Ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός ή Λακαπηνός

Ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός ή Λακαπηνός υπήρξε ένας από τους ικανότατους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Διέθετε εξαιρετικές πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές ικανότητες. Ως χαρακτήρας ήταν δραστήριος, σταθερός, συνετός και μετριοπαθής. Επίσης διέθετε μία από τις πιο σπουδαίες αρετές ενός ηγέτη δηλαδή την ικανότητα επιλογής ικανών συνεργατών, όπως ο «πρωτοβεστιάριος», και αργότερα «παρακειμώμενος» Θεοφάνης και ο έξοχος στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας, ο οποίος το 924 διορίστηκε από τον Ρωμανό «δομέστικος των σχολών», δηλαδή, αρχιστράτηγος.

Ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός ή Λακαπηνός
Ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός

Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τον Ρωμανό Α’ Λεκαπηνό ως τον μεγαλοφυέστερο Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κατά την εποχή της βασιλείας του επιτεύχθηκε η ομόνοια της Εκκλησίας, αποκαταστάθηκαν οι καλές σχέσεις με τη Ρώμη και η ειρήνη με τη Βουλγαρία μετά από μακροχρόνιους πολέμους. Το κυριότερο, όμως, επίτευγμα του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξε η αποκατάσταση του ασιατικού συνόρου.

Το τέλος του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα επρόκειτο να είναι τραγικό αφού ανατράπηκε από τα ίδια του τα παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος του Ρωμανού, Χριστόφορος, που τον προόριζε για διάδοχό του, πέθανε το 931. Οι δύο άλλοι γιοι του Κωνσταντίνος και Στέφανος ήταν άσωτοι και ενδιαφέρονταν μόνο για τις απολαύσεις. Όμως ήταν φιλόδοξοι. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας τους στη διαθήκη του όριζε ως πρώτο διάδοχο τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο αποφάσισαν να αντιδράσουν και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία.

Το Σεπτέμβριο του 944 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη η Βέθρα, κόρη του Ούγου της Προβηγκίας, για να παντρευτεί τον Ρωμανό Β’, γιο του Κωνσατντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου και εγγονού του Ρωμανού Α’. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε από τους δύο γιους του Ρωμανού ως απόδειξη της απόφασης του να εξασφαλίσει την συνέχιση της Μακεδονικής Δυναστείας. Έτσι, στις 16 Δεκεμβρίου του 944, ο Στέφανος Λεκαπηνός απήγαγε τον γερασμένο πατέρα του από το Ιερό Παλάτιο, τον έριξε σε μια λέμβο και σαν να επρόκειτο για στασιαστή τον μετέφερε στη νήσο Πρώτη της Προποντίδας, όπου αναγκάστηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Εκεί επρόκειτο να τελειώσει τη ζωή του εξόριστος και ταπεινωμένος ο άνθρωπος, ο οποίος υπήρξε μία από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες τςην Βυζαντινής Ιστορίας.

Ο λαός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν υποστήριξε τους γιους του Ρωμανού γιατί έτρεφε αισθήματα νομιμότητας γαι τη Μακεδονική Δυναστεία και εξεγέρθηκε εναντίον τους. Οι αδελφοί αφού δεν είχαν λαϊκή βάση, δεν τολμούσαν να κινηθούν εναντίον του Κωνσταντίνου Ζ’. Συνελήφθησαν μετά από διαταγή του Κωνσταντίνου και εξορίστηκαν, ο μεν Στέφανος στην Προκόννησο και τελικά στην Μυτιλήνη και ο Κωνσταντίνος στην Τένεδο και τελικά στη Σαμοθράκη, όπως διηγείται ο Ιωάννης Σκυλίτζης.