διόπτρα οφθαλμούς υελώδεις κα βλέμμα λοξόν. Η δε γλώσσα αυτού ην οποία δυστυχώς ή των πλειόνων Ιονίων τότε, νόθον εξάμβλωμα ελληνικής και ιταλικής. Και τούτο λέγομεν ουχί ειρωνευομένοι, αλλά συλληπούμενοι τους αδελφούς ημών νησιώτας, ότι επί της ενετικής δυναστείας εκινδύνευσαν να περικοπώσι το ευγενέστατον τούτο των εθνικών γνωρισμάτων, και απομάθωσι την φωνήν του ομήρου, οι παίδες του Οδυσσέως, συγχρόνως δε και αφορμήν ζητούντες, ιν΄αποδώσωμεν αυτοίς τον ανήκοντα φόρον επαίνου, διότι ήδη γενναίως και επιτυχώς εισήλθον εις της βελτιώσεως της εθνικής γλώσσης το στάδιον και ικανοτάτους έχουσιν εν αυτώ τους πρωταγωνιστάς.
Ούτος λοιπόν ο κύριος Τάπας, μιαν ημέραν εκάθητο περί την δείλην εις το γραφείον του, επί χωλού σκίμποδος, και κατεγίνετο γράφων, χωρίς πολύ να προσέχη εις τους πολυαρίθμους πελάτας, τους περιμένοντας την σειράν των, ότε νεανίας διά διστάζοντος βήματος εισήλθε διά τη θύρας και προυχώρησε προς τον υπηρέτην της Θέμιδος. Ο Τάπας ύψωσεν ελαφρώς τα διόπτρα του, και υπ΄αυτά εξηκόντισε κλοπιμαίον βλέμμα. Αναγνωρίσας δε τον εισελθόντα, εστερέωσε τα διόπτρα εις τον μέτωπον, το κονδύλιον εις το αυτίον, και τον προσεφώνησε κατά την αυτώ συνήθη διάλεκτο, ης παραιτούμεθα να επαναλάβωμεν πάντας τους ιταλισμούς.
…………………………………………………………………………………………………
ΙΒ΄
Κατά τα πρώτα έτη της ελληνικής επαναστάσεως ενθυμείται έκαστος γέροντας Επτανήσιον ρακενδύτην, όστις περιεφέρετο εις τας πόλεις και τα στρατόπεδα, φέρων πήραν εις τους ώμους, και εις τα ρυπαρά του ενδύματα έχων προσερραμμένα εμπρός και οπίσω πτερά πτηνών, ουράς κυνών και άλλα αλλόκοτα προσαρτήματα, τοις παιδίοις ιν΄ή γέλως. Αυτός ήτο πανταχού το παιγνίον των στρατιωτών οίτινες εκάγχαζον εις τα άσεμνα σχήματα του και εις τους ανοήτους του λόγους, και εις ανταμοιβήν τω έρριπτον τα κόκκαλα από των τραπεζών των. Ενίοτε η παραφροσύνη του εκορυφούτο εις μανίαν, ότε μάλιστα συνέπιπτε να ιδή αίμα. Τότε άφρονες λέξεις εξήρχοντο του στόματος του.
«Γειά σου μωρέ κόντε», ηκούετο λέγων, «Σφίξε, σφίξε καλά, να σκάση ο παλαιόγερος. Κοίταξε τον! Γουρλώνει τα μάτια ο πόβερος, Ρούφηξε του αμμά τα μάτια να μη πεταχθούν απάνω σου. Αί κανάλια! Το έσφαξε το άσπρο μου περιστέρι! Α μπεστιά! Φαρμάκι το πότισες το γλυκό μου αρνί! Πιε, Γεράσιμε, και την γλώσσα μου! Να πλύνω τα χέρια μου εις το αίμα σου! Να ρουφήξω τα μυαλά να δροσισθώ».
Το πρόσωπον του, όταν επρόφερε τας καταχθονίους αυτάς φαντασίας, ελάμβανε έκφρασιν θηριώδη. Οι αγροίκοι στρατιώται όμως εκάγχαζον ακούοντες τον, και τον παρώξυνον να τας επαναλάβη, αν και ήξευρον ότι, άμα εξήρχετο της φοβεράς ταύτης κρίσεως, απεσύρετο εξηγριωμένος και επί δύο ημέρας δεν εφαίνετο πλέον.
Ο ελεεινός ούτος επαίτης ήτον ο συμβολαιογράφος Τάπας. Μη έχων την ανδρείαν να υπομείνη εις την πατρίδα του την αμοιβήν των πράξεων του, τον θάνατον διά της αγχόνης, κατέφυγε την φρικτήν εκείνην νύχτα της δολοφονίας του Γερασίμου εις την Ελλάδα, ελαφρώς μόνον το όνομα του μεταβαλών, ενταύθα δε, υπό της εριννύος της συνειδήσεως του οιστρηλατούμενος, και εις τας αιματηράς φαντασίας του και εις την θλίψην του διά την στέρησιν της θυγατρός του αποπνίξας το λογικόν του, περιήλθεν εις την οικτράν εκείνην κατάστασιν, ήτις ήτον της θείας εκδικήσεως τρομερόν παράδειγμα και επανάληψις της τιμωρίας του Κάιν.
Όταν δε, μετά την άλωσιν του Μεσολογγίου, ο Καραΐσκος εξεστράτευσεν εις την Στερεάν όπως εκδικήση την μάρτυρα ταύτην πόλιν, ο γέρων Κεφαλλήν ευρίσκετο μεταξύ των υποζθγίων του στρατοπέδου, και συνέπεσε να παρακολουθήση απόσπασμα ριφθέν υπό της τύχης του πολέμου προς την ακαρνανικήν παραλίαν.
Περί την δείλην ήτον, όταν, μετά μίαν των συνήθων εκρήξεων της μανίας του, αποσυρθείς παραφόρως του στρατοπέδου περιεφέρετο εις τα όρη τυχαίως. Αναρριχθείς δε ταχύς ως αίλουρος πετρώδη ράχιν ήτις υψούτο εμπρός του, ευρέθη εις το χείλος καθέτου κρημνού, ου η βάσις εις βάθος διακοσίων ποδών έτρυζεν υπό την αέναον προσβολήν των κυμάτων. Το βλέμμα του Τάπα εξετάθη εις το Ιόνιον πέλαγος, κα επί του λαμπρώς φωτιζομένου ορίζοντος της δύσεως είδεν αντίκρυ του ισχυρώς αναφαινομένην την Κεφαλληνίαν, και η καρδιά του εσκίρτησεν ως μέλλουσα να διαρραγή όταν προσέβαλε τας όψεις του το γνωστόν σχήμα των κορυφών του Μεγάλου Βουνού.
«Μαρίνα μου, Μαρίνα», έκραξεν, «έτρεχα τον κόσμον να σε ζητώ. Έτρεξα τας νύχτας και τας ημέρας, έτρεξα τας κοιλάδας και τα βουνά. Εδώ λοιπόν ήσουν, κόρη μου, και μ΄επρόσμενες!Μη φεύγης, έρχομαι, έρχομαι».
Και εν βήμα προυχώρησε προς το όραμα της καρδίας του, αλλά το βήμα τούτο ήτον επί του βαράθρου, και το αφρίζον κύμα έσβησε και τας τύψεις του συνειδότος του, και τους πόνους του, και την μνήμην του.