Ο πληθυσμός της βυζαντινής Μικράς Ασίας δεν αποτελούνταν μόνο από Έλληνες αλλά και από διάφορες εθνότητες και μειονότητες. Ειδικότερα η περιοχή της Μικράς Ασίας κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χωνευτήρι εθνοτήτων και μειονοτήτων αφού συναντήθηκαν κατά καιρούς και συμβίωναν με το γηγενή πληθυσμό, εθνικές ομάδες και μεμονωμένα άτομα, όπως έμποροι, ναυτικοί, στρατιωτικοί, εργάτες, προερχόμενοι από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας και εκτός των ορίων αυτής.
Στη Μικρά Ασία από την ελληνιστική εποχή ως τον 4ο π.Χ. αιώνα ο πνευματικός πληθυσμός αποτελούνταν από φιλοσόφους, ρήτορες, ποιητές, ιστορικούς, γραμματικούς, μαθηματικούς, και ιατρούς. Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι ήταν Έλληνες ή ελληνόφωνοι. Υπήρχε όμως και λατινόφωνος πληθυσμός, σε μικρότερο αριθμό, εγκατεστημένος σε διάφορες πόλεις, και στις ρωμαϊκές κολωνίες, ιδρυμένες ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή. Οι πολίτες αυτοί υπηρετούσαν στο στρατό στη διοίκηση ή ήταν έμποροι.
Άλλες εθνότητες των οποίων η μητρική γλώσσα επιβίωσε κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες στη Μικρά Ασία ήταν οι Ίσαυροι, οι Καππαδόκες, οι Γότθοι, οι Φρύγες, ενώ οι γλώσσες που μιλούσαν οι Λυδοί και οι Κάρες υποχώρησαν νωρίτερα.
Αρχικά το συνεκτικό στοιχείο αυτού του ανθρώπινου υλικού δεν ήταν το εθνικό αλλά το πολιτικό, γιατί σχεδόν όλοι οι πολίτες μετά το 212μ.Χ. με την ισχύ της Constituto Antoniniana είχαν αποκτήσει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Με τη διάδοση του Χριστιανισμού στις ανατολικές επαρχίες και την οργάνωση της Εκκλησίας ως οργανισμού με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία, ο Χριστιανισμός διείσδυσε σταδιακά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η ειδωλολατρία δεν εξαφανίστηκε εντελώς, αλλά στις περιοχές που σταμάτησε να υπάρχει, επανεμφανίστηκε μέσα στις αιρέσεις της χριστιανικής εκκλησίας. Οι κυριότερες αιρέσεις ήταν ο μοντανισμός, ο μεσσαλιανισμός, ο μανιχαϊσμός, και νοβατιανισμός.
Παράλληλα η ελληνική γλώσσα άρχισε να καταλαμβάνει επίσημη θέση στη διοίκηση του κράτους. Αν και η νομοθεσία μέχρι τον Ιουστινιανό ήταν γραμμένη στα λατινικά, πολλοί αυτοκράτορες παρακινημένοι από τη διαπίστωση ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού στη Μικρά Ασία μιλούσε ελληνικά, επέτρεπαν στους δικαστές να συντάσσουν τις αποφάσεις τους στα ελληνικά.
Η ιστοριογραφία και η αρχαιολογία είναι σύμμαχοι μας για να μελετήσουμε τα δημογραφικά στοιχεία του πληθυσμού της Μικράς Ασίας της εποχής. Σε όλη τη Μικρά Ασία μαρτυρούνται πλήθος επαγγελμάτων τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλα τα κοινωνικά στρώματα. Πολλά από τα επαγγέλματα είναι ελευθέρια και απαιτούν ειδικές γνώσεις και μόρφωση, όπως του ιατρού, του συνηγόρου, του συμβολαιογράφου, του δασκάλου, του καθηγητή, του αρχιτέκτονα, του αργυροπράτου και τραπεζίτη. Πολλοί άνθρωποι της εποχής ασκούν δύο επαγγέλματα λόγω των πενιχρών εσόδων από την άσκηση μόνο τους ενός.
Οι κληρικοί συνήθως ασκούν και κάποιο λαϊκό επάγγελμα, αν και οι ιεροί κανόνες απαγόρευαν στους μοναχούς και κληρικούς να ασκούν κάποιο επάγγελμα που θα αντέβαινε προς το ιερατικό τους αξίωμα.
Οι συνεργασίες μεταξύ επαγγελματιών και συγγενών. Η διαδοχή στα επιτηδεύματα από πατέρα σε γιο δεν ήταν υποχρεωτική. Η επιλογή επαγγέλματος ήταν ελεύθερη. Μικρός αριθμός μαρτυριών αφορά τις γυναίκες που εξασκούσαν βιοποριστικό επάγγελμα. Τα συνήθη «γυναικεία» επαγγέλματα ήταν αυτό της μαίας, της ιατρού, της αρτοπράτισσας, της δασκάλας. Μαρτυρία υπάρχει για μια γυναίκα που κατείχε πολιτικό αξίωμα. Η διακόνισσα ήταν ένα ακόμη βιοποριστικό επάγγελμα της εποχής.
Οι συντεχνίες δεν είναι εφεύρεση της εποχής της Αναγέννησης. Συντεχνίες υπήρχαν και κατά την αρχαιότητα, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τη δήλωση συντεχνιακής οργάνωσης υπάρχουν διάφοροι όροι. Πριν το 4ο αιώνα απαντούν οι όροι: συντεχνία, ομότεχνον, συνεργασία, συνεργείον, συμβίωσις. Μετά τον 4ο αιώνα χρησιμοποιούνται συνήθως οι όροι σωματείο και σύστημα αδιακρίτως.
Σημαντικό στοιχείο για την εμπορική κίνηση στην περιοχή της Μικράς Ασίας είναι η ύπαρξη εμπορικών σταθμών. Η εμπορική ζωή παρουσίαζε αρκετή κίνηση ιδίως στις περιοχές που βρίσκονταν κοντά στην πρωτεύουσα, όπως η Βυθηνία, και στα λιμάνια, όπως η Έφεσος, η Νικομήδεια. Οι δύο τελευταίες πόλεις ήταν σημαντικοί συγκοινωνιακοί κόμβοι. Το εμπόρια ήταν εμπορικοί σταθμοί, ιδρυμένοι σε επίκαιρα σημεία των χερσαίων οδών ή κοντά σε λιμάνια. Γνωστά εμπόρια ήταν το Εμπόριο των Ρουφικιανών, των Αμαρέων, του Εριβόλου, του Ηρακλείου στο Λατόμιο, το Κάλλεον Νικομήδειας και άλλα.
Ο πληθυσμός στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετακινούνταν συχνά, ιδίως μέσα στην επικράτεια της. Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων μετακινούνταν από και προς τη Μικρά Ασία. Τις περισσότερες φορές Έλληνες ή ελληνόφωνοι, οι οποίοι μετακινούνταν μαζί με τις οικογένειες τους για επαγγελματικούς σκοπούς.