Ο Σιμωνίδης από την Κέα έζησε από το 556 π.Χ. έως το 468π.Χ. και στάθηκε από τους πιο επιφανείς λυρικούς της αρχαιότητας. Πολλά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στις αυλές των τυράννων ή των βασιλιάδων διαφόρων ελληνικών πόλεων γράφοντας ποιήματα με αμοιβή. Φιλοξενήθηκε από τους Πεισιστρατίδες στην Αθήνα και από τους Αλευάδες και τους Σκοπάδες στη Θεσσαλία. Στην Αθήνα, όπου ζούσε τα χρόνια των Περσικών πολέμων, έγραψε τις φημισμένες ελεγείες του καθώς και τα επιγράμματα του για τους νεκρούς του πολέμου. Δέχθηκε πολλές τιμές και κέρδισε τη φιλία του Θεμιστοκλή.
Στα 476π.Χ., καλεσμένος από τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα, ο Σιμωνίδης πήγε στη Σικελία. Εκεί κατάφερε να συμφιλιώσει τον Ιέρωνα με τον Θήρωνα, τον τύραννο του Ακράγαντα, που ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν. Πέθανε στη νησί της Σικελίας το 468π.Χ. σε βαθιά γεράματα. Το έργο του, από το οποίο ένα πολύ μικρό μέρος σώζεται, περιελάμβανε ύμνους, εγκώμια, θρήνους, επινίκια, ελεγείες, επιγράμματα και άλλα. Η ποίηση του, που γενικά είχε κέντρο τον άνθρωπο, διαδόθηκε πάρα πολύ και έγινε πανελλήνια. Ο Πλάτων τον κατατάσσει στους επτά σοφούς.
Ο Σιμωνίδης γράφει
Εκείνων που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες
Εκείνων που σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες
ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατος τους,
κι ο τάφος τους βωμός
ανάμνηση τους πρέπει και όχι γόοι
κι εγκώμιο είναι γι΄αυτούς το μοιρολόι.
Τέτοιος εντάφιος στολισμός
ποτέ τη λάμψη δε θα χάσει
απ΄τον καιρό τον παντοδαμαστή
κι ούτε σκουριά ποτέ θα τον σκεπάσει.
Στο μνήμα των αντρείων ετούτο το ιερό
η δόξα της Ελλάδας έχει θρονιαστεί
το μαρτυρά κι ο βασιλιάς της Σπάρτης ο Λεωνίδας,
που αφήνει στολίδι πίσω του αρετής τρανό
κι ένα όνομα που αμάραντο θα μείνει.
Η Αρετή
Ένας λόγος λέει: Σε βράχια
η Αρετή δυσκολοπάτητα φωλιάζει
κι έναν τόπο θείο και πάναγνο αφεντεύει,
δεν μπορούν του καθενός θνητού τα μάτια
να τη δουν, την αντικρίζει μόνο εκείνος
που από μέσα του ο ιδρώτας σπαραγμός
της καρδιάς του, θ΄ αναβρύσει,
μόνο εκείνος που ως τ΄ ακρόκορφο θα φτάσει
της αντρείας.