Ο πληθυσμός της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας ήταν κατά 97% ελληνικός. Οι Βενετοί παρά τους συνεχείς αποικισμούς δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις 10.000 ψυχές, οι οποίες ήταν συγκεντρωμένες στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ο πληθυσμός της Κρήτης κατά τους πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας δεν ξεπερνούσε τις 50.000. Οι συνεχείς επαναστάσεις, οι στερήσεις, οι κακουχίες, και προπαντός οι επιδημίες αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό. Η λήξη των επαναστάσεων έφερε αύξηση του πληθυσμού και τις επόμενες εποχές έφτασε τις 300.000. Πολλοί Έλληνες από τα μικρασιατικά παράλια, από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και από την Πελοπόννησο κατέφυγαν στην Κρήτη μετά την οριστική υποταγή του ελληνικού χώρου στον τουρκικό ζυγό. Ακόμη ισχυρή, από οικονομική άποψη, ήταν και η εβραϊκή κοινότητα στην Κρήτη. Οι Εβραίοι ζούσαν στα αστικά κέντρα και ανέπτυσσαν επιχειρήσεις.
Ο κρητικός πληθυσμός ήταν χωρισμένος σε τάξεις:
- Οι Βενετοί ευγενείς. Ήταν οι απόγονοι των Βενετών ευγενών που είχε εγκαταστήσει η Βενετία στα πρώτα χρόνια του αποικισμού. Είχαν μοιραστεί τα φέουδα και διέθεταν μεγάλη οικονομική δύναμη και κοινωνική επιβολή. Ήταν καθολικοί. Σύμφωνα με τη βενετική νομοθεσία, όσοι γίνονταν ορθόδοξοι έχαναν τα φέουδα και τους τίτλους. Η κοινωνική διαφορά που χώριζε τους Βενετούς από τους Κρητικούς ήταν χασματική, όσο καμία άλλη περιοχή της Ανατολής. Κατά μοναδική εξαίρεση παραχωρήθηκε η βενετική ευγένεια στον Αλέξιο Καλλέργη και τους απογόνους του.
- Οι Κρητικοί ευγενείς. Ήταν οι αστοί της Βενετίας που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη με τους πρώτους αποικισμούς, καθώς και οι παλαιοί ευγενείς που για διάφορους λόγους έχασαν την ευγένεια τους. Με την πάροδο του χρόνου η κρητική ευγένεια άρχισε να α[νέμεται και σε ανθρώπους κρητικής καταγωγής ή ακόμη και σε εξελληνισμένους Ιταλούς, ως ανταμοιβή για υπηρεσίες που οι ίδιοι ή οι πρόγονοι τους είχαν προσφέρει στη Βενετία. Έτσι η τάξη αυτή αναπτύχθηκε υπερβολικά, με συνέπεια να μειωθεί η αξία και η αίγλη της. Οι Κρητικοί ευγενείς ήταν κατά πολύ μεγάλο μέρος ορθόδοξοι και όχι πολύ πιστοί στη Βενετία. Ελάχιστοι από αυτούς είχαν φέουδα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν φτωχοί και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο.
- Οι αστοί. Σε αυτήν την τάξη ανήκαν γενικά οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν είχαν τίτλους ευγενείας, και αποτελούσαν τα πιο εύρωστα από οικονομική άποψη στρώματα της αστικής κοινωνίας, όπως οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι βιοτέχνες, οι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι νοτάριοι κ.α. Στην τάξη των αστών συμπεριλαμβάνονταν ακόμη και ο φτωχός λαός αυτοί δηλαδή που ζούσαν από χειρωνακτική εργασία. Από θρησκευτική άποψη οι αστοί ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες ορθόδοξοι.
- Οι κάτοικοι της υπαίθρου. Αποτελούσαν τον κύριο και συμπαγή όγκο του κρητικού πληθυσμού, αλλά και την πιο δυστυχισμένη τάξη. Ήταν υποχρεωμένοι να καλλιεργούν τα κτήματα των φεουδαρχών, να υπηρετούν στις γαλέρες, να εκτελούν διάφορες αγγαρείες. Μια σκιώδης διάκριση υπήρχε ανάμεσα στους κατοίκους της υπαίθρου. Διακρίνονταν σε ελεύθερους χωρικούς, απελεύθερους και δουλοπάροικους ή βιλλάνους. Από αυτούς στην χειρότερη μοίρα βρίσκονταν οι δουλοπάροικοι, που ήταν στην απόλυτη κυριαρχία των φεουδαρχών και δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα. Οι φεουδάρχες μπορούσαν να τους ενοικιάζουν, να τους δανείζουν, να τους πουλούν και να τους μεταβιβάζουν μαζί με τις περιουσίες τους, όπως τα κινητά πράγματα και τα εργαλεία. Οι χωρικοί καλλιεργούσαν τα κτήματα των φεουδαρχών με το σύστημα της επίμορτης καλλιέργειας. Ορισμένοι χωρικοί είχαν σκιώδη δικαιώματα και απαλλάσσονταν από τις αγγαρείες. Από τις αγγαρείες απαλλάσσονταν επίσης και οι ιερωμένοι και οι αρχοντορωμαίοι. Σε αυτήν την τάξη ανήκα επίσης και οι απόγονοι των μεγάλων αρχοντικών οικογενειών που, σύμφωνα με την επιτόπια παράδοση, κρατούσαν από τις 12 μεγάλες αρχοντικές οικογένειες του Βυζαντίου. Με συνεχείς και σκληρές επαναστάσεις κατάφεραν να αποσπάσουν από τους Βενετούς την αναγνώριση δικαιωμάτων και προνομίων που απέρρεαν από την ιστορική τους καταγωγή.
Με πληροφορίες από: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών