Το 1915, η περιουσία και ο πλούτος των Αρμενίων κατασχέθηκαν από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων. Οι Αρμένιοι θανατώθηκαν ή εκτοπίστηκαν. Το υπουργείο Οικονομικών της Τουρκίας έλαβε λεπτομερείς καταστάσεις αυτών των περιουσιών. Τα χρήματα μεταφέρθηκαν εκτός Τουρκίας σε αυστριακές και γερμανικές τράπεζες. Η αξία αυτού του χρυσού θα υπερέβαινε σήμερα τα 320.000.000 δολάρια, χωρίς τους τόκους.
Ο πλούτος των Αρμενίων
Ασφάλειες ζωής
Η απληστία των Νεοτούρκων δεν περιορίστηκε μόνο στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Το 1916, ο Ταλαάτ πασάς, υπουργός Εσωτερικών ζήτησε από τον πρέσβη των ΗΠΑ Χένρι Μοργκεντάου να του υποβάλει έναν πλήρη κατάλογο όλων των Αρμενίων που είχαν ασφάλειες ζωής σε αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες, διότι, όπως είπε, είναι σχεδόν όλοι τους νεκροί, χωρίς να έχουν αφήσει πίσω ζωντανούς απογόνους. Συνεπώς, σύμφωνα με το νόμο, τα χρήματα αυτά έπρεπε να περάσουν στα ταμεία της οθωμανικής κυβέρνησης. Το ίδιο αίτημα υποβλήθηκε σε όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Ακίνητη περιουσία
Εκτός από τραπεζικές καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα και ασφάλειες ζωής, υπήρχε και η ακίνητη περιουσία των Αρμενίων. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το συνολικό αριθμό των οικογενειών των Αρμενίων οι οποίες είχαν ιδιόκτητα σπίτια, παρ’ ό’ αυτά ήταν πολύ σημαντικές.
Υπάρχουν πληροφορίες για την κοινοτική ιδιοκτησία. Το καθολικό πατριαρχείο της Κιλικίας τηρούσε λεπτομερή μητρώα των εκτάσεων και των ακινήτων που του ανήκαν. Ολόκληρη αυτή η περιουσία χάθηκε μαζί και το πατριαρχείο στο Σις, το οποίο καταλήφθηκε και καταστράφηκε, ενώ ο καθολικός πατριάρχης και όσοι ιερείς σώθηκαν, εκδιώχθηκαν εκτός Κιλικίας, στη Συρία και στη συνέχεια στο Αντιλιάς του Λιβάνου.
Το αρμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η επίσημη κεφαλή της αρμενικής κοινότητας, που αναφερόταν κατ’ ευθείαν στο σουλτάνο, τηρούσε μητρώο των εκκλησιών, των μοναστηριών και των σχολείων που ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Το 1912, η κυβέρνηση των Νεοτούρκων διέταξε τις μειονοτικές κοινότητες να ετοιμάσουν καταστάσεις όλων των περιουσιακών τους στοιχείων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Ο πατριάρχης Μαγακιά Ορμακιάν είχε ήδη έτοιμη μια ανά επαρχία καταγραφή των αρμενικών εκκλησιών, μοναστηριών και σχολείων, ως παράρτημα στο βιβλίο του « Η Αρμενική Εκκλησία», που πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά, το 1910. Ο κατάλογος του πατριάρχη περιλαμβάνει 2.39 εν λειτουργία ναούς της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία εξαιρουμένων αυτών της Κωνσταντινούπολης.
Στην Ειρηνευτική Διάσκεψη των Παρισίων, το 1919, οι επικεφαλής της αρμενικής αντιπροσωπείας Αβεντίς Αχοριάν και Μπογός Νουμπάρ πασά, υπέβαλαν έκθεση με τίτλο «Κατά προσέγγισιν πίνακας των ζημιών που υπέστη το Αρμενικό Έθνος στην τουρκική Αρμενία και την Αρμενική Δημοκρατία του Καυκάσου». Η έκθεση αναφέρει 1.860 εκκλησίες, 229 μοναστήρια, 1.439 σχολεία, 29 γυμνάσια και ιεροδιδασκαλεία και 42 ορφανοτροφεία. Τα πιο αξιόπιστα στοιχεία, ωστόσο, είναι αυτά που συγκέντρωσαν οι Ραϊμόν Κεβορκιάν και Πολ Παμπουτζιάν στη μεγάλη έκδοση του 1992, «Οι Αρμένιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τις παραμονές της Γενοκτονίας». Τα στοιχεία αυτά αναφέρουν 2.538 ναούς, 451 μοναστήρια και 1996 σχολεία.
Ο «Κατά Προσέγγισιν Πίνακας» περιείχε στοιχεία και για τις ανθρώπινες απώλειες. Περίπου 1.800.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους ή εξορίστηκαν. Και δεδομένου ότι τα 3/4 των θυμάτων ήταν αγρότες υπολογίστηκε ότι χάθηκαν κτίρια, (οικίες, στάβλοι, μύλοι, αποθήκες), καλλιεργημένες και μη εκτάσεις, οικιακός εξοπλισμός, προσωπικά αντικείμενα, φυτικό κεφάλαιο, ζωικό κεφάλαιο, αποθέματα τροφών, ζωοτροφές. Έτσι, η ζημία για κάθε μία από τις 270.000 οικογένειες της υπαίθρου υπολογίστηκε στις 17.000, δηλαδή σε 4.600.000.000 φράγκα.
Το ύψος των ζημιών που υπέστησαν οι 90.000 αρμενικές οικογένειες στα αστικά κέντρα, εκτός Κωνσταντινούπολης, ανέρχονταν σε 36.000 φράγκα ανά οικογένεια, ή συνολικά σε 3.235.000.000. Συγκριτικά μικρότερο, 75.000.000 φράγκα, ήταν το ποσό που υπολογίστηκε για την απώλεια χιλιάδων σχολείων, εκκλησιών και άλλων κοινοτικών εγκαταστάσεων. Δηλαδή συνολικά οι απώλειες έφταναν τα 8 δισ. φράγκα. Σε αυτά προστέθηκε η «αξία» της ανθρώπινης ζωής, 5.000 φράγκα, για κάθε άνθρωπο που βρήκε το θάνατο κατά τη διάρκεια των σφαγών, περίπου 7 δισ. φράγκα! Το συνολικό ύψος των ζημιών σε τιμές 1919 ανερχόταν στα 14,5 δισ. φράγκα. Με σημερινές τιμές περίπου 100 δισ. δολάρια.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος της κινητής περιουσίας λεηλατήθηκε από τον όχλο. Τα σπίτια, τα κτήματα και τα καταστήματα καταλήφθηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές και τα χρήματα είτε κρατήθηκαν από τα μέλη των επιτροπών είτε στάλθηκαν στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο.
Συνθήκες για αποζημίωση
Η πρώτη συνθήκη μεταξύ της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Αρμενίας και της Τουρκίας, η Συνθήκη του Μπατούμ του Ιουνίου 1918, εγγυάτο περιουσιακά δικαιώματα και απέβλεπε αποζημιώσεις προς τους ιδιοκτήτες όσων είχαν κατασχεθεί.
Στο δικαίωμα των Αρμενίων να διεκδικήσουν περιουσίες που είχαν επισήμως καταγραφεί αναφέρεται ρητά και το άρθρο 144 της Συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1922), που ορίζει ρητά: 1. την κατάργηση του νόμου του 1915 περί «εγκαταλελειμμένων περιουσίων», 2. την επιστροφή των Αρμενίων στα σπίτια τους και 3. την αποκατάσταση και επανόρθωση των επιχειρήσεων και όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας.
Το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών καλούνταν να συγκροτήσει επιτροπές διαιτησίας για την εξέταση των αρμενικών διεκδικήσεων. Η Τουρκία και η Αρμενική Δημοκρατία είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών. Ακόλουθες συνθήκες και συμφωνίες, του Αλεξανδραπόλ (1920), της Μόσχας (1921), του Καρς (1921) και της Άγκυρας (1922), όλες υπογεγραμμένες από την Τουρκία, περιελάμβαναν ειδικές διατάξεις γαι τις μειονοτικές περιουσίες, που ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
Τέλος, η Συνθήκη της Λωζάννης του Ιουλίου 1923, που ισχύει μέχρι σήμερα, προέβλεπε προστασία των μειονοτήτων, υπό την προϋπόθεση να είναι πολίτες της Τουρκίας. Η τουρκική κυβέρνηση την επομένη της υπογραφής της Συνθήκης εξέδωσε νέο νόμο, με τον οποίο απαγόρευε στους Αρμενίους της Κιλικίας και των ανατολικών περιοχών που είχαν «μεταναστεύσει» να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Η καταστροφή των αρμενικών μνημείων
Οι τουρκικές κυβερνήσεις κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να εξαφανίσουν κάθε ίχνος αρμενικού πολιτισμού στα ιστορικά αρμενικά εδάφη. Τη δεκαετία του ’50 άλλαξαν τα ονόματα των πόλεων, χωριών και οικισμών των ανατολικών επαρχιών. Καθώς δε οι Τούρκοι ιστορικοί συνέχιζαν να αναθεωρούν και να παραποιούν την ιστορία, οι νεότερες γενιές των Αρμενίων με μεγάλη δυσκολία θα βρουν τους τόπους που κατοικήθηκαν από τους προγόνους τους.
Οι ναοί και τα μνημεία, ως αδιάψευστη μαρτυρία της ιστορικής παρουσίας των Αρμενίων, προκαλούν μεγάλο πονοκέφαλο στους συνεχιστές της Γενοκτονίας, και όσο μεγαλύτερο ο αριθμός τους τόσο δυσκολότερη η εκστρατεία παραπληροφόρησης.
Μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους για να καταστραφούν τα αρμενικά μνημεία:
- Εκ προθέσεως καταστροφή με εμπρησμό ή εκρηκτικά ναών, αστικών κτιρίων και κατοικιών κατά την περίοδο των σφαγών.
- Συνακόλουθη καταστροφή μνημείων με χρήση εκρηκτικών ή του πυροβολικού.
- Εκούσια εγκατάλειψη των μνημείων και καταπάτηση τους από τους αγρότες. Οι περίτεχνα λαξευμένες πέτρες των προσόψεων των αρμενικών ναών ήταν θαυμάσιο προκάτ οικοδομικό υλικό.
- Μετατροπή των αρμενικών ναών σε τεμένη, μουσεία, αθλητικά κέντρα, αποθήκες, στάβλους.
- Καταστροφή λόγω παντελούς απουσίας μέτρων συντήρησης.
- Κατεδάφιση για κατασκευή δρόμων, γεφυρών ή άλλων δημόσιων έργων.
- Εξουδετέρωση της αρμενικής ταυτότητας των μνημείων απαλείφοντας τις αρμενικές επιγραφές.
- Εσκεμμένη απόδοση μνημείων, τουριστικής κυρίως σημασίας, σε τουρκική αρχιτεκτονική, συνήθως των Σελτζούκων του Μεσαίωνα. Τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα είναι οι ναοί του Αγταμάρ και του Καρς, του 10ου αιώνα, που κατασκευάστηκαν πριν οι Σελτζούκοι Τούρκοι εμφανιστούν στην ιστορία.